θείνω
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
Ep. inf. A θεινέμεναι Od.22.443: impf. ἔθεινον A.Pers.418, etc.: fut. θενῶ Ar.Ach.564: aor. 1 part. θείνας Il.20.481 (ἔθεινε in 21.491 may be impf.); other moods from an aor. 2 ἔθενον (which does not occur in ind.); imper. θένε E.Rh.676, Ar.Av.54; subj. θένω E.Rh.687 (troch.), Ar.Lys.821 (lyr.), cj. in Theoc.22.66; inf. θενεῖν E.Heracl. 271; part. θενών Id.Cyc.7, Ar.Eq.640,V.1384,Av.1613,Ra.855 (these forms were freq. incorrectly written θένειν, θένων, as if from a pres. Θένω):—Pass., only in pres. and impf.:—poet. word, strike, τινα Od. 18.63; ξίφεσι 22.443; φασγάνῳ αὐχένα θείνας Il.20.481; μάστιγι… θείνων 17.430; [τόξοισι] ἔθεινε παρ' οὔατα 21.491:—Pass., 1.588; θεινόμεναι βουπλῆγι 6.135; ἄορι 10.484; θεινομένου… πρὸς οὔδεϊ dashed to earth, Od.9.459; later σκάπτῳ θενών τινα Pi.O.7.28; ῥαιστῆρι A. Pr.56, cf. 76; τινὰ δι' ἀσπίδος E.Heracl.738; ἰτέαν εἰς μέσην Id.Cyc.7; τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Ar.Av.54; τῷ πρωκτῷ θενὼν τὴν κιγκλίδ' Id.Eq.640; ποσσὶ θ. σκέλος, of a wrestler, Theoc.22.66: abs., θείνετε v.l. in E.Or.1303 (lyr.); θεῖν', ἀντέρειδε Id.Supp.702; θένε, θένε Id.Rh.676 (lyr.):—Pass., A.Pers.303, Ch.388 (lyr.). 2 metaph., θείνει δ' ὀνείδει μάντιν Id.Th.382. 3 intr., of corpses, θ. ἐπ' ἀκτᾶς Id.Pers.966. II to the same Verb, but only with the meaning slay, belong the foll. forms formerly referred to a pres. Φένω, viz.: aor. 2 ἔπεφνον Il.21.55, Pi.P.10.46, B.17.19, S.OT1497; Ep. and Lyr. πέφνον Il.13.363, B.8.13; subj. πέφνῃς, ῃ, Od.22.346, Il.20.172; inf. πεφνέμεν 6.180; part. πεφνών 16.827 (parox. acc. to Aristarch., as if from a pres. πέφνω, which is found in late Ep., Opp.H.2.133): from the short form φᾰ (for φṇ) come pf. Pass. 3sg. πέφαται Il.15.140, al.; 3pl. πέφανται 5.531; inf. πεφάσθαι 13.447: fut. Pass. πεφήσεαι ib.829, Od.22.217; ἢ πέφατ' ἢ… πεφήσεται Il.15.140; later, part. πεφασμένος Lyc.269, 1374, Opp.H.5.122: Gramm. also give aor. 1 φάσαι Hsch. s.v. φάσγανον, Phot. s.v. πρόσφατος, Sch.Pi.N. 1.69: aor. 2 part. παφών Hsch.: aor. 2 Med. ἀπέφατο,= ἀπέθανεν, Id. Hence also φατός slain, Id., found in compds. Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος, πυρίφατος. (I.-E. gu̯hen- cf. Skt. hánti, pl. ghnánti, Hittite kuenzi, pl. kunanzi 'strike', 'kill'; gu̯hon- in Gr. φόνος; gu̯hn- in Skt. ghn-ánti, Gr. ἔ-πε-φν-ον (redupl.); gu̯hṇ- in Skt. -hata-, Gr. -φατο-, πέφαται, etc.)
