ὑποφαίνω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A bring to light from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the stool from under the table, Od.17.409. 2 show a little, just show, θύννοι . . τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Arist.HA537a21; αἱ παρειαὶ ὑ. τὴν τῆς αἰδοῦς χροιάν Poll.2.87: metaph., give indications of, μικρὰν ἐλπίδα D.19.123; πραότητα Plb.27.12.3, cf. v.l. in 23.5.5: c. part., ὑπέφαιν' ἐσομένη . . λαμπρὰ (Dobree for -ὸν) πάνυ Anaxandr.9.6; ὑ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Ael.NA5.19: c. acc. et inf., Sor.2.61. II Pass., to be seen under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Th. 5.10; cf. v.l. in Thphr.Char.4.4. 2 just show oneself, be half seen, as the half-opened eyes (cf. ὑπόφασις 1), ἤν τι -ηται τοῦ λευκοῦ Hp.Prog.2, Aph.6.52; of teeth, Arist.HA502a12; εἴ τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑ. Arr.An.4.19.1; ὑ. σελήνη Ael.NA4.10; ἡ ὠλένη διὰ τῆς ἐσθῆτος Philostr.Im.2.8; ὑ. σωτηρία Isoc.4.93, 6.44; ὅπως πιστότερα ὑμῖν ὑποφαίνοιτο Lys.13.19 codd. (ὅπως -οτέρα ἡ μήνυσις φαίνοιτο corr. Francken); ἀμφις βήτησις Arist.EN1096b9; ἡμέρα, ἔαρ (v. infr. 111), X.Cyr.4.5.14 (as v.l.), HG5.3.1. III intr. in Act., of the dawn of day, ὑπέφαινε ἡμέρα, ἕως, the day gradually breaks or just begins to break, Id.An.3.2.1, 4.3.9, cf. Cyr.4.5.14, etc.; ἤδη ὑπέφαινέν τι ἡμέρας (impers.) Pl.Prt.312a: so ἔαρ ὑπέφαινε X.HG3.4.16; γίνωσκε τὸν καρπὸν καλῶς ὑποφαίνοντα PCair.Zen.329.13 (iii B. C.). 2 metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning upon us, Pl.Sph.245e; τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Din.1.21; ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος Arist.HA625a23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, κάμνω τι νὰ φανῇ ὑποκάτω, ἐξάγω αὐτὸ εἰς τὸ φανερόν, θρῆνυν ὑπέφυνε τραπέζης, ἔσυρεν ἔξω τὸ κάθισμα κάτωθεν τῆς τραπέζης, «ἤγουν, ὑποκάτω ἔφηνεν ὑπεξαγαγὼν τῶν ποδῶν, ὡς ἂν ἔχοι ῥᾷον αὐτοῦ ἐπικύψας ἅψασθαι, ὅτε θελήσει κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως βαλεῖν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 409. 2) δεικνύω ὀλίγον, ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 4. 10, 8· ὑποφαίνουσαι (αἱ παρειαὶ) τὴν τῆς αἰδοῦς χροιὰν Πολυδ. Β΄, 87· μεταφ., παρέχω ἐνδείξεις τινὰς περὶ πράγματός τινος, εἰ... καὶ μικρὰν ὑπεφήνατε ἐλπίδα ἡντινοῦν αὐτοῖς, ἐσώθησαν ἂν Δημ. 379, πρβλ. Πολύβ. 27. 10, 3· πρᾳότητα ὁ αὐτ. 27. 10, 3, πρβλ. 24. 5, 5· - μετά μετοχ. ὑπέφαιν’ ἐσομένη δ’ Ὤκιμον λαμπρὸν πάνυ (λαμπρὰ πάνυ κατὰ τὸν Dobree) Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1· ὑπ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Αἰλ. π. Ζῴων 5. 17. ΙΙ. Παθ., φαίνομαι ὑποκάτω, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Θουκ. 5. 10· εἴ που τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο Ἀρριαν. Ἀλ. Ἀνάβ. 4. 19, 1· ὑπ. ἡ σελήνη Αἰλ. π. Ζῴων 4. 10· ὁρᾷς δὲ καὶ τὴν ὠλένην ὡς διὰ λευκῆς τῆς ἐσθῆτος λευκοτέρα ὑποφαίνεται Φιλόστρ. 823. 2) ἐν μέρει φαίνομαι, μόλις δεικνύω ἐμαυτόν, μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ εἶμαι ὁρατός, ὡς τὰ ἡμίκλειστα ὄμματα (πρβλ. ὑπόφασις), Ἱππ. Προγν. 37, Ἀφ. 1258· ἐπὶ ὀδόντων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ὑπ. σωτηρία Ἰσοκρ. 60Α, 124Ε· [τὰ μηνυθέντα] Λυσί. 131. 25· ἀμφισβήτησις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 8· ἀμφ. ἡμέρα, ἔαρ (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 14, Ἑλλ. 5. 3, 1. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς ἕω, τῆς ἡμέρας, κτλ., ὑποφαίνει ἡμέρα, ἕως, ἡ ἡμέρα, ἡ αὐγὴ μόλις ἀρχίζει νὰ φαίνηται ὀλίγον, νὰ «χαράζῃ», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 1., 4. 3, 9, κλπ.· ἤδη ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (ἀπροσ.) Πλάτ. Πρωτ. 312Α· οὕτω ὑποφαίνει ἔαρ Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· πρβλ. φαίνω Α. ΙΙ, ὑποφαύσκω· ἀκολούθως. 2) μεταφ. τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, αἱ δυσκολίαι, αἱ ὁποίαι τώρα μᾶς παρουσιάζονται, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Δείναρχ. 92. 43· ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέφηνα;
I. tr. 1 montrer sous ; Pass. se montrer sous;
2 montrer de dessous, produire au jour : θρῆνυν τραπέζης OD tirer un escabeau de dessous la table;
3 montrer un peu, faire entrevoir ; Pass. commencer à se montrer : ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ XÉN au moment où le printemps commençait à paraître;
