αἶσα
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (Autenrieth)
allotted share, or portion, lot, term of life, destiny; prov. ἐν καρὸς αἴσῃ (cf. Att. ἐν οὐδενὸς μέρει); κατ' αἶσαν, ‘as much as was my due,’ οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, Il. 6.333; ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, Il. 17.321; ὁμῇ πεπρωμένος αἴσῃ, Il. 15.209.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I de cosas y abstr.
1 parte, porción c. gen. λαχόντα ληίδος αἶσαν Il.18.327, ἐλπίδος αἶσα Od.19.84, ἠὼς γὰρ ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν Hes.Op.578, τῶ Διὸς τῶ Ϝοίνω αἰ. = la parte de vino ofrendada a Zeus, IChS 285, φλογὸς αἶ. Parm.B 12.1, ὕδατος καὶ εἴδεος αἶσαν Emp.B 62.5, χθονός Pi.P.9.56, συνβάλλεσθαι τᾶν ψάφον ... τὰν τρίταν αἶσαν ICr.1.30.1B.17, cf. A.10 (Tiliso V a.C.)
• c. ἀπό: λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν Od.5.40, cf. 13.138
• abs. Ἀργεῖοι καλοῦσι τὴν μερίδα αἶσαν Hegesandr.31.
2 en sent. temp. momento, hora, ocasión ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ Il.24.428, cf. 750, κακῇ αἴσῃ τέκον = en mala hora te di a luz, Il.1.418, κακῇ αἴσῃ οἴχετο Od.19.259, cf. Il.5.209.
3 medida, valoración τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ = le tengo en el mismo concepto que a un cario (o que a una nuez) es decir en nada, Il.9.378
• abs. κατ' αἶσαν = en la justa medida, cumplidamente, debidamente, Il.10.445, 17.716, B.10.32
• ὑπὲρ αἶσαν = por encima de la justa medida, Il.3.59, 6.333, 487, 16.780
• en el mismo sent. παρ' αἶσαν Pi.P.8.13
• c. gen. de un dios, gener. Zeus justa medida marcada por τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ Il.9.608, Ἀργεῖοι δέ κε κῦδος ἕλον καὶ ὑπὲρ Διὸς αἴσῃ = y los argivos habrían obtenido gloria incluso por encima de la medida marcada por Zeus, Il.17.321
• de aquí medida, decisión de un dios τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη Od.9.52, ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή Od.11.61, ὁ δ' ἀέξετο δαίμονος αἴσῃ h.Cer.300, τεάν ... κατ' αἶσαν = según tu decreto Pi.N.3.16, θεοῦ αἶσα E.Andr.1204, θανέειν στυγερῇ ὑπὸ δαίμονος αἴσῃ A.R.1.443
• de accidentes atmosféricos ἦλθ' ἄνεμος ... ἐκ Διὸς αἴσης h.Ap.433, πνείοντος Βορέαο περιζαμενὲς Διὸς αἴσῃ Hes.Fr.204.126.
II de pers.
1 de los dioses parte correspondiente de dignidad, honor, majestad ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ Il.15.209, ὅσσοι ... τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων de Hécate tiene la dignidad de todos esos cuantos ... Hes.Th.422.
2 de mortales suerte marcada, destino ἄνδρα θνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ Il.16.441, ἰῇ ἄρα γιγνόμεθ' αἴσῃ Il.22.477, ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ Il.1.416
• en or. nominal οὔ νύ τοι αἶσα σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Il.16.707, οὐ γὰρ οἱ τῇδ' αἶσα ... ὀλέσθαι, ἄλλ' ἔτι οἱ μοῖρ' ἐστὶ φίλους ἰδέειν Od.5.113, εἰ δέ μοι αἶσα τεθνάμεναι παρὰ νηυσίν ... βούλομαι Il.24.224, ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι Od.14.359, ὅσσα τοι αἶσα ... κήδε' ἀνασχέσθαι Od.13.306, ἀσφαλεῖ σὺν αἴσᾳ B.13.66, τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Ai.256, κακὰν δύστανον ἐλπίζουσαν αἶσαν S.Tr.111, αἶ. λυγρά = destino deplorable, IThess.1.93 (Fársalo III a.C.), τίς ποτ' αἶσα ... ἐπιμένει τὸν ... ἄνακτα E.Supp.623, δυστήνων αἶσαν ὀπιζόμενος AP 7.624 (Diod.)
• abs. αἶσα γὰρ οὕτως ἐστί Thgn.345, †ἐν αἴσᾳ† A.Supp.545
• por infección de los cont. con τεθνάμεναι, ὀλέσθαι, etc. muerte ὅν ... Κρονίδης ... αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει Il.22.61.
