λῆμα

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆμα Medium diacritics: λῆμα Low diacritics: λήμα Capitals: ΛΗΜΑ
Transliteration A: lē̂ma Transliteration B: lēma Transliteration C: lima Beta Code: lh=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (λῶ) A will, desire, purpose, Epich.182 (prob.l.): concrete, λῆμα Κορωνίδος wilful Coronis, Pi.P.3.25; μητρῷον λῆμα thy proud mother, S.El.1427; λήματος κάκη weakness of will, cowardice, A.Th.616; ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικόν E.Med.348; ἐς τὸ κέρδος λ. ἔχων ἀνειμένον Id.Heracl.3, cf. 199, Alc.981 (lyr.), Ba.1000 (lyr.). II temper of mind, spirit, either, 1 in good sense, courage, resolution, εὔτολμον ψυχῆς λ. Simon.140; γενναῖον λ. Pi.P. 8.45, cf. N.1.57; αἴθων λῆμα = fiery in courage, A.Th.448; δύο λήμασιν ἴσους Ἀτρεΐδας Id.Ag.122 (lyr.); τοξουλκῷ λήματι πιστοί relying on their archer spirit, Id.Pers.55 (anap.); ἀρείφατον λ. Id.Fr.147; πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος E.Cyc.596; λ. οὐκ ἄτολμον Ar.Nu.457 (lyr.); καθ' Ἡρακλέα… τὸ λ. ἔχων Id.Ra.463; or, 2 in bad sense, insolence, arrogance, audacity, ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου S.OC877 (lyr.); ὦ λῆμ' ἀναιδές ib.960; δῆλον… τἀνθρώπου' στι τὸ λῆμα Ar.Nu.1350 (lyr.).— Poet. word, also used in Ion. Prose, in signf. spirit, courage, ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Hdt.5.72; λήματος πλέος ib.III, cf. 7.99, 9.62: and in late Prose, as D.S.2.58 (pl.), J.BJ3.10.4, Luc.Dem.Enc.50, etc.; defined by Andronic.Pass.p.575 M.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. force de volonté, résolution;
II. p. ext. 1 en b. part courage;
2 en mauv. part audace, arrogance.
Étymologie: *λάω.

Greek (Liddell-Scott)

λῆμα: τό, (λάω Β) θέλησις, ἐπιθυμία, ἀπόφασις, σκοπός, σκέψις, λ. Κορωνίδος, περιφρ. ἀντὶ τοῦ Κορωνὶς (ὡς τὰ βίη, ἴς, κτλ.), Πινδ. Π. 3. 43· λήματος κάκη, ἀδυναμία θελήσεως, δειλία, Αἰσχύλ. Θηβ. 616· ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικὸν Εὐρ. Μήδ. 348· ἐς τὸ κέρδος λ. ἔχων ἀνειμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἡράκλ. 3, πρβλ. 199, Ἄλκ. 981, Βάκχ. 1000. ΙΙ. κατάστασις πνεύματος, διάθεσις, ἤτοι καλὴ διάθεσις, δηλ. 1) θάρρος, ἀποφασιστικότης, εὔτολμον ψυχῆς λ. Σιμων. 140· γενναῖον λ. Πινδ. Π. 8. 65, πρβλ. Ν. Ι. 87· αἴθων λ., θερμός, ὑπέρθερμος, πύρινος κατὰ τὸ θάρρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 448· τοξουλκῷ λήματι πιστοί, πεποιθότες ἐπὶ τὴν τοξευτικὴν αὑτῶν ἱκανότητα, ὁ αὐτ. εἰς Πέρσ. 55· Ἀρείφατον λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 146· πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος Εὐρ. Κύκλ. 596· λ. οὐκ. ἄτολμον Ἀριστοφ. Νεφ. 457· καθ’ Ἡρακλέα... τὸ λ. ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 463· - ἢ 2) κακὴ διάθεσις, δηλ. θρασύτης, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου Σοφ. Ο. Κ. 877· ὦ λῆμ’ ἀναιδὲς ὁ αὐτ. 960· σπάν. ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 122 (ἐπὶ δύο προσώπων). - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι πεζοῖς, πνεῦμα, θάρρος, διάθεσις πρόθυμος, ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Ἡρόδ. 5. 72· λήματος πλέος ὁ αὐτ. 111, πρβλ. 7. 99., 9. 62· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Διοδ., Λουκ., κτλ.

English (Slater)

(λῆμα, -ατος, -α.) will, purposefulness ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος wilfulness (P. 3.25) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμα τε καὶ δύναμιν υἱοῦ (N. 1.57) τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν δέδορκεν φάος (N. 3.83)

Greek Monolingual

(I)
η
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας chrysomelidae.
(II)
λῆμα, τὸ (Α)
1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση
2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.)
3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου 'στι τὸ λῆμα», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «μητρώον λήμα» — η μητρική υπερηφάνεια, Σοφ.
β) «λήματος κάκη» — αδυναμία θέλησης, δειλία, Αισχύλ.
5. πνεύμα, θάρρος, πρόθυμη διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ποιῶ: ποίημα)].

Greek Monotonic

λῆμα: -ατος, τό (λάω Β)·
I. θέληση, επιθυμία, απόφαση, σκοπός, σκέψη, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κατάσταση πνεύματος, πνεύμα, διάθεση.
1. καλή διάθεση, δηλ. θάρρος, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.
2. κακή διάθεση, δηλ. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῆμα: дор. λᾶμα, ατος (λᾱ) τό λάω II]
1) сила воли, решимость, отвага (λήματος πλέος Her.): λήματος κάκη Aesch. малодушие;
2) сила, ловкость: τοξουλκῷ λήματι πιστός Aesch. полагаясь на свое стрелковое искусство;
3) дерзость, наглость (ἀναιδές Soph.).

Middle Liddell

λῆμα, ατος, τό, [λάω2]
I. will, desire, resolve, purpose, mind, Aesch., Eur.
II. temper of mind, spirit, whether,
1. good, courage, resolution, Hdt., Pind., attic; or,
2. bad, insolence, arrogance, audacity, Soph.

English (Woodhouse)

ardour, courage, high spirit, spirit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)