φιλοσοφέω
English (LSJ)
φιλοσοφέω, φιλοσοφῶ pf.
A πεφιλοσόφηκα X.Cyr.6.1.41, D.48.49:—love knowledge, pursue knowledge, φιλοσοφέων γῆν πολλὴν . . ἐπελήλυθας (sc. Solon) Hdt. 1.30; φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας Th.2.40; φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε τί . . Isoc.8.116, cf. 12.236; θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γάρ Pl.Smp.204a; ὑπέλαβον φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν = to spend my life in philosophy, says Socrates, Id.Ap.28e; φιλοσοφέω περὶ τῆς ἀληθείας Arist.Metaph.983b2; περὶ τοὺς ποιητάς Isoc.15.45, cf. Arist.Pol.1279b13; ὑπέρ τινος Luc. Am.31; διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι . . ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Arist.Metaph.982b12; φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν . . εἴτε χρὴ φιλοσοφεῖν εἴτε καὶ μή Id.Fr.51; φ. γνησίως τε καὶ ἱκανῶς Pl.R.473d; ἀδόλως Id.Phdr. 249a; καθαρῶς τε καὶ δικαίως Id.Sph.253e; ὀρθῶς Id.Phd.67e; ὑγιῶς Id.R.619d.
b in bad sense, quibble, περί τινος Lys.8.11.
2 teach philosophy, οἱ παιδεύοντες καὶ φιλοσοφοῦντες Isoc.3.9, cf. Plu. 2.192a; νουθετεῖς καὶ φιλοσοφεῖς = you are lecturing me, ib.69b.
3 lead a well regulated life, Gal.5.462.
II c. acc., discuss, investigate, study, μελετᾶν καὶ φιλοσοφεῖν τι = practice and study Isoc.8.5; φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν δι' ἧς . . pursue a philosophy... X.Mem.4.2.23; Euthyde- 6 φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ = this man adopts a new philosophy (sc. Zeno) Philem.85; τὴν πολιτικὴν φ. Arist.EN1152b2; πρὸς τὴν ὀλιγοσιτίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ νομοθέτης Id.Pol.1272a22; φ. τὰ Στωικά S.E.P. 1.235; τὰ τοῦ βίου πράγματα D.H.Rh.11.2; treat scientifically, θαλάσσας Philostr.VA4.24; metaph., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα = painting represents truly, Philostr.Im.1.3:—Pass., to be examined scientifically, Plu.Caes.59; τὰ φιλοσοφούμενα = subjects of speculation, Cic.Fam.11.27.5, Philostr.VS1 Prooem., D.L.4.49.
2 generally, study, work at a thing, φιλοσοφέω λόγον Isoc.4.6; ὅσοι φιλοσοφοῦντες ἐκμοχθοῦσί τι Trag.Adesp.522.
3 devise ingeniously, contrive, φιλοσοφέω τοῦτο, ὅπως . . Lys.24.10, Isoc.15.121, Men.242; οὕτω πεφιλοσόφηκεν ὥστε . . D. l. c.
