ἀδικία

From LSJ
Revision as of 11:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδικία Medium diacritics: ἀδικία Low diacritics: αδικία Capitals: ΑΔΙΚΙΑ
Transliteration A: adikía Transliteration B: adikia Transliteration C: adikia Beta Code: a)diki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,    A wrongdoing, injustice, ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg.477c, al.; τύχἡ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1; 'foul' in racing, Anon.in SE30.15.    II wrongful act, offence, Hdt.6.136; καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.1.3:—in pl., Pl.Phd.82a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ ἀδικία, πλημμέλημα, ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ ἀδίκημα, ἄδικος πρᾶξις, ζημία, Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
injustice, tort, faute ; τῆς πόλεως DÉM envers l’État ; περί τινα XÉN envers qqn ; ἀδικίης (ion.) ἄρχειν HDT être l’agresseur, l’offenseur.
Étymologie: ἄδικος.

Spanish (DGE)

(ἀδῐκία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη
A I1iniquidad, injusticia ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν Gorg.B 11.21, τὴν αἰτίαν φανερὰν ἅπασιν ὑμεῖς ἕξετε τῆς ἀδικίας Gorg.B 11a.36, op. δίκη E.Io 254, Supp.379, o δικαιοσύνη Pl.R.351a, Φοίβου δ' ἀδικίαν μὲν τί δεῖ κατηγορεῖν; E.Or.28, ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε E.Io 447, τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1, ἡ ἀ. ἄρα καὶ ἡ ἀκολασία καὶ ἡ ἄλλη ψυχῆς πονηρία μέγιστον τῶν ὄντων κακόν ἐστιν; Pl.Grg.477e, ἐν πόλεσι καὶ πολιτείαις τοῦτο αὐτό, ῥήματι μετεσχηματισμένον, ἀ. Pl.Lg.906c, cf. Arist.EN 1130a33
en LXX y el NT esp. en gen. ἐξαίρων ἀδικίας LXX Mi.7.18, ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἐξ ἀδικίας LXX Ib.33.17, ἐργάται ἀδικίας Eu.Luc.13.27, κριτὴς τῆς ἀδικίας Eu.Luc.18.6, ὅπλα ἀδικίας las armas del mal, Ep.Rom.6.13.
2 maldad, falta de escrúpulos, deshonestidad χρήματα πορίζειν ... ἐξ ἀδικίης Democr.B 78, ἔμφυτος ἀ. Plb.2.45.1.
II 1violación de la legalidad, delito, crimen ἀδικίης δὲ δεῖμα ξυμφορῆς τέρμα Democr.B 215, καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.Myst.3, ζημιώσαντος δὲ κατὰ τὴν ἀδικίην πεντήκοντα ταλάντοισι Hdt.6.136, ἡ τῶν χρημάτων ἀ. μᾶλλον δοκεῖ el delito económico se considera el más grande Arist.Pr.950a24.
2 como acto daño, mal esp. en historiadores agresión, hostilidad, ofensa ἀδικίης ἄρξαι Hdt.1.130, (οἱ Σκύθαι) πρότεροι ἐσβαλόντες ... ὑπῆρξαν ἀδικίης Hdt.4.1, ἀ. πολλὴ κατηγορεῖτο αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Th.1.95, ἡ δὲ Τεύτα ... διπλασίως ἐπερρώσθη πρὸς τὴν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀδικίαν Plb.2.8.4
c. gen. subjet. de pers. falta contra la moral, infamia ἀνδρὸς ἀδικίαν αἰσχύνεται se avergüenza de la deshonra del hombre E.Io 341, τῆς σῆς γυναικὸς ἀ. el adulterio de tu esposa E.Or.650
abs. falta χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην 2Ep.Cor.12.13
c. gen. obj. daño, perjuicio esp. en fórmulas legales πάντα τὰ ... ἐπὶ τῇ ἡμῶν ἀδικίᾳ πραχθέντα POxy.1203.24 (I d.C.), cf. BGU 1123.11 (I a.C.), ἐπ' ἀδικίῃ τῆς πόλεως en perjuicio de la ciudad, Athena 20.1908.279 (Quíos V a.C.), cf. IG 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), tb. c. dat. ἐπ' ἀδικίᾳ τῇ Ἀπολλωνίᾳ PTeb.104.23 (I a.C.)
malos tratos ἀ. καὶ ὕβρεις Plb.10.37.8.
B suspensión de causas judiciales διὰ πολέμου Arist.Oec.1348b11.

