ἀκρωτηριάζω
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
A cut off ἀκρωτήρια, of ships, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.3.59:—so in Med., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος X.HG6.2.36:—Pass., Ath.12.535d.
2 of persons, cut off hands and feet, mutilate, Plb.5.54.10, etc.; ῥῖνα, πρόσωπον, Clearch. 8, Plu.Alc.18; χεῖρας σὺν αὐτοῖς τοῖς βραχίοσιν D.S.34.8; ὄργανον, of circumcision, Ph.2.211; μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Inscr. on statue, CIG6855:—so in Med., μέλη LXX 4 Ma.18.20: inetaph., ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας D.18.296; ἀ. τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr. 5.8.
3 Medic., amputate, Heliod. ap. Orib.45.14.4.
4 metaph., mutilate, maim, τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4; πρᾶγμα POxy.237 vi 7 (ii A. D.); θείαν φύσιν Heraclit.All.26.
II intr., form a promontory, jut out like a promontory, Plb.4.43.2, Str.2.1.40.
Spanish (DGE)
I formar un cabo Plb.4.43.2, τὸ Σούνιον Str.2.1.40.
II 1cortar los acroterios, los mascarones de los barcos τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν Hdt.3.59, ναῦς ἠκρωτηριασμένας Ath.535c, v. med. τὰς τριήρεις X.HG 6.2.36.
2 mutilar c. ac. de pers. πολλοὺς τῶν Σελευκέων Plb.5.54.10, τοὺς ταλαιπώρους Plb.1.80.13, τὰ σώματα Ph.2.211, 2.478, c. ac. de la parte ῥίνας Clearch.46, de la circuncisión ὄργανον Ph.2.211, v. med. τὰ τοῦ σώματος μέλη ἀκρωτηριαζόμεθα LXX 4Ma.10.20, abs. D.S.34.8
•de estatuas τὰ θεῶν ἀγάλματα ref. a la mutilación de los Hermes, Luc.Am.24, en una inscripción sobre una estatua μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε IG 22.13228, en v. pas. τῶν πλείστων (τῶν Ἑρμῶν) ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα Plu.Alc.18, ἠκρωτηριασμένος op. ὁλόκληρος Polem.Call.44
•fig. τὴν Ῥώμην ἠκρωτηρίασεν D.C.77.6.1, en v. med. ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ... πατρίδας han mutilado a sus patrias de traidores, D.18.296
•en v. pas., c. ac. de rel. verse privado de ἠκρωτηριάσθη μὲν ἡ βουλὴ τοὺς εὐδοκιμωτάτους Philostr.VA 7.4
•en lit. y ret., de un tratado o escrito mutilar, suprimir ἀ. αὐτῆς (sc. τέχνης ἀριθμητικῆς) τὰ προηγούμενα Iambl.in Nic.5, de una frase ἀκρωτηριάζει τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4.
3 medic. amputar ἀκρωτηριαζέσθω ὁ δάκτυλος ἀπὸ τῶν ὑγιῶν Heliod. en Orib.45.14.4.
4 fig. rebajar, quitar importancia, desfigurar ἀ. πρᾶγμα ante una autoridad judicial POxy.237.6.7 (II d.C.), θείαν φύσιν Heraclit.All.26, τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr.34.8.
German (Pape)
[Seite 85] 1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden, τὰς ῥῖνας Athen. XII, 524 d: τῶν ἑρμῶν ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα Plut. Alc. 18; überh. verstümmeln, Pol. 5, 54, 10; Her. 3, 59 von Schiffen, τὰς πρώρας ἠκρωτηρίασαν. – Med., Xen. Hell. 6, 2, 36 τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος; Dem. 18, 296 ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας. – 2) ein Vorgebirge bilden, Strab. I, 2, 291 Pol. 4, 45, 2.
French (Bailly abrégé)
ao. ἠκρωτηρίασα;
couper les extrémités (nez, oreilles, pieds, mains) ; ἀ. τὰς πρῴρας HDT couper les éperons fixés aux proues;
Moy. ἀκρωτηριάζομαι;
1 couper les éperons, les ornements (des trirèmes);
2 mutiler en gén.
