θεά

From LSJ
Revision as of 08:30, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεά Medium diacritics: θεά Low diacritics: θεά Capitals: ΘΕΑ
Transliteration A: theá Transliteration B: thea Transliteration C: thea Beta Code: qea/

English (LSJ)

ἡ, in later Ep. θεή Call.Dian.119, dat. A θεῇ A.R.3.549 codd. (Hom. has dat. pl. θεῆς, θεῇσι, Il.3.158, 8.305), Lacon. σιά Ar.Lys. 1263(lyr.): fem. of θεός (q.v.) in Ep., Trag.(with imitations in Com., as Antiph.81, Eub.64), Att. in set phrases (v. infr.) and later Prose: —goddess, opp. γυνή, Il.14.315: with another Subst., θ. μήτηρ 1.280; θεαὶ νύμφαι 24.615; Παλλὰς θ. S.Ant.1184; θεοὶ θεαί τε A.Th.87(lyr.); μὰ θεούς, μὰ θεάς Pl.Smp.219c; μὰ τοὺς θεοὺς καὶ τὰς θεάς D.19.67; τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς IG22.112.9, cf. Antiph.206.2, Anaxandr.2; τῷ θεῷ καὶ τῇ θεᾷ IG12.76.39: in dual, of Demeter and Persephone, μεγάλα θεά S.OC683 (in earlier Att. τὼ θεώ, v. θεός) ; αἱ θεαί IG22.661.28 (iii B.C.); αἱ σεμναὶ θ. the Erinyes, S.OC458, etc.; δειναί, ἀνώνυμοι θ., E.El.1270, IT944. II name of third τόπος, Vett. Val.69.12, Paul.Al.L.3, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).144. [-, but sometimes monosyll. in Trag., as E.Andr.978.]

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, die Göttinn, fem. von θεός (welches zu vgl.), Hom. u. Folgde; ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Il. 3, 158 (aber θεαῖς steht Od.^ 5, 119; h. Ven. 190; Hes. O. 62); auch wie ein adj. mit einem substant. verbunden, θεαὶ Νύμφαι 24, 615; θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ 21, 109; Ggstz γυνή, θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός 14, 315; – αἱ σεμναὶ θεαί hießen in Athen die Erinyen, Soph. O. C. 458 Ar. Th. 224 Plut. Sol. 12; – τὰ θεά sind immer Demeter u. Persephone, die auch αἱ μεγάλαι θεαί heißen, Soph. O. C. 689. [Obwohl α lang ist, wird es ion. u. ep. doch nie in η verwandelt, nur sp. D. haben θεή, Callim. Dian. 119, θεῆς, Ap. Rh. 3, 252. 4, 241, θεῇ, 3, 549. In πότνια θεά wird es einsylbig durch Synizesis, Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61, wenn nicht πότνα zu lesen, wie auch Eur. Andr. 978.

Greek (Liddell-Scott)

θεά: ἡ, Λακων. σιά, Ἀριστοφ. Λυσ. 1263· - θηλ. τοῦ θεός, Ὅμ.· ἀντίθ. γυνή, Ἰλ. Ξ. 315· συχν. μετ’ ἄλλου οὐσιαστικοῦ, θεὰ μήτηρ Α. 280· θεαὶ Νύμφαι Ω. 615· Μοῦσαι θεαί τ’ ἀοιδοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 695· θεοὶ θεαί τε ὁ αὐτ. Θήβ. 86· Παλλὰς θ. Σοφ. Ἀντ. 1184· - τὰ θεά, ἢ (παρ’ Ἀττ.) τὼ θεώ, εἶναι ἀείποτε ἡ Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, καλούμεναι ὡσαύτως μεγάλα θεά, Σοφ. Ο. Κ. 683· αἱ σεμναὶ θεαί, αἱ Ἐρινύες, αὐτόθι 458, κτλ. (ἴδε σεμνόςὡσαύτως, δειναί, ἀνώνυμοι θ. Εὐρ. Ἠλ. 1270, Ι. Τ. 944. - Ὁ Ἀττ. τύπος θεά, θεᾶς, κτλ. εἶναι ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι, πλὴν ἔν τισι χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικῶν· Ἐπικ. δοτ. πληθ. θεῇς Ἰλ. Γ. 158, Θ. 305, Ὀδ. Ε. 119. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς ἦτο ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτοῦτύπος θεός· ἀλλ’ ἐνίοτε ἀπαντᾷ παρὰ Κωμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Ἀντιφ. Διδ. 3· ἰδίως ὁσάκις γίνεται ἀπομίμησις τραγικῶν φράσεων, ὡς Εὔβουλ. Μηδ. 1, Μένανδ. Θα. 1· ἢ ἐν ὡρισμέναις τυπικαῖς φράσεσιν, οἷον τοῖς θεοῖς καὶ ταῖς θεαῖς Ἀντιφ. Τιμ. 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. Ἀγρ. 3· ἀλλ’ ἀναφαίνεται ἐκ νέου παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, καὶ συχνάκις εἰσήχθη ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς δοκίμους συγγραφεῖς, ἴδε Ἐλμσλ. Ἀχ. 724, Cobet. N. LL. σ. 26 κἑξ. - Ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς τοῦ δοκίμου Ἑλληνισμοῦ ἀείποτε ἡ θεὸς (ἡ Ἀθηνᾶ), τὼ θεὼ (Δημήτηρ καὶ Κόρη), ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσεσιν, ὁ θεὸς καὶ ἡ θεὰ (ὁ Πλούτων καὶ ἡ Περσεφόνη)· τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς· ἴδε Meisterh. Gr. σ. 125. υ-, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἐνίοτε ὡς μονοσύλλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 978· οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. πότνια· πρβλ. θεός.

