ἵμερος

From LSJ
Revision as of 16:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵμερος Medium diacritics: ἵμερος Low diacritics: ίμερος Capitals: ΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: hímeros Transliteration B: himeros Transliteration C: imeros Beta Code: i(/meros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, A longing, yearning after, c. gen. rei, σίτου . . περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ Il.11.89, etc.; γόου ἵμερον ὦρσε raised [in them] a yearning after tears, i.e. a desire of the soul to disburden itself in grief, 23.14; ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od.16.215, etc.: with gen. obj. added, πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο for his father, 4.113; ἵμερον ἔχειν, = ἱμείρεσθαι, c. inf., Hdt.5.106,7.43; ἵμερος ἔχει με . . ἰδεῖν S.OC1725 (lyr.), cf. Sapph.Supp.24.11; ἵ. ἐπείρεσθαί μοι ἐπῆλθέ Hdt.1.30, cf. 9.3; τῶν (sc. δενδρέων) γλυκὺς ἵ. ἔσχεν . . φυτεῦσαι Pi.O.3.33: in pl., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵ. various impulses or emotions, A. Ch.299, cf. Phld.Ir.p.37 W., Piet.20. 2 abs., desire, love, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵ. αἱρεῖ Il.3.446; δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵ. 14.198; δαμέντα φρένας ἱμέρῳ Pi.O.1.41, cf. Sapph.Supp.25.16; ἱμέρῳ πεπληγμένος A.Ag.544; ἱμέρου νικώμενος Id.Supp.1005, cf. Pr.649, S.Tr.476, Ar.Ra.59; βλεφάρων ἵ. S.Ant.796(lyr.). 3 personified, Χάριτές τε καὶ Ἵ. Hes.Th.64; Ἔρως . . χαρίτων, ἱμέρου, πόθου πατήρ Pl.Smp.197d, cf. Luc.DDeor.20.15, Nonn.D.1.68, al. II as Adj., only in neut. as Adv., ἵμερον αὐλήσαντι AP9.266 (Antip.); ἵμερα μελίζεσθαι, δακρῦσαι, ib.7.30 (Antip. Sid.), 364 (Marc. Arg.).— Poet., exc. in Pl. and Ion. and later Prose, as Hdt. ll. cc., Hp.Aër. 22, Phld. ll. cc., Acad.Ind.p.56M. (Sts. derived fr. is-mero-, cf. Skt. iṣṭás 'desired', iṣmás 'god of love', but Aeol. texts have ἴμερος, ἰμέρρω, never ἰμμ-; cf. ἡμερτόν· ἐπέραστον, Hsch. (s.v.l.).)

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ (vielleicht mit ἵημι, ἵεμαι zusammenhangend?), Sehnsucht, Verlangen wonach; nach Liebesgenuß, Liebe, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Il. 3, 446. 14, 328; φιλότης καὶ ἵμερος 14, 198. 216; σίτου, 11, 89 u. öfter; Θέτις γόου ἵμερον ὦρσεν 23, 14, wie ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od. 16, 215; auch noch mit einem gen. verbunden, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 4, 113, das Verlangen nach der Trauer um den Vater erregen, denn der Unglückliche sehnt sich, seinen Schmerz auszuweinen (die Wonne der Wehmuth, Ossian). – Bei Pind., wie ἔρως, Liebessehnsucht. Liebe, γλυκύς Ol. 3, 35; δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ 1, 41. Auch Tragg., τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. Ag. 530, vgl. 1176 u. Eur. Med. 556; ὠμοδακής σ' ἄγαν ἶμερος ἐξοτρύνει Aesch. Spt. 674; ἵμερος ἔχει με Soph. O. C. 1723; νύμφας Ant. 792; ταύτης ὁ δεινὸς ἵμ. ποθ' Ἡρακλῆ διῆλθε Tr. 476; τοῦ θανόντος ἱμέρῳ Phil. 350; τοιοῦτος ἵμ. με διαλυμαίνεται Ar. Ran. 59; personificirt, Anacr. 64, 2; Bruder des Eros, Luc. Deor. jud. 15. Selten in Prosa, ἵμερον ἔχειν, Her. 5, 106, öfter; Plat. Phaedr. 251 c 255 c Conv. 197 d. – Adj. ist ἵμερος = ἱμερόεις gebraucht in der Anth., ἵμερα μελίζεσθαι Antp. Sid. 76 (VII, 30), ἵμερα δακρύσασα M. Arg. 29 (VII, 364).