German (Pape)
[Seite 1191] schlagen, hauen, treffen; μάστιγι θείνων ἵππους Il. 17, 430; auch φασγάνῳ, ξίφεσι, ἄορι, auch ohne Zusatz, 1, 588 Od. 18, 63; τόξοις ἔθεινε παρ' οὔατα Il. 21, 491; θεινομένου πρὸς οὔδεϊ, gegen den Boden geschmettert, Od. 9, 459; ῥαιστῆρι θεῖνε Aesch. Prom. 56, πέδας 76; στυφέλου θείνοντας ἐπ' ἀκτᾶς Pers. 927; pass. geschlagen, getroffen, getödtet werden, 295 Ch. 382; θείνετε, καίνετε vrbdt Eur. Or. 1302; κήρυκα θενεῖν Heracl. 272; εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον Ar. Ach. 564; τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Av. 54; da sich sonst kein praes. θένω findet, denn βούλει θένω ist conj. aor., Lys. 821, so muß θένων, Equ. 638 Vesp. 1284 Av. 1613 Ran. 834, wie σκάπτῳ θένων Pind. Ol. 7, 28 in θενών, als partic. des aor., geändert werden; wie auch Theocr. 22, 66; Aesch. Spt. 364 kann im Anfang des Trimeters θείνει stehen, Wellauer θένει. – In Prosa kommt das Wort erst sehr spät vor.
French (Bailly abrégé)
f. θενῶ, ao. ἔθεινα, ao.2 inus. à l'ind., impér. θένε, sbj. θένω, inf. θενεῖν, part. θενών;
I. tr. :
1 heurter, frapper : μάστιγι IL d'un fouet ; τινά qqn ; πέδας ESCHL fixer solidement des entraves (avec le marteau);
2 frapper avec une arme ; percer, piquer : ξίφεσιν OD percer avec des épées ; φασγάνῳ αὐχένα IL percer la gorge d'une épée;
3 fig. θ. ὀνείδει τινά ESCHL outrager qqn;
II. intr. se heurter à : ἐπ’ ἀκτᾶς ESCHL au rivage.
Étymologie: R. Θεν, frapper ; cf. θέναρ, lat. *fendo dans offendo, defendo, infensus.
Greek (Liddell-Scott)
θείνω: Ἐπ. ἀπαρ. θεινέμεναι, Ὀδ. Χ. 443· παρατ. ἔθεινον Αἰσχύλ. Πέρσ. 418, κτλ.· μέλλ. θενῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 564· ἀόρ. α΄ ἔθεινα Ἰλ. Υ. 481, Φ. 491· ἀλλ’ αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις παραλαμβάνονται ἔκ τινος β΄ ἀορίστου ἔθενον (ὅστις δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῇ ὁριστικῇ), προστ. θένε Εὐρ. Ρήσ. 676, Ἀριστοφ. Ὄρν. 54, ὑποτ. θένω Εὐρ. Ρήσ. 687, Ἀριστοφ. Λυσ. 821, ἀπαρ. θενεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 271, μετοχ. θενὼν ὁ αὐτ. Κύκλ. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 640, Σφηξ. 1384, Ὄρν. 1613, Βατρ. 855· (οἱ τύποι οὗτοι οὐχὶ ὀρθῶς συχνάκις φέρονται θένειν, θένων, ὡς εἰ ἦσαν τύποι ἐνεστῶτος θένω, Elmsl. Ἡρακλ. 272· ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν θένων παρὰ μεταγ. συγγραφ.): ― Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ √ΘΕΝ, πρβλ. Λατ. fen-do (defendo, offendo, καὶ ἴσως ἐν τῷ infensus,) Ποιητ. λέξ., ὡς τὸ τύπτω, πλήσσω, τινὰ Ὀδ. Σ. 63· φασγάνῳ αὐχένα θείνας Ἰλ. Υ. 481· μάστιγι.. θείνων Ρ. 430· τόξοισι… ἔθεινε παρ’ οὔατα Φ. 491· Παθ., ὡς τὸ Λατ. vapulo, Ἰλ. Λ. 588· θεινόμεναι βουπλῆγι Ζ. 135· ἄορι, ξίφεσιν Κ. 484, Ὀδ. Χ. 443· θεινουμένου… πρὸς οὔδεϊ, κτυπουμένου, πληττομένου κατὰ γῆς, Ι. 459, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 303, Χο. 387· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα, σκάπτῳ θείνειν τινὰ Πίνδ. Ο. 7. 51· ῥαιστῆρι Αἰσχύλ. Πρ. 56, πρβλ. 76· τινὰ δι’ ἀσπίδος Εὐρ. Ἡρακλ. 738· ἰτέαν μέσην ὁ αὐτ. Κύκλ. 7· τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Ἀριστοφ. Ὄρν. 54· τῷ πρωκτῷ θενὼν τὴν κιγκλίδ’ ὁ αὐτ. Ἱππ. 640· ποσσὶ θ. σκέλος, ἐπὶ παλαιστοῦ, Θεόκρ. 22. 66· ἀπολ., καίνετε, θείνετε Εὐρ. Ὀρ. 1302· θεῖν’, ἀντέρειδε ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 702· θεῖνε, θεῖνε ὁ αὐτ. Ρήσ. 676. 2) μεταφ., θείνει δ’ ὀνείδει μάντιν Αἰσχύλ. Θήβ. 382. 3) ἀμεταβ., ἐπὶ πλοίων, θ. ἐπ’ ἀκτᾶς ὁ αὐτ. Πέρσ. 964.