French (Bailly abrégé)

ᾶς;
1 adj. f. divine;
2 subst.θεά : déesse ; αἱ σεμναὶ θεαί SOPH les déesses augustes, càd les Érynies ; μεγάλαι θεαί SOPH, δύο τὼ θεά PLAT les grandes déesses, les deux déesses (Déméter et Perséphone).
Étymologie: θεός.

English (Autenrieth)

θεᾶς, dat. pl. θεαῖς, θεῇς, θεῇσιν: goddess.

English (Slater)

θεά (-εά, -εᾶς, -ᾷ; -ᾶν.)
   1 goddess Athena: ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν (O. 7.42) ἀνὰ βωμῷ θεᾶς (O. 13.75) Themis: ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (I. 8.45) Muses: φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) [Αἰγίνα θεᾶς (codd.: Αἰγίναθε δὶς Ed. Schwartz: Αἰγίνᾳ θεοῦ Er. Schmid) (N. 5.41) ] ]θεᾶς θ' ἑλικάμπυκ[ος (?Semele) (Pae. 3.15)

Spanish

diosa

English (Strong)

feminine of θεός; a female deity: goddess.

English (Thayer)

θεᾶς, ἡ (feminine of θεός) (from Homer down), a goddess: also in 35,37.

Greek Monolingual

η (AM θεά, Α επικ. τ. θεή)
θηλ. του θεός («θεοί θεαί τε», Αισχύλ.)
νεοελλ.
πολύ όμορφη γυναίκα («άκου έν' όνειρο, ψυχή μου, και της ομορφιάς θεά», Σολωμ.
αρχ.
1. φρ. α) «σεμναὶ θεαί» και «δειναί θεαί» — οι Ερινύες
β) (στον δυϊκό) «μεγάλα θεά» — η Δήμητρα και η Περσεφόνη
2. αστρολ.
ονομασία τρίτου τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεός. Παρ' όλο που στην αττική διάλεκτο για το θηλυκό απαντά τ. η θεός, επειδή ο τύπος σε -ος (θεός) είναι περισσότερο χαρακτηριστικός για το αρσενικό γένος και δεν μπορούσε να γίνει διάκριση αρσ. και θηλ.. σε ορισμένες διαλέκτους (κυριώς στην αιολική) καθώς και στον αττικό πεζό λόγο σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις μαρτυρείται τ. θεά με κατάλ. -α. Στον Όμηρο απαντά επίσης τ. θέαινα αναλογικά πιθ. προς τα θηλ. σε -αινα (πρβλ. τέκταινα)].

Greek Monotonic

θεά: ἡ, θηλ. του θεός, θεότητα, σε Όμηρ.· συχνά με άλλο ουσ., θεὰ μήτηρ, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ θεά, σαν διπλή θεότητα είναι η Δήμητρα και η Περσεφόνη (Ceres και Proserpine), σε Σοφ.· αἱ σεμναὶ θεαί, οι Μαινάδες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θεά: лак. σιά, ᾶς ἡ (эп. dat. pl. θεῇς и θεῇσιν) богиня (θεοὶ θεαί τε Aesch.): Παλλὰς θ. Soph. богиня Паллада; αἱ σεμναὶ θεαί Soph., Arph., Arst., Plut. глубоко чтимые богини, тж. ἔμφοβοι или δειναὶ Soph. страшные и ἀνώνυμοι Eur. безымянные = Ἐρινύες; μεγάλαι θεαί Soph. великие богини и τὰ θεά или δύο τὼ θεά Plat. обе богини = Δημήτηρ и Περσεφόνη; часто - приложение со смыслом прилаг. (θ. μήτηρ, θεαὶ Νύμφαι Hom.; Μοῦσαι θεαί Aesch.); иногда - в применении к низшим женским божествам: μῆνιν ἄειδε, θ., Ἀχιλῆος Hom. воспой, Муза, гнев Ахилла; πότνα θ.! (или πότνια при θεά односложном) Hom. владычица-богиня! (в обращении к нимфе Калипсо).

Middle Liddell


fem. of θεός, a goddess, Hom.; often with another Subst., θεὰ μήτηρ Il.:— τὰ θεά in dual are Demeter and Persephone (Ceres and Proserpine) Soph.; αἱ σεμναὶ θεαί the Furies, Soph.

Chinese

原文音譯:qe£ 帖阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:神(安置者)
字義溯源:女性的神,女神;源自(θεός)*=神)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 女神(2) 徒19:27; 徒19:37

English (Woodhouse)

goddess

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)