Greek (Liddell-Scott)

ἵμερος: ῑ, ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· πόθος, ἐπιθυμία πρός τι, Λατιν. desiderium, μετὰ γεν. πράγμ., σίτου... περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ Ἰλ. Λ. 89, κτλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ἤγειρεν ἐν αὐτοῖς ἐπιθυμίαν θρήνου, πρὸς ἀνακούφισιν δηλ. τῆς θλίψεως, πρβλ. Ἑβδ. ἐν Γεν. ΜΓ΄, 30), Ἰλ. Ψ. 14· ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο Ὀδ. Π. 215, κτλ.· καὶ μετὰ δευτέρας γεν. (ἀντικειμ.), πατρὸς ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο, διὰ τὸν πατέρα της, Δ. 113· πρβλ. ἱμερόεις: - Παρ’ Ἡροδ., ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, μετ’ ἀπαρ., 5. 106, 8. 43· ὡσαύτως, ἵμερος ἔχει με... ἰδεῖν Σοφ. Ο. Κ. 1725· ἵμ. ἐπῆλθέ μοι, ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 9. 3· σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 251C. Συμπ. 197D: - ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι, πολλαὶ ὁρμαὶ ἢ αἰσθήματα, Αἰσχύλ. Χο. 299. 2) ἀπολ., ἐπιθυμία, ἔρως, Λατ. cupido, ὣς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Ἰλ. Γ. 446· δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον Ξ. 198· οὕτω βραδύτερον, γλυκὺς ἵμ. Πινδ. Ο. 3. 58· δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ αὐτόθι 1. 65· ἱμέρῳ πεπληγμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 544, πρβλ. Πρ. 649, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 795, Τρ. 476, Ἀριστοφ. Βάτρ. 59 (ἴδε ἐν λ. ἐνστάζω)· - σχεδὸν ὡς τὸ ἔρως, ἂν καὶ οὗτος ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκφράζει ἁπλῶς τὸ ζῳῶδες πάθος, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Κρίσιν 15 (Θεῶν Διάλ. 20, 15), ἔνθα γίνεται διάκρισις τῶν λέξεων ἔρως, ἵμερος, πόθος. 3) ὡς κύριον ὄνομα, ὁ Ἔρως, Νόνν. Δ. 1, πρβλ. Ἡσ. Θ. 64. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἵμερον αὐλεῖν Ἀνθ. Π. 9. 266· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν αὐτόθι 7. 30, 364. (Κυρίως ἵσμερος, ἐκ √ΙΣ, πρβλ. τὸ Σανσκρ. ish, ekk-hâmi ἀντὶ aiss-kami (desidero), ish-tas, (ποθητός), ish-mas (θεὸς τῆς ἀγάπης, ἔρως)· Σαβινικ. ais-os (προσευχή)· Σλαυ. iskati (ζητῶ)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. eis-côm· -ἐντεῦθεν, ἱμείρω, κτλ., καὶ ἰότης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 désir passionné ; τινος, de qch (nourriture, butin, etc.) ; γόου IL envie de pleurer ; πατρὸς ἵμερος γόοιο OD envie de pleurer au sujet de son père ; ἵμερος ἔχει με avec l’inf. SOPH, ἵμερος ἐπῆλθέ μοι avec l’inf. HDT le désir me vient ou m’est venu de ; ἵμερον ἔχειν avec l’inf. HDT avoir le désir de, etc.
2 particul. désir d’amour, amour;
3 p. ext. ce qui inspire le désir, attrait : ἵμερος ἐναργής SOPH l’attrait brillant, càd l’éclat attrayant.
Étymologie: p. *ἵσμερος, de la R. Ἱσ désirer.