III personif. Esa, la Suerte dispensadora del destino personal ὅσσα οἱ Αἶσα γιγνομένῳ ἐπένησε Il.20.127, cf. Od.7.197, προχαλκεύει Αἶσα φασγανουργός A.Ch.648.
• Diccionario Micénico: ]a3-sa.
• Etimología: Deriv. fem. en -i̯ă del tema en -t que se encuentra en αἰτέω, αἴτιος, osc. aetis ‘parte’, toc. aitsi ‘dar’, y c. otro alarg. αἴνυμαι q.u.
English (Slater)
αἶσα (αἴσας, -ᾳ, -αν.)
a lit., share, portion “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” (P. 9.56)
b met., lot, fortune, destiny θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (Pae. 2.58) ὀλβίᾳ δ ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a, ad Θρ. . ]τοι πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ fr. 140a. 49 (23).
c will, ordinance of a god. Διὸς αἴσᾳ Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον (O. 9.42) ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν sc. of the Muse (N. 3.16) ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν (N. 6.13) σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (I. 9.1)
d κατ' αἶσαν, befittingly βασιλευομέναν οὐ καταἶσαν τιμάν (P. 4.107) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.26)
e παρ' αἶσαν, immoderately παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων (P. 8.13)
f frag. ]ιαν αἶσαν[ Πα. 13b. 8.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 décision, arrêt, volonté d'un dieu ; loi, règle, convenance : κατ' αἶσαν IL, ἐν αἴσᾳ dor. ESCHL comme il convient, selon la loi du destin, selon la loi ; ὑπὲρ αἶσαν IL en dépit du destin;
2 lot que le destin assigne à chacun, lot, destinée ; particul. durée de la vie assignée à chacun;
3 lot, part en gén. ; ἐν καρὸς αἴσῃ IL à l'égal d'un fétu;
4 le Destin, la Destinée personnifiée.
Étymologie: p.-ê. apparenté à ἶσος, « la part égale » que le destin assigne à chaque homme.
German (Pape)
ἡ, der Anteil, das Schicksal; entstand. aus *δαιτ-σα, von δαίω teilen, vgl. γαῖα/αἶα; also eigentl. Nebenform der 1. Decl. von δαίς (*δαίτς); Buttmann Lexil. 2.113 stellt als Grundbedeutung »Schicksalsspruch« auf, indem er αἶσα von αἶνος, αἴνω ableitet, wie latum von fari; vgl. μοῖρα μόρος μέρος μείρομαι εἱμαρμένη; wie μοῖρα ist αἶσα der Anteil, welcher nach gerechter Bestimmung Jedem zukommt; aus dieser Grundbedeutung entwickelt sich in allmäligem Übergange der Begriff »Schicksal«. – Hom. Il. 18.326 φῆν δέ οἱ εἰς Ὀπόεντα περικλυτὸν υἱὸν ἀπάξειν Ἴλιον ἐκπέρσαντα, λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν; Od. 5.40 λαχὼν ἀπὸ ληΐδος αἶσαν; – Il. 15.187 ff behauptet Poseidon, er habe den gleichen Anteil an der Herrschaft wie Zeus und nennt sich in Bezug darauf 209 ἰσόμορον καὶ ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ; vom Schicksal ist dabei nicht die Rede; Il. 22.477 ἰῇ ἄρα γιγνόμεθ' αἴσῃ ἀμφότεροι, zu gleichem Lebenslose; 1.418 τῷ σε κακῇ αἴσῃ τέκον; – Od. 19.84 ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα, noch darf man hoffen; Il. 9.378 τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ, wie es dem Tode zukommt, d.h. gleich dem Tode, s. Scholl. Aristonic.; 24.428 ἐν θανάτοιο αἴσῃ = im Tode; 16.441 ἄνδρα θνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ scil. θανάτοιο, zum Tode bestimmt; – 3.59 ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, nach Gebühr; 10.445 κατ' αἶσαν ἔειπον; – Od. 14.359 ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι, noch ist mir beschieden zu leben; 5.113 οὐ γάρ οἱ τῇδ' αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι; – Od. 8.511 αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι, ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον; – Il. 6.487 οὐ γάρ τίς μ' ὑπὲρ αἶσαν ἀνὴρ Ἄιδι προϊάψει; 16.780 τότε δή ῥ' ὑπὲρ αἶσαν Ἀχαιοὶ φέρτεροι ἦσαν, sie siegten, was ihnen nach Zeus Beschluß nicht zukam; – Il. 9.608 φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ; Od. 9.52 τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν αἰνομόροισιν; 11.61 ἆσὲ με δαίμονος αἶσα κακή; – Il. 20.127 τὰ πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ; Od. 7.197 πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ κλῶθὲς τε βαρεῖαι γιγνομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ. Also die personifizierte αἶσα »spricht« dem Menschen nicht sein Schicksal, wie Buttmann will, sie spinnt es. Aesch. Ch. 637; Pind. Ol. 9.45; Ap.Rh. 4.1254; H.h. Cer. 301; θεῶν Pind. frg. 4; Ap.Rh. 4.1468; αἶσα πεπρωμένη, das vorher bestimmte, Aesch. Prom. 104; θανατηφόρος Ch. 363, δούλιος 75; κακή Soph. Tr. 111; ἄπλατος, der Wahnsinn, Aj. 249; Todesgeschick Theogn. 903; ἠὼς γάρ τ' ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν Hes. O. 576; ὁμοίην αἶσαν ἐχει h.Cer. 482; παρ' αἶσαν, wider Gebühr, Pind. P. 8.13; Aesch. Suppl. 74; Ap.Rh. 3.613; τεὰν κατ' αἶσαν Pind. N. 3.10.
