πρόγονος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, (γίγνομαι, γέγονα) A early-born, (ἄρνες), opp. μέτασσαι, Od.9.221, cf. Hermesian. 7.74, SIG1038.9 (Eleusis, iv/iii B.C.); first-born, IG 2.1301 (dub.). 2 = ἀπόγονος 1, dub. in D.H.7.50. II forefather, ancestor, Pi.O.6.59; πατρός σου π. πατήρ E.Ion 267, cf. Hel.15, Pl. Euthphr.11b: freq. in plural, Pi.P.9.105, A.Pers.405, Hdt.7.150, etc.; οἱ ἄνωθεν π. Pl.Mx.236e; οἱ πάλαι π. Id.Ep.359d; ἐκ προγόνων Id.Tht.173d; also of gods or heroes who are the authors or founders of a race, A.Fr.273, Hdt.4.127, Pl.Smp.186e, Isoc.9.14, etc.; Ζεῦ πρόγονε E.Or.1242; θεοὶ π. Pl.Euthd.302d: also as fem., π. γυνή A.Supp.533 (lyr.), cf. 43(lyr.): metaph., οἱ π. the fathers or founders of a school, Luc.Herm.15; τὸν π. τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας Philostr.VA8.7; ἰὼ πόνοι π. πόνων troubles parents of troubles, S.Aj.1197(lyr.). III child by a former marriage, step-son, E.Ion1329, D.H.Isoc.18, Mon.Anc.Gr. 16.9, Luc.Cal.26, Supp.Epigr.6.667 (Attalia), PFay.48.3(i A.D.), etc.: fem., step-daughter, Stratt.79, Is.12.5, Hyp.Fr.10, D.S.4.43, Plu.Pomp.9; rarely προγόνη (q.v.): irreg. Sup. προγονέστατος eldest step-son, dub. in TAM2(1).246.18 (Sidyma).
German (Pape)
[Seite 714] ὁ, der vor der Ehe, in einer frühern Ehe geborne (vgl. Poll. 3, 26, wo προγονός accentuirt ist), der Stiefsohn, Eur. Ion 1329 u. oft in sp. Prosa, wie Plut. u. Luc. de calumn. 35. vorher geboren, also älter, Od. 9, 221; – οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren, Pind. Ol. 9, 54 P. 4, 148 u. öfter; θεῶν τε πατρῴων ἕδη θήκας τε προγόνων, Aesch. Pers. 397; auch im sing. fem., Suppl. 528; ὦ Ζεῦ προγόνων προπάτωρ, Soph. Ai. 380; übertr., πόνοι πρόγονοι πόνων, 1176; ὦ Ζεῦ πρόγονε, Eur. Or. 1242, u. öfter; oft in Prosa, sowohl im sing., τοῦ ἡμετέρου προγόνου Δαιδάλου Plat. Euthyphr. 11 b, Conv. 186 c, als häufiger im plur., Her. 7, 150, κακὸν ἐκ προγόνων γεγονός Plat. Theaet. 173 d, τοὺς ἀνωτέρω προγόνους Crat. 396 c; Folgde; ἐκ προγόνων ἔχοντες τὴν ἡγεμονίαν, Pol. 1, 20, 12. – Bei D. Hal. 7, 50, wo οἱ πρόγονοι die Nachkommen sein müßten, wohl f. l.
Greek (Liddell-Scott)
πρόγονος: -ον, (γίγνομαι, γέγονα) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. μέτασσαι· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. προπάτωρ, πρόγονος, Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ ἄνωθεν πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ πάλαι πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― ὡσαύτως ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 né avant ; ancêtre, aïeul ; οἱ πρόγονοι les ancêtres;
2 né après ; οἱ πρόγονοι les rejetons, les descendants (lat. progenies).
Étymologie: προγίγνομαι.
2ου (ὁ, ἡ)
enfant né d’un premier mariage, beau-fils (lat. privignus), fém. πρόγονος, postér. προγόνη belle-fille.
Étymologie: προγίγνομαι.
English (Autenrieth)
pl., earlier-born lambs, ‘spring lambs,’ ‘firstlings,’ Od. 9.221†.
English (Slater)
πρόγονος (-ον, -οι, -ων.)