English (Autenrieth)
inf. θεινέμεν(αι), subj. θείνῃ, aor. ἔθεινε, θεῖνε, part. θείνᾶς, pass. pres. part. θεινόμενος: strike.
English (Slater)
θείνω strike σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (Hartung: θένων codd.) (O. 7.28) cf. πεφνεῖν.
Greek Monolingual
θείνω (Α)
1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ' ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.)
3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ' ἀκτάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος και ποιητ. ενεστ. θείνω (< θεν-jω), που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghwen- «χτυπώ» και επίθημα -y e/o-, αντιστοιχεί επακριβώς προς το λιθ. geniu «κόβω, κλαδεύω» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. žĭho «κόβω, θερίζω». Πρωταρχικός όμως θεωρείται κάποιος αθέματος ενεστ. (πρβλ. αρχ. ινδ. hanti = αβεστ. jainti = χεττ. kuen-zi «χτυπά, σκοτώνει»), από τον οποίο προήλθαν σε ορισμένες ΙΕ. γλώσσες θεματ. ενεστ. (πρβλ. αρχ. ινδ. hanati «χτυπώ, σκοτώνω», λιθ. genu «κυνηγώ», αρχ. σλαβ. ženo «κυνηγώ»). Παράλληλα προς τον ενεστ. θείνω απαντά στην Ελληνική τόσο αρχαίος αόρ. έπε-φν-ον, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας (-φν-) και αναδιπλασιασμό, ο οποίος αντιστοιχεί με αβεστ. avajaγnat_ = πέφνε, αρχ. ινδ. ja-ghnant = πεφνόντ-, όσο και παθητ. παρακμ. πέ-φα-ται (πρβλ. φατός, που απαντά μόνο ως β' συνθετικό -φατος < ΙE ghwn-to, π.χ. αρηΐ-φατος), με συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας (-φα- < ghn), που αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. ja-ghān-a, ja-ghn-uh. Εξάλλου, η ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας απαντά στο ουσ. φόνος, το οποίο αποτελεί το β' συνθετικό ενός μεγάλου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής. Τέλος, η διαφορά θ- / φ- στους τύπους (πρβλ. θείνω —φόνος) οφείλεται στη διαφορετική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου gwh-, ο οποίος σε περιβάλλον προ τών e, i αντιπροσωπεύεται ως θ και προ τών α, ώς φ].
Greek Monotonic
θείνω: Επικ. απαρ. θεινέμεναι· παρατ. ἔθεινον, μέλ. θενῶ, αόρ. αʹ ἔθεινα· οι υπόλοιπες διαθέσεις, συμπληρώνονται από έναν αόρ. βʹ ἔθενον (που δεν συναντάται στην οριστ.), προστ. θένε, υποτ. θένω, απαρ. θενεῖν, μτχ. θενών·
1. χτυπώ, πλήττω, πληγώνω, σε Όμηρ., Ευρ.· Παθ., θεινομένου πρὸς οὔδεϊ, χτυπημένου στη γη, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., θείνειν ὀνείδει, σε Ανθ. Π.