German (Pape)
[Seite 1285] ein φιλόσοφος sein, die σοφία (s. daselbst) lieben, bes. Wissenschaft, Gelehrsamkeit lieben, sich mit den Wissenschaften beschäftigen; Her. 1, 30, von Solon; φιλοκαλεῖν μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφεῖν ἄνευ μαλακίας, vom Studium der Kunst u. Wissenschaft übh., Thuc. 2, 40; sich mit der Redekunst und Dialektik wissenschaftlich beschäftigen, Isocr. 2, 35. 4, 6. 186 u. öfter, der diesen Ausdruck bes. liebt, vgl. Morus zu Panegyr. 1; nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, nach einer gewissen Methode Etwas thun, betreiben, mit Fleiß u. Genauigkeit untersuchen, wissenschaftlich oder gelehrt behandeln, untersuchen; πάνυ ᾤμην φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν, δι' ἧς ἂν μάλιστα ἐνόμιζον παιδευθῆναι τὰ προσήκοντα, ich meinte das rechte Studium zu treiben, Xen. Mem. 4, 2,25; dem vorangehenden ζητεῖν entsprechend Lys. 24, 10; durch Nachdenken herausbringen, erforschen, vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 41; aber auch πεφιλοσόφηκεν οὕτως, ὥςτε = er hat seine Sache so klug eingerichtet, Dem. 48, 49; θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι· ἔστι γάρ Plat. Conv. 203 e; μάνθανε παρ' αὐτοῦ καὶ τἄλλα φιλοσόφει Ep. XIII, 360 e; φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους Apol. 28 e, u. sonst; φιλοσοφεῖν τι, einen wissenschaftlichen Gegenstand zur Behandlung wählen; pass. τὰ φιλοσοφούμενα = die Dinge, welche Gegenstände des Philosophirens sind, D. L. 4, 49.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσοφέω: πρκμ. πεφιλοσόφηκα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 41. ― Ἀγαπῶ τὴν σοφίαν, ἐπιδιώκω τὴν κτῆσιν γνώσεων, ἐξετάζω ἢ σκέπτομαι φιλοσοφικῶς, παρατηρῶ μὲ φιλοσοφικὸν πνεῦμα, σπουδάζω κατὰ βάθος, Λατ. philosophari, φιλοσοφέων γῆν πολλήν... ἐπελήλυθε (δηλ. ὁ Σόλων) Ἡρόδ. 1. 30· φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας Θουκ. 2. 40· φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε Ἰσοκρ. 182Ε, πρβλ. 282Α· θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ’ ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γὰρ Πλάτ. Συμπ. 203Ε, κἑξ.· φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, λέγει ὁ Σωκράτης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28Ε· φ. περί τινος Λυσίας 113. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 2· περί τι Ἰσοκρ. 319Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 1· ὑπέρ τινος Λουκ. Ἔρωτ. 31· διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι... ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 9· φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν... εἴτε χρὴ φιλοσοφεῖν εἴτε καὶ μὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 50· φ. γνησίως καὶ ἱκανῶς Πλάτ. Πολ. 473D· ἀδόλως ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 249Α· καθαρῶς καὶ δικαίως ἐν Σοφιστ. 253Ε· ὀρθῶς ἐν Φαίδωνι 67Ε· ὑγιῶς ἐν Πολ. 619C· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ σοφιστεύω, σοφιστικῶς ἐξετάζω ἢ συλλογίζομαι, Δημ. 1181. 1, πρβλ. Λυσίαν 113. 18. 2) διδάσκω τὴν φιλοσοφίαν, Ἰσοκρ. 28C, πρβλ. Πλούτ. 192Α· παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφεῦσι, διάγω βίον κανονικόν, πλήρη αὐταπαρνήσεως, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐξετάζω, συζητῶ, ἑρμηνεύω, ἐξηγοῦμαι, ἑρμηνεύω φιλοσοφικῶς, ἐρευνῶ τὰς ἀρχάς, σπουδάζω πρός τι, μελετῶ, Λατ. meditari, Ἰσοκρ. 159D· φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν, ἐπιδιώκειν τὴν φιλοσοφίαν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 23· φιλοσοφίαν καινήν... οὗτος φιλ. (ἐξυπακ. ὁ Ζήνων) Φιλήμων ἐν «Φιλοσόφοις» 1· τὴν πολιτικὴν φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 11, 1. πρὸς ὀλιγοπιστίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ νομοθέτης ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 9· φ. τὰ Στωικὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 235· τὰ τοῦ βίου πράγματα Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11· μεταφορ., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα, ἡ ζωγραφία παριστάνει ἀληθῶς, Φιλόστρ. 767, πρβλ. Πλούτ. 2. 69Β. ― Παθ., ἐξετάζομαι, ἐρευνῶμαι, φιλοσοφικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59· τὰ φιλοσοφούμενα, τὰ φιλοσοφικῶς ἐξεταζόμενα, φιλοσοφικαὶ ἔρευναι καὶ θεωρίαι, Κικ. Fam. 11. 27, Διογ. Λαέρτ. 4. 49. 2) καθόλου, σπουδάζω περί τι, ἐργάζομαι εἴς τι, φ. λόγον Ἰσοκρ. 42Β φ. τοῦτο ὅπως... Λυσίας 169. 9, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 129, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 3. Πρβλ. φιλόσοφος.