1 ancestor ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, ὃν πρόγονον (O. 6.59) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (O. 9.54) “μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” (P. 4.148) ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (P. 7.17) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.105) ἐν τίν κ' ἐθέλοι ναίειν προγόνωνἐυκτήμοναζαθέαν ἄγυιαν (N. 7.92)
English (Strong)
from προγίνομαι; an ancestor, (grand-)parent: forefather, parent.
English (Thayer)
προγονου, ὁ (προγίνομαι), born before, older: Homer, Odyssey 9,221; plural ancestors, Latin majores (often so by Greek writings from Pindar down): ἀπό προγόνων, in the spirit and after the manner received from (my) forefathers (cf. ἀπό, II:2d. aa., p. 59a bottom), A. V. parents) (of surviving ancestors also in Plato, legg. 11, p. 932at the beginning).
Greek Monolingual
ο / πρόγονος, -ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.)
2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι
οι προπάτορες
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτός που γεννήθηκε πρώιμα
β) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος
γ) ο πολύ παλαιός, αρχαιότατος
δ) ο προγονικός («ἰὼ πόνοι προγόνων πόνων», Σοφ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ πρόγονος
ο προγονός
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) μτφ. α) οι ιδρυτές, οι θεμελιωτές μιας σχολής
β) θεοί ή ήρωες αρχηγέτες μιας γενεάς
4. φρ. «τὸν πρόγονον τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας» — η προγονική σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].
Greek Monotonic
πρόγονος: ὁ,
I. γεννημένος πιο παλιά, προπάτορας, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἄνωθεν πρόγονοι, σε Πλάτ.· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, στον ίδ.· επίσης, λέγεται για θεούς που είναι αρχηγέτες ή γενάρχες, Ζεῦ πρόγονε, σε Ευρ.· θεοὶ πρόγονοι, σε Πλάτ.· μεταφ., πόνοι πρόγονοι πόνων, κόποι και πατέρες των πόνων, δηλ. πόνοι και βάσανα πολύ παλιά, σε Σοφ.
II. παιδί από προηγούμενο γάμο, δηλ. προγονός, Λατ. privignus, σε Ευρ.· θηλ. προγονή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πρόγονος:
1) ранее родившийся, старший годами (ἔριφος Hom.);
2) положивший начало роду, зиждительный (Ζεύς Eur.; θεοί Plat.).
II ὁ прародитель, предок Her., Pind., Eur. etc.: οἱ ἄνωθεν или οἱ πάλαι πρόγονοι Plat. далекие предки; ἐκ προγόνων Plat. с древнейших времен.
III ὁ и ἡ дитя от первого брака (мужа или жены), т. е. пасынок или падчерица Eur., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόγονος -ον [προγίγνομαι] eerstgeboren. Od. 9.221. subst., meestal plur. voorouders:; κακόν... ἐκ προγόνων γεγονός kwaad dat uit voorouders is voortgekomen Plat. Tht. 173d; f. sing..; προγόνου γυναικός van de vrouw die onze voorouder is Aeschl. Suppl. 533; overdr..; ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων o ellende, vader van nieuwe ellende Soph. Ai. 1197; overdr. stichters (van een filosofenschool). Luc. 70.15. subst. stiefkind:; προγόνοις δάμαρτες δυσμενεῖς ἀεί ποτε vrouwen zijn hun stiefkinderen altijd slecht gezind Eur. Ion 1329;
Middle Liddell
πρό-γονος, ὁ,
I. a forefather, ancestor, Hdt., attic; οἱ ἄνωθεν πρ. Plat.; ἐκ προγόνων, Lat. antiquitus, Plat.:— also of gods who are the authors or founders of a race; Ζεῦ πρόγονε Eur.; θεοὶ πρόγονοι Plat.:—metaph., πόνοι πρόγονοι πόνων troubles parents of troubles, Soph.
II. a child by a former marriage, i. e. one's step-son, Lat. privignus, Eur.: fem. a stepdaughter, Plut.
Chinese
原文音譯:prÒgonoj 普羅哥挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:以前-成為
字義溯源:祖先,父母,雙親;源自(προγίνομαι)=早已);由(πρό)*=前)與(γίνομαι)*=成為)組成。參讀 (ἀββά)同義字
同源字:1) (γονεύς)父母 2) (προπάτωρ / πατήρ)父親 3) (πρόγονος)祖先
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 祖先(1) 提後1:3;
2) 雙親(1) 提前5:4