3. αμτβ., λέγεται για πλοία, θείνω ἐπ' ἀκτᾶς, προσορμίζομαι, φθάνω στην ακτή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θείνω: (fut. θενῶ, aor. 1 ἔθεινα, imper. aor. θένε; aor. conjct. θένω; inf. aor. θενεῖν; эп. inf. praes. θεινέμεναι; part. aor. θενών)
1) бить, ударять (τινά, μάστιγι ἵππους Hom.; ῥαιστῆρι Aesch.; σκάπτῳ Pind.; θ. τῷ σκέλει τὴν πέτραν Arph.): θ. πρὸς οὔδεϊ Hom. ударять о землю;
2) ковать (πέδας Aesch.);
3) разить, поражать, пронзать (φασγάνῳ αὐχένα Hom.; τινὰ δι᾽ ἀσπίδος Eur.): θεῖν᾽ ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ Eur. бей, вонзай копье в потомков Эрехтея;
4) поражать на смерть, убивать (κήρυκα Eur.; ἀνὴρ θεινόμενος Aesch.);
5) осыпать (ругательствами), поносить (ὀνείδει τινά Aesch.);
6) ударяться, разбиваться (στυφελοῦ ἐπ᾽ ἀκτᾶς Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: slay, also kill (πεφνεῖν, καταθείνω). -
Other forms: redupl. aor. πε-φν-εῖν (Il.), med. ἐπέφατο (cod. ἀπ-) ἀπέθανεν H.; beside it also, prob. as innovation, the them. root aor. θενεῖν (E., Ar.) and the σ-aor. ptc. θείνας (Υ 481; Schwyzer 755); fut. θενῶ (Ar.), perf. pass. 3. sg. πέφαται, inf. πεφάσθαι (Il.), with fut. pass. πεφήσεται (Ο 140 etc.: Schwyzer 783 A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 448);
Compounds: Verbal adj. as 2. member in compp., e. g. ἀρηΐ-φατος (s. also on διφάσιος),
Derivatives: Beside it φόνος m. murther, s. v.; cf. also Ἀργεϊφόντης.
Origin: IE [Indo-European] [491] *gʷʰen- slay
Etymology: The full grade themat. yot-present θείνω has an exact formal agreement in Lith. geniù (inf. geneti!!) cut off branches, IE *guʰen-i̯ō; beside weakgrade OCS žьnjǫ (inf. žęti) harvest, cut. Arm. ǰnǰem wipe off, clean, too can phonetically belong here, but differs in meaning. Very doubtful Alb. gjanj hunt, follow (s. Pedersen and Jokl in W.-Hofmann s. dēfendō). Older is an Indo-Iranian and Hittite athematic root present, Skt. hánti = Av. ǰainti = Hitt. kuen-zi he slays, kills, IE *gʷʰén-ti. It was replaced by a thematic root formation: Skt. hanati slay, fill, Lith. genù drive (the cattle on the field), hunt, OCS ženǫ drive(off), pursue, perhaps also Arm. ǰnem slay (but rather denominative from ǰin stick). Other formations are OIr. gonim wound, kill (iterative) and Lat. dē-, of-fendō (with d-suffix). - The reduplicated aorist too has agreements outside of Greek, e. g. in Indo-Iranian: Av. ava-ǰaγnat_ he struck = πέφνε, Skt. ptc. ja-ghn-ant = πεφνόντ-, IE *gʷe-gʷ̯hn-ont-. The perfect formations also agree: Skt. ja-ghā́n-a, 3. pl. ja-ghn-úḥ: πέ-φα-ται, IE *gʷ̯e-gʷhon-, *gʷe-gʷhn-, *gʷe-gʷhn̥-. Verbal adjectives (resp. partic.): Skt hatá- = Av. ǰata- = -φατος, IE *gʷhn̥-to-s. - More forms in Bq s. v., Pok. 491ff. W.-Hofmann s. dēfendō. On the meaning of θείνω etc., prop. euphemistic, Chantraine Sprache 1, 143ff.; also Trümpy Fachausdrücke 92ff.