II. intr. commencer à se montrer : ἡμέρα ὑπέφαινε XÉN le jour commençait à paraître.
Étymologie: ὑπό, φαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 1 ὑπέφηνε: bring into view from under; θρῆνυν τραπέζης, Od. 17.409†.
Greek Monolingual
ὑποφαίνω ΝΑ φαίνω
νεοελλ.
(η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη
α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...»)
β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ
αρχ.
1. φανερώνω, κάνω να φανεί κάτι αποκάτω («θρήνυν ὑπέφηνε τραπέζης» Ομ. Οδ.)
2. φανερώνω κάτι λίγο, ανάμεσα από κάτι («ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες», Αιλ.)
3. παρέχω ενδείξεις για κάτι («πραότητα καὶ βάθος ὑποφαίνειν ἐλευθέριον», Πολ.)
4. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας», Δείν.)
5. μέσ. ὑποφαίνομαι
φαίνομαι λιγάκι, διαφαίνομαι («ὑποφαίνεται ἡ σελήνη», Αιλ.)
6. φαίνομαι εν μέρει, μόλις που φαίνομαι
7. φαίνομαι πιθανός, διακρίνομαι από κάποιο σημείο («ὑποφαίνεται ἀμφισβήτησις», Αριστοτ.)
8. φρ. α) «ὑποφαίνεται ἡμέρα» ή «ὑποφαίνει ἕως» — γλυκοχαράζει (Ξεν)
β) «ὑποφαίνει ἔαρ» — αρχίζει η άνοιξη (Ξεν.).
Greek Monotonic
ὑποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ,
I. 1. φέρνω κάτι στο φως κάτω από, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, τράβηξε το σκαμνί κάτω από το τραπέζι, σε Ομήρ. Οδ.
2. δείχνω λιγάκι, μόλις που δείχνω, σε Δημ.
II. 1. Παθ., φαίνομαι από κάτω, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται, σε Θουκ.
2. μόλις που φαίνομαι, είμαι ορατός μόνο κατά το ήμισυ, σε Ξεν.
III. Ενεργ., χρησιμ. ως αμτβ. για την αυγή της ημέρας, ὑποφαίνει ἡμέρα, ημέρα που μόλις αρχίζει αρχίζει να χαράζει, στον ίδ.· ομοίως, ὑπέφαινε ἔαρ, στον ίδ.· μεταφ., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, δυσκολίες οι οποίες τώρα μας ξημερώνουν, μας παρουσιάζονται, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφαίνω:
1) показывать снизу (внизу) или мельком (τι Arst.; ὑπὸ τὰς πύλας ὑποφαίνεσθαι Thuc.): ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. так как не было, казалось, никакой надежды на спасение;
2) выказывать, обнаруживать, проявлять (μικρὰν ἐλπίδα Dem.; πρᾳότητα Polyb., Plut.): ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ Xen. с наступлением ранней весны;
3) показываться, обнаруживаться: τὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. то, что теперь обнаруживается; ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινε Xen. начинало светать;
4) вынимать снизу: θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης Hom. он выхватил скамеечку из-под стола.
Middle Liddell
fut. -φᾰνῶ
I. to bring to light from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the stool from under the table, Od.
2. to shew a little, just shew, Dem.
II. Pass. to be seen under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται Thuc.
2. to just shew oneself, be half seen, Xen.
III. Act. used intr. of the dawn of day, ὑποφαίνει ἡμέρα day just begins to break, Xen.; so, ὑποφαίνει ἔαρ Xen.:—metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning upon us, Plat.