ἐκβιάζω

From LSJ
Revision as of 17:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβῐάζω Medium diacritics: ἐκβιάζω Low diacritics: εκβιάζω Capitals: ΕΚΒΙΑΖΩ
Transliteration A: ekbiázō Transliteration B: ekbiazō Transliteration C: ekviazo Beta Code: e)kbia/zw

English (LSJ)

A to force out, dislodge, expel, prob.f.l. for -βιβάζω in Plu. 2.243d, 662a; also χεῖρα κατά τινος lay violent hands on, Lib.Decl.40.1 (s.v.l.):—elsewhere in Med. (fut. -βιάσομαι Men.Pk.252), Thphr.HP 8.10.4, PSI4.340.16 (iii B.C.), Plb.18.23.4; δίψαν Plu.2.584e :— Pass., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον the bow forced from mine hands, S. Ph.1129(lyr.); ἐκβιασθέντες forced from their position, Plb.1.28.6, cf. Plu.Thes.27, etc.: rare in pres., τοὺς ἐκβιαζομένους Id.Alex.60. 2 Med., constrain, Hdn.2.3.4 : c. inf., ἐ. τινὰ ὑπακοῦσαι Id.2.2.5; ἐς τὸ γράφειν Eun.Hist.p.216 D.:—Pass., τούτους ἀνελεῖν -βιασθήσομαι Lib.Decl.40.14. II Med., project with force, Arist.Aud.800b12 : metaph., exploit to the full, τὴν τόλμαν Eun.Hist.p.258D. 2 press upon, ὅταν ἐκβιάσηται τὰ σπλάγχνα [ἡ ὑστέρη] Aret.SA2.11. III Pass., to be expressed in a forced, elaborate way, of works of art, Plu. Tim.36. IV in argument, insist, c. acc. et inf., Phld.Rh.1.74 S.

German (Pape)

[Seite 754] mit Gewalt heraustreiben, verdrängen, τινός, Plut. Symp. 4, 1, 2 a. E., l. d. Sonst med., Pol. 18, 6, 4; Plut. u. a. Sp.; bedrängen, Hdn. 3, 4, 11. – Das pass. hat Soph., ὦ τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, mit Gewalt aus den Händen gerissen, Phil. 1114; ἐκβιασθέντες (gedrängt) εἰς φυγὴν ὥρμησαν Pol. 1, 28, 6; vgl. Plut. Thes. 27; ἐκβεβιασμένα καὶ κατάπονα (ζωγραφἠματα), mit Mühe u. Anstrengung gearbeitet, Timol. 36; Alex. 60 das part. praes. pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιάζω: διὰ τῆς βίας ἐκβάλλω, ἀποδιώκω, Πλούτ. 2. 243, κτλ.· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον, Πολύβ. 18. 6, 4, Πλούτ. 2. 584Ε, κτλ. ― Παθ., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, τόξον, διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθὲν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Σοφ. Φ. 1129· ἐκβιασθέντες, διὰ τῆς βίας διωχθέντες ἐκ τῆς ἑαυτῶν θέσεως, Πολύβ. 1. 28, 6, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 27, κτλ.· σπανιώτερον κατ’ ἐνεστ., τοὺς ἐκβιαζομένους ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 60. ΙΙ. Μέσ., ῥίπτω πόρρω, κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ μακράν, ἐκβιάζεσθαι δὲ οὐ δύναται πόρρω τὸ πληγὲν Ἀριστ. π. Ἀκουστῶν 9. ΙΙΙ. Παθ., γίνομαι ἢ παρίσταμαι κατὰ τρόπον οὐχὶ ἀφελῆ καὶ φυσικόν, ἐπὶ ἔργων τέχνης, τὰ Διονυσίου ζωγραφήματα τῶν Κολοφωνίων, ἰσχὺν ἔχοντα καὶ τόνον, ἐκβεβιασμένοις καὶ καταπόνοις ἔοικε Πλουτ. Τιμολ. 36· ἴδε Μυλλέρου Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης § 135.―Ὁ τύπος ἐκβιάομαι εὕρηται ἐν Ἱππ. περὶ Τέχνης 7, ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

1 faire sortir de force : τῆς εὐθείας PLUT du droit chemin ; Pass.τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον SOPH ô arc arraché de mes mains;
2 produire péniblement en parl. d’œuvres d’art.
Étymologie: ἐκ, βιάζω.

Greek Monolingual

(AM ἐκβιάζω)
αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτι
νεοελλ.
1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά»)
2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσαεκβιάζω τη μετάθεσή μου»)
3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσα
αρχ.
1. διώχνω, απομακρύνω με τη βία
2. αποσπώ με τη βία από τα χέρια κάποιου
3. ρίχνω κάτι μακριά, εξακοντίζω
4. εκμεταλλεύομαι
5. πιέζω με δύναμη
6. (για επιχείρημα, απόδειξη κ.λπ.) υποστηρίζω, επιμένω
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) εκβεβιασμένος
επεξεργασμένος με κόπο, εξεζητημένος.

Greek Monotonic

ἐκβιάζω: σπρώχνω κάποιον έξω με τη βία — Παθ., τόξονχειρῶν ἐκβεβιασμένον, το τόξο αφαιρέθηκε με τη βία από τα χέρια μου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβιάζω: преимущ. med.
1) силой вытеснять, сталкивать (τῆς εἴς τι εὐθείας Plut.; ἐκβιασθῆναι μέχρι τινός Plut.): ἐκβιασάμενοι φεύγειν ἠναγκάσατε Polyb. (своим) стремительным натиском вы обратили (неприятеля) в бегство;
2) вырывать, выхватывать силой (τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον Soph.);
3) заставлять, принуждать: ὑπὸ δίψης ἐκβιασθείς Plut. томимый жаждой;
4) подавлять, одолевать (αἰσχρῶς ἐκβιασθῆναι Plut.);
5) создавать с большими усилиями, подвергать очень тщательной отделке (ζωγραφήματα ἐκβεβιασμένα Plut.).

Middle Liddell


to force out:—Pass., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον the bow forced from mine hands, Soph.