English (Abbott-Smith)

ἀδικία, -ας, ἡ (< ἄδικος), [in LXX for עָוֹן, פֶּשַׁע, עָוֶל, etc. ;]
1.injustice: Lk 18:6, Ro 9:14.
2.unrighteousness, iniquity: Jo 7:18, Ac 8:23, Ro 1:18, 29 2:8 6:13, II Ti 2:19, I Jo 1:9 5:17; opp. to ἀλήθεια, I Co 13:6, II Th 2:12; to δικαιοσύνη], Ro 3:5; ἀπάτη τῆς ἀ., II Th 2:10; μισθὸς ἀδικίας, Ac 1:18, II Pe 2:13,15; ἐγράται τῆς ἀ., Lk 13:27; μαμωνᾶς τῆς ἀ., Lk 16:9; κόσμος τῆς ἀ., Ja 3:6; οἰκονόμος τῆς ἀ., Lk 16:8.
3.= ἀδίκημα, an unrighteous act: ironically, a favour, II Co 12:13; pl., He 8:12 (Cremer, 261; MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from ἄδικος; (legal) injustice (properly, the quality, by implication, the act); morally, wrongfulness (of character, life or act): iniquity, unjust, unrighteousness, wrong.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἄδικος) (from Herodotus down);
1. injustice, of a judge: unrighteousness of heart and life;
a. universally: σύνδεσμος); ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, Tdf.; owing to the context, the guilt of unrighteousness, ἀπάτη τῆς ἀδικίας deceit which unrighteousness uses, μισθός ἀδικίας reward (i. e., penalty) due to unrighteousness, ἀδικέω, 2b. at the end).
b. specifically, unrighteousness by which others are deceived: ἀληθής); μαμωνᾶς τῆς ἀδικίας deceitful riches, ἀπάτη τοῦ πλούτου, κόσμος τῆς ἀδικίας, a phrase having reference to sins of the tongue, κόσμος, οἰκονόμος τῆς ἀδικίας (others take it generally, 'acting unrighteously')).
3. a deed violating law and justice, act of unrighteousness: πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστι, ἐργάται τῆς ἀδικίας, αἱ ἀδικίαι iniquities, misdeeds, Sept. μισθός ἀδικίας reward obtained by wrong-doing, ἀδικία.

Greek Monotonic

ἀδῐκία: Ιων. -ίη, ,
I. άδικη ενέργεια, αδικία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. όπως το ἀδίκημα, άδικη πράξη, ζημία, στον ίδ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδικία:
1) несправедливость, обида, насилие Her., Plat.: ἀδικίαν τινὸς κατηγορεῖν Eur. винить кого-л. в несправедливости; περὶ θεοὺς ἀσέβεια, περὶ ἀνθρώπους ἀ. Xen. нечестивость по отношению к богам, несправедливость по отношению к людям; ἄρξας ἀδικίης Her. причинивший насилие первым, зачинщик, обидчик;
2) вред, ущерб, урон: ἐπ᾽ ἀδικίᾳ τῆς πόλεως Dem. во вред государству.

Middle Liddell

[From ἄδικος
I. wrong-doing, injustice, Hdt., etc.
II. like ἀδίκημα, a wrong, injury, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:¢dik⋯a 阿-笛企阿
詞類次數:名詞(25)
原文字根:不-義
字義溯源:不公義,不法,惡行,邪惡,不義,罪惡;源自(ἄδικος / ἀδικοκρίτης)=不義的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成。參讀 (ἀγνόημα)同義字
出現次數:總共(25);路(4);約(1);徒(2);羅(7);林前(1);林後(1);帖後(2);提後(1);來(1);雅(1);彼後(2);約壹(2)
譯字彙編
1) 不義(15) 路16:8; 路16:9; 路18:6; 約7:18; 徒1:18; 羅1:18; 羅1:29; 羅2:8; 羅3:5; 羅9:14; 林前13:6; 帖後2:12; 提後2:19; 來8:12; 約壹1:9;
2) 不義的(5) 徒8:23; 羅1:18; 帖後2:10; 彼後2:13; 彼後2:15;
3) 不義的事(1) 約壹5:17;
4) 罪惡(1) 雅3:6;
5) 作不義的(1) 羅6:13;
6) 惡的(1) 路13:27;
7) 不公(1) 林後12:13

English (Woodhouse)

crime, injustice, sin, wrong-doing, unjust treatment, wrongdoing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)