Étymologie: ἀκρωτήριον.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρωτηριάζω:
1) отрубать, отсекать (τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Her.);
2) med. обрубать, лишать носовой части (τὰς τριήρεις Xen.);
3) увечить, обезображивать (πολλοὺς τῶν Σελευκέων Polyb.; τὸ σῶμά τινος Plut.): οἱ ἑρμαῖ ἀκρωτηριασθέντες τὰ πρόσωπα Plut. статуи Гермеса с обезображенными лицами;
4) образовать мыс, выдаваться в виде мыса (προοχὴ ἀκρωτηριάζουσα ἐν τῷ στόματι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτηριάζω: ἀποκόπτω τὰ ἀκρωτήρια, ἐπὶ πλοίων, τάς πρῴρας ᾐκρωτηρίασαν, ἔκοψαν τὰ ἔμβολα τῶν πρῳρῶν, Ἡρόδ. 3.59: - οὕτω καὶ ὡς μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36 πρκμ. παθ. μ. μέσ. σημ. ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, ἔχοντες κακούργως κολοβώσῃ τὰς πατρίδας των, Δημ. 324, 22. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀποκόπτω τὰ ἄκρα, χεῖρας καὶ πόδας, ποιῶ ἀνάπηρον, Πολύβ. 5. 54, 10, κτλ.· - μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Ἐπιγρ. ἐπὶ ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6855. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀποτελῶ ἀκρωτήριον, προεξέχω ὡς ἀκρωτήριον, Πολύβ. 4. 43, 2, Στράβ. 28.
Greek Monolingual
(Α ἀκρωτηριάζω)
1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες
2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος του σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι
3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω
νεοελλ.
με εγχείριση τέμνω μέλος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου
2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρωτήριο.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμός
αρχ.
ἀκρωτηρίασις
μσν.
ἀκρωτηρίασμα
νεοελλ.
ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].
Greek Monotonic
ἀκρωτηριάζω: μέλ. -σω, κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω, σακατεύω, κουτσουρεύω, τὰςπρῴρας ἠκρωτηρίασαν, απέκοψαν τα έμβολα που βρίσκονταν στις πλώρες, σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, σε Ξεν.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, έχοντας κουτσουρέψει τις χώρες τους, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀκρωτήριον
to cut off the extremities, mutilate, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.:—so in Mid., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι Xen.; perf. pass. in mid. sense, ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας having mutilated their countries, Dem.
Translations
mutilate
Arabic: شَوِهَ, بَتَرَ, جَذَعَ, جَدَعَ; Bulgarian: осакатявам; Chinese Mandarin: 殘害, 残害, 殘毀, 残毁; Danish: lemlæste; Dutch: verminken; Estonian: moonutama; Finnish: pahoinpidellä; French: mutiler; Galician: mutilar; German: verstümmeln, verschandeln; Ancient Greek: αἰκίζω, ἀκροτέμνω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, ἀποψιλόω, δῃόω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβάω, καταλωβῶ, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω; Japanese: 切断する, ばらばらにする, 不具にする; Latin: discerpo; Macedonian: осакатува; Old English: hamelian; Old French: desmembrer; Portuguese: mutilar; Romanian: mutila, schilodi; Russian: увечить, калечить, уродовать; Serbo-Croatian Cyrillic: сакатити; Serbo-Croatian Latin: sakatiti; Spanish: mutilar; Swedish: stympa
cut off
Arabic: قَطَعَ; Chinese Mandarin: 切下, 割下; Esperanto: fortranĉi; Finnish: katkaista; French: tailler, couper, trancher; German: abschneiden; Ido: tranchar; Indonesian: putus, potong; Japanese: 断つ; Latin: praecido, amputo, deseco; Plautdietsch: aufhaken; Polish: odcinać, odciąć; Portuguese: recortar; Quechua: t'ipiy, qhulluy; Russian: отрезать, отрезать; Spanish: cortar, recortar; Swedish: skära av, avskära, kapa; Tocharian B: kärst-, lātk-