Russian (Dvoretsky)
αἶσα: ἡ
1 судьба, рок, участь, (пред)определение, олицетв. богиня судьбы: ἅσσα οἱ αἶ. γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ Hom. то, что ему было на роду написано (досл. то, что ему при рождении судьба спряла изо льна); Διὸς αἲση Hom. по велению Зевса; ὑπὲρ αἶσαν Hom. вопреки судьбе; ἐν αἴσᾳ Aesch. по воле рока;
2 предел жизни, век: ἐπεὶ νύ τοι αἶ. μίνυνθά περ Hom. ибо жить тебе положено немного;
3 законность, справедливость, право: κατ᾽ αἶσαν Hom., οὐδ᾽ ὑπὲρ αἶσαν Hom. справедливо, не зря; παρ᾽ αἶσαν Pind. противозаконно;
4 часть, доля (ληΐδος Hom.): τίειν τινὰ ἐν καρὸς αἴσῃ Hom. ни во что не ставить кого-л. (досл. ценить кого-л. наравне с соломинкой); ἔργοιο τρίτη αἶ. Hes. треть работы.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: share, destiny, decree (Il.)
Other forms: PN: Αἴσων, Αἰσίας etc.
Dialectal forms: Myc. aisa.
Derivatives: αἴσιος auspicious, opportune; αἴσιμος destined, fitting (Hom.) - αἰσιμνάω, αἰσυμνάω, αἰσυμνήτης s. s.v.
Origin: IE [Indo-European] [10] *h₂ei- give, take
Etymology: αἶσα from the root seen in αἴνυμαι, derived with -ι̯α from a form in -t- found in Osc. aeteis partis, Gr. *αἶτος (s. αἰτέω), αἴτιος. - On ἴσσασθαι s. s.v.
Frisk Etymology German
αἶσα: {aĩsa}
Grammar: f.
Meaning: Anteil, Lebenslos, Geschick, Gebühr (vgl. Krause Glotta 25, 145f.), ep. lyr. dial. (zur Verbreitung der ganzen Sippe s. Solmsen Wortforsch. 71ff.).
Derivative: Ableitungen: αἴσιος gunstig, gebührend, billig, auch mit ἐν-, ἐξ-, κατ-, παρ-, wovon αἰσιόομαι als günstiges Zeichen aufnehmen (Plu., App.); αἴσιμος vom Schicksal bestimmt, angemessen, vernünftig (ep. usw.) neben ἐναίσιμος und ἀναίσιμος unangemessen (Emp.), vgl. Frisk Adj. priv. 14; zu αἴσιος und αἴσιμος Arbenz Die Adj. auf -ιμος 18ff. — Mit Präfix versehenes Denominativum ἀναισιμόω ‘(*den gebührenden Anteil) verbrauchen, verzehren’ (ion.), wovon ἀναισιμώματα Kosten (Hdt.); καταισιμόω gänzlich verbrauchen (Kom.; καταίσιμος = αἴσιμος H., also Hypostase von κατ’ αἶσαν). Von αἴσιμος ferner als Adjektivabstraktum αἰσιμίαι πλούτου gebührende Anteile des Reichtums (A. Eu. 996). Zu αἰσιμνάω, αἰσυμνάω, αἰσυμνήτης s. bes. — Mehrere EN: Αἴσων, Αἰσίας usw., s. Solmsen a. a. O.
Etymology : αἶσα gehört letzten Endes zu αἴνυμαι, ist aber zunächst als Femininableitung auf -ι̯α des in osk. aeteis partis, gr. *αἶτος (s. αἰτέω) vorliegenden t-Stammes zu verstehen, vgl. Krause a. a. O. Eine ablautende Form sucht Fick (Odyssee 20) in ἴσσασθαι· κληροῦσθαι. Λέσβιοι (H.) und im Gen. sg. ἴσσης (ι 42 = 549), wie er für das allein überlieferte ἴσης lesen will; letzteres jedenfalls etwas fraglich (zustimmend Bechtel Lex. s. v. ἴσσα und Schwyzer 474 : 3).
Page 1,44