English (Autenrieth)

longing, passion, love; freq, w. obj. gen.; w. two genitives, πατρὸς ἵμερος γόοιο, ‘yearning after tears, to weep for his father,’ Il. 24.507, Od. 4.113.

English (Slater)

ῑμερος
   1 longing τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (sc. Πέλοπα), δαμέντα φρένας ἱμέρῳ (O. 1.41) c. gen., (δένδρεα) τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν φυτεῦσαι (O. 3.32)

Greek Monolingual

ὁ (Α ἵμερος)
έντονος πόθος, λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία για σαρκική απόλαυση
αρχ.
1. έντονη επιθυμία για κάτι ή για κάποιον (α. «σίτου... ἵμερος» — επιθυμία για φαγητό, αίσθημα πείνας
β. «ἵμερος γόου» — πόθος να κλάψει κανείς για να ξεσπάσει
2. ως κύριο όν. ὁ Ἵμερος
θεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο του Έρωτα και της Αφροδίτης
3. φρ. α) «ἵμερον ἔχω» ή «ἵμερος ἔχει με» — ιμείρομαι, επιθυμώ πολύ
β) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα σημείο, Αισχύλ.)
γ) «γλυκὺς ἵμερος» — ο έρωτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ἵμερος < si-smero-s < si-smer-ye/o (> ἱμείρω), οπότε πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. του ρ. ἱμείρω. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και αβεστ. -šmarәnt- «προσέχοντας, με προσοχή».
ΠΑΡ. αρχ. ιμερόεις, ιμερώδης.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. ιμεράμπυξ, ιμερόγυιος, ιμεροδερκής, ιμεροθαλής, ιμερόνους, ιμεράπνους, ιμερόφρων, ιμερόφωνος. (Β΄ συνθετικό) αρχ. δυσίμερος, εφίμερος, πανίμερος.

Greek Monotonic

ἵμερος: [ῑ], ὁ,
I. 1. πόθος, επιθυμία για κάτι, Λατ. desiderium, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ξεσήκωσε μέσα τους επιθυμία για δάκρυα, δηλ. την επιθυμία να θρηνήσουν για να ανακουφίσουν την ψυχή τους, στο ίδ.· και με δεύτερη γεν. (αντικειμ.), πατρὸς ὑφ' ἵμερος ὦρσε γόοιο, για τον πατέρα της, σε Ομήρ. Οδ.· ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., πολλοὶ ἵμεροι, διάφορα, ποικίλα συναισθήματα, σε Αισχύλ.
2. απόλ., επιθυμία, έρωτας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αλλά μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἵμερον αὐλεῖν, σε Ανθ.· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἵμερος: (ῑ) ὁ
1) желание: σίτου ἵ. Hom. желание пищи, голод; γόου ἵ. Hom. желание плакать; ἵμερον ἕχειν ποιεῖν τι Her., Plut. (по)желать сделать что-л.; ἵ. ἔχει με τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν πατρός Soph. мне хочется взглянуть на (последнее) земное убежище отца; οἱ ἐνέστακτο ἵ. τὰς Ἀθήνας ἑλέειν Her. на него (Мардония) напало желание взять Афины;
2) влечение, любовь, страсть (φιλότης καὶ ἵ. Hom.; ἵ. καὶ πόθος Plut.);
3) томление, тоска: τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Aesch. охваченные тоской по тем, кто также любит;
4) прелесть, очарование (βλεφάρων νύμφας εὐλέκτρου Soph.).

Middle Liddell

ἵ¯μερος, ὁ,
I. a longing or yearning after a thing, Lat. desiderium, c. gen., Il.; γόου ἵμερον ὦρσεν raised [in them] a yearning after tears, i. e. a desire to weep, Il.; and with a second gen., πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο for his father, Od.; ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, Hdt.:—in pl., πολλοὶ ἵμεροι various emotions, Aesch.
2. absol. desire, love, Il., etc.
II. as adj., but only in neut. as adv., ἵμερον αὐλεῖν Anth.; ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν Anth.

English (Woodhouse)

desire, love, lust of, the glow of passion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)