French (Bailly abrégé)
φιλοσοφῶ :
I. faire effort pour devenir instruit ou sage (σοφός) ; recueillir des connaissances ; rechercher, cultiver une science, un art, une connaissance quelconque ; en gén. méditer, réfléchir, s’occuper de qch scientifiquement, méthodiquement ; abs. s’appliquer à l’étude, étudier ; particul. s’appliquer à une recherche ou à une étude avec zèle, avec sincérité, etc. ; en mauv. part méditer des ruses, des détours, des artifices;
II. particul. cultiver la philosophie : φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν XÉN s’adonner à l’étude de la philosophie ; Pass. τὰ φιλοσοφούμενα sujets d’étude pour les philosophes ; p. suite :
1 abs. être philosophe;
2 enseigner la philosophie;
3 p. ext. moraliser, faire le docteur.
Étymologie: φιλόσοφος.
Greek Monotonic
φῐλοσοφέω: παρακ. πεφιλοσόφηκα (φιλόσοφος)·
I. 1. αγαπώ τη γνώση, την αναζητώ, φιλοσοφώ, Λατ. philosophari, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, λέει ο Σωκράτης, σε Πλάτ.
2. διδάσκω φιλοσοφία, σε Ισοκρ.
II. 1. με αιτ., συζητώ με φιλοσοφική διάθεση, αναζητώ, σπουδάζω, Λατ. meditari, σε Ισοκρ.· φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν, αναζητώ τη φιλοσοφία, στοχάζομαι φιλοσοφώνια, σε Ξεν.
2. γενικά, σπουδάζω ένα πράγμα, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσοφέω:
1) любить знания, быть любознательным: φιλοσοφέων γῆν πολλὴν ἐπελήλυθας Her. стремясь к знанию, ты обошел много земель;
2) мудро рассуждать, глубоко рассматривать (περί τι Isocr., τι, περί τινος и πρός τι Arst. и ὑπέρ τινος Luc.; σκοπεῖν καὶ φ. τοῦτον τὸν λόγον Isocr.): ἡ τοῦ ἡμερολογίου διάθεσις φιλοσοφηθεῖσα ὑπ᾽ αὐτοῦ Plut. разработанная им календарная система;
3) заниматься философией, философствовать: διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι ἤρξαντο φ. Arst. люди начали философствовать вследствие удивления (перед миром); φιλοσοφίαν φ. Xen. заниматься философией; τὰ Στωικὰ φ. Sext. философствовать в духе стоиков; τὰ φιλοσοφούμενα Diog. L. философские вопросы;
4) хитро придумывать, устраивать Lys.: πεφιλοσόφηκεν οὕτως, ὥστε … Dem. он устроил так, что ….
Middle Liddell
φιλόσοφος
I. to love knowledge, pursue it, philosophise, Lat. philosophari, Hdt., Thuc., etc.; φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, says Socrates, Plat.
2. to teach philosophy, Isocr.
II. c. acc. to discuss philosophically, to investigate, study, Lat. meditari, Isocr.; φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν to pursue philosophy, Xen.
2. generally, to study a thing, Isocr.
Translations
Bulgarian: философствам; Catalan: filosofar; Czech: filozofovat; Esperanto: filozofi; Finnish: filosofoida; German: philosophieren; Greek: φιλοσοφώ; Ancient Greek: φιλοσοφέω; Hebrew: הִתְפַּלְסֵף; Hungarian: filozofál, bölcselkedik; Latin: philosophor; Macedonian: филозофи́ра; Old English: ūþwitian; Portuguese: filosofar; Spanish: filosofar; Swedish: filosofera; Volapük: filosopön