πετεινός
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ή, όν, also πετηνός (v. fin.), and πτηνός (v. sub voc.), Ep. and poet. πετεηνός (also πετεεινός AP9.337 (Leon.), 363.22 (Mel.)):—A able to fly, full-fledged, of young birds, πάρος πετεηνὰ γενέσθαι Od.16.218; of birds generally, able to fly, winged, πετηνῶν… ὑπ' οἰωνῶν A.Th.1025; πετηνοῖς γυψί E.Rh.515; also π. ἵππος Men.Pk. 342: abs., πετεηνά winged fowl, αἰετὸς… τελειότατος πετεηνῶν Il.8.247, al.; πετεινόν a bird, Thgn.1097; τὰ πετεινά (with v.l. πετηνά) Hdt.1.140, 2.123, 3.106, Lycurg.132.—Thom.Mag.p.272 R. rejects the form πετεινός: Πετηνή is the name of an Att. ship in IG22.1611.138.
German (Pape)
[Seite 605] att. statt πετηνός, s. Thom. Mag. u. Pors. Eur. Hec. praet. p. VIII; οἰωνοί, Aesch. Sept. 1011; πετεινοῖς γυψί, Eur. Rhes. 515, aber auch bei Theogn. 1097, wie Her. 2, 123; sp. D. wie Archi. 8 (VI, 179).
Greek (Liddell-Scott)
πετεινός: -ή, -όν, ὡσαύτως πετηνὸς (ἴδε ἐν τέλει), καὶ πτηνὸς (ἴδε ἐν λέξει), Ἐπικ. πετεηνός, καὶ ἐν τῇ Ἀνθ. πετεεινὸς (9. 337., 363. 22)· ― ὁ πτῆναι δυνάμενος, ὁ δυνάμενος νὰ πετάξῃ, ἐπὶ νέων πτηνῶν, πάρος πετεηνὰ γενέσθαι Ὀδ. Π. 218· ἐπὶ πτηνῶν καθόλου, ὁ δυνάμενος νὰ πετᾷ, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα Ἰλ. Θ. 247, κ. ἀλλ.· πετηνῶν... ὑπ’ οἰωνῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 1020 πετηνοῖς γυψὶ Εὐρ. Ρῆσ. 515· τὰ ζῷα τὰ πετ. Λυκοῦργ. 166. 33· ― ἀπολ., πετεηνά, πτερωτὰ πτηνά, αἰετός… τελειότατος πετεηνῶν Ἰλ. Θ. 247, κ. ἀλλ.· οὕτω, πετεινόν, πτηνόν, Θέογν. 1097· τὰ πετεινὰ Ἡρόδ. 1. 140., 2. 123., 3. 106 (διάφ. γραφ. πετηνά). ― Ὁ Θωμ. Μάγιστρ. ἀποδοκιμάζει τὸν τύπον πετηνὸς παρ’ Ἀττ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ οὗτος ἐν τῷ Μεδ. Κώδ. τοῦ Αἰσχύλ. καὶ παρ’ Εὐρ.· καὶ Πετήνη εἶναι τὸ ὄνομα Ἀττικ. τινος πλοίου ἔν τινι Ἐπιγραφῇ ἐν Böckh’s Urkunden σ. 317-9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. πετεηνός.
English (Thayer)
πετεινη, πετεινόν (Attic for πετηνος, from πέτομαι),. flying, winged; in the N. T. found only in neuter plural πετεινά and τά πετεινά, as a substantive, flying or winged animals, birds: G L T Tr WH); τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ (the Sept. for הַשָׁמַיִם עוף; see οὐρανός, 1b.), the birds of heaven, i. e. flying in the heavens (air), L T Tr WH omit τά); Theognis, Herodotus, others.))
Greek Monolingual
ο / πετεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πτηνός, -ή, -όν, ΜΑ, και ποιητ. τ. πετεεινός και πετεηνός και πετηνός, -ή, -όν, Α
φρ. «τα πετεινά του ουρανού» — τα πτηνά, τα πουλιά
νεοελλ.
1. ο επικρουστήρας τών παλαιών κυνηγετικών και στρατιωτικών πυροβόλων όπλων, αλλ. κόκορας, λύκος ή σφύρα
2. η παπαρούνα
νεοελλ.-μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. το αρσενικό τών ορνιθόμορφων πτηνών, ο αλέκτωρ, ο κόκορας
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πετεινόν
το πτηνό, το πουλί
αρχ.
1. αυτός που έχει φτερά και πετάει, ιπτάμενος (α. «πετηνῶν... ὑπ' οἰωνῶν», Αισχύλ.
β. «πετηνοῖς γυψί», Ευρ.
γ. «πετεινὸς ἵππος», Μέν.
δ. «αἰετός... τελειότατος πετεινῶν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μπορεί να πετάξει («πάρος πετεεινά γενέσθαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πετεινός παράγεται από το ρ. πέτομαι «πετώ». Η μορφή της λ. θα επέτρεπε την αναγωγή της σε ένα ουδ. πέτος (με θ. σε -σ-). Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου τ. παραμένει ανεπιβεβαίωτη, μολονότι και τα συνθ. σε -πετής θα μπορούσαν να προέρχονται από τ. πέτος. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. πετεινός είναι αναλογικός σχηματισμός (πιθ. κατά τα επίθ. ὀρ-εινός, φα-εινός). Ωστόσο, παραμένει άγνωστος ο ακριβής τρόπος παραγωγής της λ. Ο τ. πετ-ηνός έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πτ-ηνός, ενώ ο τ. πετεηνός είναι ποιητικός για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
πετεινός: -ή, -όν, Επικ. πετεηνός,· ο ικανός να πετάξει, ο φτερωτός, αυτός που έχει φτερά σε πλήρη ανάπτυξη ώστε να πετά, λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, ικανός να πετάξει, φτερωτός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πετεηνά, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, τὰ πετεινά, τα πουλιά, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετεινός en πετηνός -ή -όν, poët. πετεεινός en πετεηνός [πέτομαι] gevleugeld, in staat te vliegen:; τέκνα... πάρος πετεηνὰ γενέσθαι voordat de jongen in staat waren te vliegen Od. 16.218; πετεινὸς ἵππος gevleugeld paard Men. Peric. 772; subst. τὸ πετεινόν, meestal plur., gevleugelde dieren, vogels.
Russian (Dvoretsky)
πετεινός: атт., NT = πετεηνός.
Middle Liddell
πετεινός, ή, όν
able to fly, full fledged, of young birds, Od.:—of birds generally, able to fly, winged, Il.:—absol., πετεηνά winged fowl, Il.; so, τὰ πετεινά birds, Hdt.