συμπάθεια

From LSJ
Revision as of 07:39, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπᾰ́θεια Medium diacritics: συμπάθεια Low diacritics: συμπάθεια Capitals: ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: sympátheia Transliteration B: sympatheia Transliteration C: sympatheia Beta Code: sumpa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,
A fellow-feeling, sympathy, Arist.Pr.7 tit., etc.; τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον Gp.9.14.1; pity, οὐδεμίαν συμπάθειαν λαμβάνειν D.S.13.57; mea συμπάθεια = my self-pity, Cic.Att.10.8.10.
2 in the Philosophy of Epicurus, corresponding 'affection' or quality, affinity, Ep.1p.11U. (pl.), al.; ὁμούρησις καὶ συμπάθεια of body and soul, ib.p.20 U.; also in Stoic. Philos., affinity, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα κοινωνία καὶ συμπάθεια Stoic.2.170, cf. 145; in Music, used of chords which vibrate together, Theo Sm.p.51 H.; sympathetic vibration of bronze vessels, Plb.21.28.9.
3 affinity, concord of heavenly bodies, Vett.Val.5.13.
4 Gramm., analogy, A.D.Adv.173.26, Synt.168.18.
5 Medic., sympathetic affection of the body, opp. ἰδιοπάθεια, Sor.1.63, 2.22, Gal.8.30; ἔστι τις [τῇ μήτρᾳ] πρὸς τοὺς μαστοὺς φυσικὴ συμπάθεια Sor.1.15.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, gleiche Empfindung, Stimmung od. Leidenschaft, Mitempfindung, Mitleiden, Pol. 22, 11, 12 u. Sp., wie Plut.; bei den Stoikern Geneigtheit beizustimmen, S. Emp. pyrrh. 1, 230.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 communauté de sentiments ou d'impressions;
2 t. stoïc. rapport de certaines choses entre elles.
Étymologie: συμπαθής.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάθεια: ἡ, ὁμοία διάθεσις, ὅμοιον αἴσθημα, συμπάθεια Ἀριστ. Προβλ. 7. ἐν τῇ ἐπιγρ., Πολύβ. 22. 11, 12, Στωϊκὸς παρὰ Πλουτ. 2. 906Ε, πρβλ. 119C, κτλ.· τινος πρός τινα, συμπάθεια ἐλαίας πρὸς ἄμπελον Γεωπ. 9. 14, 1· περὶ συμπαθειῶν φυσικῶν αὐτόθι 15, 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ λέγεται ἐπὶ χορδῶν, αἵτινες πάλλονται ὁμοῦ, Θέων Σμυρν. 6, σ. 80. ΙΙ. κληρονομία, κληροδότημα, Βυζ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α συμπαθής
1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω της τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας, νηπίους, γυναῑκας, πρεσβύτας ἐφόνευον, οὐδεμίαν συμπάθειαν λαμβάνοντες», Διόδ. Σ.)
2. ιατρ. μεταβολή, κατά κανόνα παθολογική, που εμφανίζεται σε ένα όργανο του σώματος σε περίπτωση βλάβης ή διαταραχής ενός όμοιου με αυτό όργανο, όπως λ.χ. συμβαίνει στα μάτια
νεοελλ.
1. ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια για ένα πρόσωπο, μια προσπάθεια ή μια κατάσταση («δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τέτοιου είδους ιδέες»)
2. ψυχική έλξη, αίσθημα τρυφερότητας ή ερωτικό ενδιαφέρον (α. «τρέφει συμπάθεια για τα ζώα» β. «τή βλέπει με πολλή συμπάθεια τελευταία»)
3. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον («αυτό το κορίτσι είναι η συμπαθειά του»)
μσν.
1. ταυτότητα φαινομένων ή ιδιοτήτων σε δύο ή περισσότερα πράγματα («ἄξιον μὴ παραλιπεῖν τὴν τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον συμπάθειαν», Γεωπ.)
2. κληροδότημα
αρχ.
1. κοινότητα αισθημάτων, ομοιότητα ψυχικής διάθεσης ή συναισθημάτων
2. (στη φιλοσ. του Επικούρου) αντιστοιχία φύσεως, πάθους ή ποιότητας, αναλογία
3. (στη στωική φιλοσ.) συγγένεια
4. μουσ. η ταυτόχρονη κρούση τών χορδών
5. αστρολ. η αρμονία που διέπει την κίνηση διαφόρων ουράνιων σωμάτων
6. γραμμ. αναλογία.

Greek Monotonic

συμπάθεια: ἡ, παρόμοια διάθεση, συμπάθεια, ομοιοπάθεια, συμπόνοια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συμπάθεια: (πᾰ) ἡ
1) общность чувств, симпатия, сочувствие Arst., Polyb.;
2) филос. (у стоиков) духовная склонность, взаимное тяготение (τῆς διανοίας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπάθεια -ας, ἡ [συμπαθής] het meevoelen, medeleven, sympathie.

Middle Liddell

συμπάθεια, ἡ,
fellow-feeling, sympathy, Arist.