θηριώδης
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ες, A full of wild beasts, infested by them, of countries, ἡ θ. Αιβύη Hdt.4.181; ὄρεα -έστατα Id.1.110; ἐν τῇ θ. [χώρῃ] Id.4.174, cf. 2.32; -εστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης full of ravenous fishes, Id.6.44. II of beasts, savage, Arist.PA663a13; ἐπὶ τὸ -έστερον Id.HA502b4; τὸ θ., of a colt, E.Tr.671. 2 of men and manners, brutal, δίαιτα Hp.VM3; (βίοτος) E.Supp.202, cf.SIG704E11 (Delph., ii B.C.); ἡδονή Pl.R.591c; βρίμωσις Phld.Ir.p.58W.; κατάστασις OGI424.3 (Palestine, i A.D.); ὁ θ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος Arist.EN 1145a30; οἱ Αάκωνες… θηριώδεις ἀπεργάζονται [τοὺς παῖδας] Id.Pol. 1338b12; ἡ θ. ἕξις Id.EN1145a24: Comp. -έστερος, ἄνθρωπος Plb.30.12.3; τὸ θ. brutality, Pl.Cra.394e, al. Adv. -ωδῶς, διακεῖσθαι πρὸς ὰλλήλους Isoc.11.25, cf. Plb.15.20.3. 3 ζῴδια θ.,= θηριόμορφα, Ptol.Tetr.200. III Medic., malignant, of ulcers, Phld.Ir.p.44W., Dsc.2.108, Plu.2.165e, Aret.SA2.8; also of intestinal worms, Hp. Epid.6.1.11, 6.2.11.
German (Pape)
[Seite 1210] ες, thierisch; – a) voll wilder Thiere, Λιβύη Her. 4, 181, οὔρεα θηριωδέστατα 1, 110, vom Meere 6, 44, θῖνες Plut. Thes. 1. – b) nach Art der Thiere, βίοτος Eur. Suppl. 202; τὸ θηριῶδες τῆς φύσεως Plat. Crat. 394 e, öfter; θηριῶδες καὶ κυνικὸν δοκεῖ εἶναι Xen. Cyr. 5, 2, 17; καὶ ἄγριον Luc. Pseudol. 31; vgl. Arist. Eth. 7, 1. – Bei den Aerzten, bösartig, von Geschwüren. – Adv., θηριωδῶς ζῆν, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους, Isocr. 3, 6. 4, 28.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 de la nature des bêtes sauvages, bestial, sauvage ; t. de méd. malfaisant, malin (ulcère);
2 rempli de bêtes sauvages ; particul. rempli de poissons dangereux;
Cp. θηριωδέστερος.
Étymologie: θηρίον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
θηριώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ἀγρίων θηρίων, Λατ. belluosus, ἐπὶ τόπων, ἡ θ. Λιβύη Ἡρόδ. 4. 181· οὔρεα θηριωδέστατα 1. 110· ἐν τῇ θηριώδει χώρᾳ 4. 174, πρβλ. 181., 2. 32· θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης, οὔσης πλήρους ἀδηφάγων ἰχθύων, 6. 44. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ἄγριος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· τὸ θ., ἀγρία φύσις, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 8. 28, 14. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κτηνώδης, ἄγριος, θηριώδης, Λατ. belluinus, δίαιτα Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· βίοτος Εὐρ. Ἱκέτ. 202· ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 591C· ὁ θ. ἐν ἀνθρώποις σπάνιος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οἱ Λάκωνες... θηριώδεις ἀπεργάζονται τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 8. 4, 1, πρβλ. 5· τὸ θ., ἡ ζωϊκὴ φύσις, Εὐρ. Ἴωνι 666· τὸ κτηνῶδες, ὁ κτηνώδης χαρακτήρ, Πλάτ. Κρατ. 394Ε, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2. - Ἐπίρρ., θηριωδῶς διακεῖσθαι πρός τινα Ἰσοκρ. 226C. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, κακῆς φύσεως, ἐπὶ ἕλκους, Διοσκ. 2. 131, Πλούτ. 2. 165Ε· πρβλ. θηρίωμα.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ θηριώδης, -ες) θηρίο
1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο
2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης βίοτος», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) απάνθρωπος, ωμός, σκληρός, άσπλαχνος
2. εξαγριωμένος, ιδίως εξαιτίας οργής
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος από άγρια θηρία («ὄρη θηριωδέστατα», Ηρόδ.)
2. (για ζώα) πολύ άγριος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηριῶδες
η ιδιότητα του θηρίου, το κτηνώδες, το γένος τών κτηνών, η ζωική φύση, το ίδιο το κτήνος
4. αστρον. φρ. «ζῴδια θηριώδη»
α) ζώδια θηριόμορφα
β) ζώδια στα οποία δόθηκαν ονομασίες θηρίων, όπως ταύρος, λέων κ.λπ.
5. ιατρ. α) (για πληγή) κακοφορμισμένη, κακοήθης
β) (για παράσιτα, σκουλήκια, λεβίδες) επικίνδυνος, επιβλαβής.
επίρρ...
θηριωδώς (ΑΜ θηριωδῶς)
με θηριώδη, σκληρό, άγριο τρόπο.
Greek Monotonic
θηρῐώδης: -ες (εἶδος),
I. γεμάτος με άγρια θηρία, κατάμεστος με αυτά, Λατ. belluosus, λέγεται για περιοχές, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για ανθρώπους με συμπεριφορά όμοια με άγριου θηρίου, άγριος, κτηνώδης, Λατ. belluῑnus, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· τὸ θηριῶδες, η ζωώδης φύση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θηριώδης:
1) звериный (sc. ὄνυχες Arst.);
2) перен. звероподобный, животный, дикий (ἡδονή Plat.; ἔθη καὶ ὄψεις Arst.; βίοτος Eur. и βίος Plut.);
3) изобилующий дикими или хищными животными (οὔρεα Her.; θῖνες Plut.);
4) мед. злокачественный (νομαὶ σαρκός Plut.).
Middle Liddell
θηρι-ώδης, ες εἶδος
I. full of wild beasts, infested by them, Lat. belluosus, of countries, Hdt.
II. of men, beast-like, wild, savage, brutal, Lat. bellui_nus, Eur., Plat., etc.:— τὸ θ. the animal nature, Eur.