κέρχνος
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = κέγχρος (millet), Hsch.s.v. κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
(B), ὁ,
A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κέρχνος S.Fr.279.
2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.
b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.
II silverdust, Poll.7.99.
III = κέρνος (earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings), IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
(C), ον,
A rough, hoarse: τὸ κέρχνον Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 rugosité d'une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κέρχνος: ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.
Greek Monolingual
(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].
(II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].
(III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: raw voice, hoarseness (Hp., S. Ichn. 128), raw surface, rough excrescence (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Compounds: Compp. ἄ-κερχνος without hoarseness (Aret.), αἱμό-κερχνον n. cough with blood spitting (Hp.; subst. bahuvrihi). From ἄκερχνος and κέρχνω arose the adj. κέρχνος (κερχνός?) raw of the voice, hoarse (Gal.) [??].
Derivatives: κερχνώδης raw, hoarse (Hp.), κερχνασμός rawness, hoarsness (Gal.; as if from *κερχνάζω). Denomin. verb κερχνόομαι, -όω be raw, uneven or make, engrave (H.) with κερχνώματα pl. unevennesses, elevated, embossed(?) work (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for κεγχρώμασι?, cf. on κέγχρος), κερχνωτός embossed, engraved (H.); also κέρχνω be or make hoarse (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it κερχαλεος raw hoarse (Hp.), also κερχναλέος (Hp. v.l., Gal.; cf. below). On κερχνηΐς s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form κρέξ (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes κέρχνος < *κέρκ-σνος? Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 12 reminds of Skt. ghar-ghara- m. crackling, rattling (and independent Lat. hirriō grumble, OE. gierran crack, creak, girren etc. (Pok. 439); κέρχνος would continue *κερ-χρ-ο-ς. κερχαλέος would be analogical, as ἰσχνός: ἰσχαλέος. Fur. 340 compares κάρχαρος. If the word is Pre-Greek, it could simply be *KerK-no-, with aspiration before the n.
Frisk Etymology German
κέρχνος: {kérkhnos}
Grammar: m.
Meaning: rauhe Stimme, Heiserkeit (Hp., S. Ichn. 128), rauhe Fläche, Erhabenheit (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Composita: Kompp. ἄκερχνος ohne Heiserkeit (Aret.), αἱμόκερχνον n. Bluthusten (Hp.; subst. Bahuvrihi). Aus ἄκερχνος und κέρχνω entstand das Adj. κέρχνος (κερχνός?) rauh von der Stimme, heiser (Gal.).
Derivative: Davon κερχνώδης rauh, heiser (Hp.), κερχνασμός Rauheit, Heiserkeit (Gal.; wie von *κερχνάζω). Denominatives Verb κερχνόομαι, -όω ‘rauh, uneben sein bzw. machen, gravieren’ (H.) mit κερχνώματα pl. Unebenheiten, erhabene, getriebene Arbeiten (H.; danach auch E. Ph. 1386 für κεγχρώμασι zu lesen?, vgl. zu κέγχρος), κερχνωτός getrieben, graviert (H.); auch κέρχνω heiser sein oder machen (Hp. u. a.; zur Bildung Schwyzer 723 Zus.). — Daneben κερχαλέος rauh, heiser (Hp.), auch κερχναλέος (Hp. v.l., Gal.; vgl. unten). Zu κερχνηΐς s. bes.
Etymology: Ohne sichere Anknüpfung, wohl ursprünglich onomatopoetisch. Eine allgemeine Ähnlichkeit zeigen die unter κρέξ besprochenen Schallwörter; κέρχνος dann aus *κέρκσνος? Anderseits erinnert Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 12 an das schallnachahmende aind. ghar-ghara- m. Geknister, Gerassel, woneben die davon unabhängig gebildeten lat. hirriō winselnd knurren, ags. gierran ‘krachen, knarren, girren’ u. a. m. (WP. 1, 605, Pok. 439); κέρχνος stände dann für *κερχρο-ς und κερχαλέος wäre Analogiebildung nach ἰσχνός: ἰσχαλέος u. a., wozu durch Kreuzung κερχναλέος.
Page 1,833-834