Middle Liddell
[aor1 ἔθεινα; the other moods are taken from an aor2 ἔθενον which does not occur in ind.]
1. to strike, wound, Hom., Eur.:—Pass., θεινομένου πρὸς οὔδεϊ stricken to earth, Od.
2. metaph., θείνειν ὀνείδει Aesch.
3. intr. of ships, θ. ἐπ' ἀκτᾶς to strike on the shore, Aesch.
Frisk Etymology German
θείνω: {theínō}
Forms: redupl. Aor. πεφνεῖν (ep. poet. seit Il.), Med. ἐπέφατο (cod. ἀπ-)· ἀπέθανεν H.; daneben auch, wohl als Neubildungen, der them. Wurzelaor. θενεῖν (E., Ar. u. a.) und der σ-Aor. Ptz. θείνας (Υ 481; Schwyzer 755); Fut. θενῶ (Ar.), Perf. Pass. 3. Sg. πέφαται, Inf. πεφάσθαι (ep. poet. seit Il.), wozu Fut. Pass. πεφήσεται (Ο 140 u. a.: Schwyzer 783 A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 448);
Grammar: v.
Meaning: schlagen, auch totschlagen, töten (πεφνεῖν, κατα~).
Composita: Verbaladj. als Hinterglied in Zusammenbildungen, z. B. ἀρηΐφατος (s. auch zu διφάσιος),
Derivative: Daneben φόνος m. Totschlag, s. bes.; vgl. noch Ἀργεϊφόντης.
Etymology: Das hochstufige themat. Jotpräsens θείνω hat eine genaue formale Entsprechung in lit. geniù (Inf. genė́ti) Äste abhauen, abästeln, idg. *gu̯hen-i̯ō; daneben das schwachstufige aksl. žьnjǫ (Inf. žęti) ernten, schneiden. Auch arm. ǰnǰem abwischen, reinigen, abschaffen kann lautlich dazu stimmen, weicht aber in der Bedeutung stark ab. Sehr fraglich alb. gjanj jagen, verfolgen (s. Pedersen und Jokl bei W.-Hofmann s. dēfendō). Mutmaßlich älter ist ein im Indoiranischen und Hethitischen erhaltenes athematisches Wurzelpräsens, aind. hánti = aw. ǰainti = heth. kuen-zi er schlägt, tötet, idg. *gu̯hén-ti. Als Ersatz davon ist neben dem Jotpräsens in mehreren Sprachen eine thematische Wurzelbildung eingetreten: aind. hanati schlagen, töten, lit. genù ‘(das Vieh auf die Weide) treiben, jagen’, aksl. ženǫ ‘(ver)treiben, verfolgen’, vielleicht auch arm. ǰnem schlagen (eher denominativ von ǰin Stock). Andere Bildungen sind air. gonim verwunden, töten (iterativ) und lat. dē-, of-fendō (mit d-Suffix). — Auch der reduplizierte Aorist hat außergriechische Entsprechungen, u. z. im Indoiranischen: aw. ava-ǰaɣnat_ er schlug = πέφνε, aind. Ptz. ja-ghn-ant = πεφνόντ-, idg. *gu̯e-gu̯hn-ont-. Ebenso stimmen die Perfektbildungen zueinander: aind. ja-ghā́n-a, 3. pl. ja-ghn-úḥ: πέφαται, idg. *gu̯e-gu̯hon-, *gu̯e-gu̯hn-, *gu̯e-gu̯hn̥-. Verbaladjektiva (bzw. Partizipia): aind. hatá- = aw. ǰata- = -φατος, idg. *gu̯hn̥-to-s. — Weitere Formen aus verschiedenen Sprachen mit Lit. bei Bq s. v., WP. 1, 679ff., Pok. 491ff. ebenso wie in den einschlägigen Spezialwörterbüchern, insbes. W.-Hofmann s. dēfendō. Zur Bed. von θείνω usw., eig. euphemistisch, Chantraine Sprache 1, 143ff.; auch Trümpy Fachausdrücke 92ff.
Page 1,657-658