κημός
English (LSJ)
(Dor. καμός, cf. εὐκαμία), ὁ,
A muzzle, put on a led horse, to prevent it from biting, X.Eq.5.3, AP6.246 (Phld. or Marc. Arg.): pl., cj.in Ph.1.698: metaph., κημοὺς στόματος = muzzles or gags, A. Fr.125.
2 nose-bag, nose bag, nosebag, feedbag, feed bag, feeding bag, morral, for horses, Hsch.
3 cloth used by bakers to cover the nose and mouth, Ath.12.548c.
4 = φορβειά, Phot.
II wicker vessel like an eel basket, for fishing, weel, S.Fr.504.
2 funnel-shaped top of the voting-urn, Ar.Eq.1150 (lyr., et ibi Sch.), V.99, al.
III a female ornament, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1431] ὁ (χαω), ein Maulkorb, der dem Pferde angelegt wird, wenn es am Zügel geführt wird, damit es nicht beißen kann, Xen. de re equ. 5, 3 (s. κημόω); φιλοῤῥώθων Philodem. 27 (VI, 246); ἱππαστήρ Antp. Sid. 87 (VII, 424); στόματος Aesch. fr. 108; auch bei Menschen, Ath. XII, 548 c, wo der Knetende beim Bereiten des Teiges einen solchen hat, ein Tuch, λινοῦν περάβλημα Eust. 1960, 4. – Ein geflochtenes Körbchen, nach Hesych. der Deckel der Urne, in welche die Stimmsteinchen geworfen wurden; Schol. Ar. Equ. 1147 u. B. A. 275; nach Phot. aber πλέγμα κωνοειδές, δι' οὗ καθιᾶσιν οἱ δικασταὶ τὴν ψῆφον εἰς τὸν κάδον; Ar. Vesp. 754. – Nach Hesych. auch eine Art Fischerreuse, ἐν ᾡ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, aus Soph. frg. 438. – Nach Hesych. ein Frauenschmuck. – Andere Bedeutungen s. noch Phot. lex.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 muselière;
2 couvercle d'osier en forme d'entonnoir pour l'urne où les juges déposaient leurs suffrages.
Étymologie: DELG t. techn. sans explication.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κημός -οῦ, ὁ muilband. deksel (van stemurn).
Russian (Dvoretsky)
κημός: ὁ
1 (тж. κ. στόματος Aesch.) (конский) намордник Xen., Anth.;
2 рыболовная верша Soph.;
3 (конический) верх урны (для опускания судейских голосов) Arph., Arst.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός)
νεοελλ.
σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους
μσν.
καπίστρι
αρχ.
1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα του αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν ἱπποκόμον καὶ τὸν κημόν περιτιθέναι τῷ ἵππῳ», Ξεν.)
2. σάκος με τροφή που κρέμεται από τον αυχένα του αλόγου και στον οποίο είναι χωμένο το ρύγχος του για να τρώγει
3. ψάθινο ή πλεκτό σκεύος χρήσιμο για το ψάρεμα της πορφύρας
4. το ανώτατο μέρος της κάλπης, που είχε σχήμα χωνιού και μέσα από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι τών δικαστών
5. γυναικείο κόσμημα
6. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρτοποιοί για να καλύπτουν τη μύτη και το στόμα κατά την εργασία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρμεν. k'amem «πιέζω» καθώς και με λιθουαν. kāmanos «χαλινάρια», μέσ. άνω γερμ. hemmen, hamen «σταματώ, αναστέλλω, δένω». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cāmus (πρβλ. δωρ. τ. κᾱμός), όπως και η αραβ. με τη μορφή ǵem (πρβλ. γκέμι)].
Greek Monotonic
κημός: ὁ, φίμωτρο, που βάζεται σε άλογο, σε Ξεν., Ανθ.
II. το ανώτατο μέρος της κάλπης στα Αθηναϊκά δικαστήρια που έμοιαζε με χωνί (κάδος, καδίσκος), μέσω του οποίου ρίχνονταν οι ψήφοι (ψῆφοι), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κημός: ὁ, πλέγμα ἢ φίμωτρον τιθέμενον περὶ τὸ στόμα ἵππου ὅπως μὴ δάκνῃ, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἀνθ. Π. 6. 246· ὡσαύτως, σάκκος κρεμάμενος ἀπὸ τοῦ αὐχένος τοῦ ἵππου εἰς ὃν τὸ στόμα αὐτοῦ εἰσέρχεται ἵνα τρώγῃ ἐξ αὐτοῦ, Ἡσύχ.· μεταφ. κημοὺς στόματος, φίμωτρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 124. 2) ὕφασμά τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρτοποιοῖς καλύπτον ῥῖνα καὶ στόμα, Ἀθην. 548C. 3).= φορβειά, Φώτ. ΙΙ. «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν ᾧ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, ἔστιν δὲ ὅμοιον ἠθμῷ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ δέλεαρ» Ἡσύχ., Λατ. nassa, Σοφ. Ἀποσπ. 449b. 2) τὸ ἐν εἴδει χωνίου ἀνώτατον μέρος τῆς κάλπης (κάδος, καδίσκος) ἐν τοῖς Ἀθηναϊκῆς δικαστηρίοις, δι’ οὗ αἱ ψῆφοι ἐρρίπτοντο (πρβλ. κηθίς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147 (καὶ αυτόθι Σχολ.) Σφ. 99, 754, 1339· ἰδὲ Scott on the Athen. Ballot, σελ. 8, 10 (Ὀξφόρδ. 1838). ΙΙΙ. κόσμημά τι γυναικεῖον, Φώτ., Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: muzzle, wicker top of the voting urn, vessel for fishing, cover for nose and mouth etc. (A., S., Ar., X.; on the meaning Schenkl WuS 5, 172ff.).
Dialectal forms: Dor. καμός
Compounds: As 2. member in εὑκαμία ἡσυχία, ἤτοι εὑφημία (EM, H.), as from *εὔ-καμος.
Derivatives: κημόω put on a muzzle, tie up a mouth (X., 1 Ep. Kor. 9, 9, sch.) with κήμωσις φίμωσις H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. The formally possible connection with Arm. kamem press (out) (Petersson KZ 47, 284) is hard to combine with the further prob. basic meaning wicker. The same holds for wods from a Balto-Slavic and Germanic group with the meaning press (together) etc., which also differs in the vowel, e. g. Lith. kãmanos pl. harness with bit, Russ. kom clump, MHG hemmen, hamen hold up, bind, hemmen etc. etc. (Pok. 555, Fraenkel s. kãmanos, Vasmer s. kom). Lat. quālum wicker basket (Prellwitz1) has a diff. initial, s. W.-Hofmann s. v. Specht Ursprung 263 n. 4 to χάβος muzzle (sch.Ar.Eq. 1147). Diff. Wood ClassPhil. 21, 341 (to OHG hamo cover etc.). - From Dor. καμός came Lat. cāmus muzzle, from κημός Osman. Arab. ǵem bit, mouth-piece of the harness, bridle, from where NGr. τὸ γέμι bridle (Maidhof Glotta 10, 9). - The connection with χάβος is of course blameless; it points to μ / β in Pre-Greek (Fur. 203-227); Fur. 220 who cites χαβός - χαμός (s.v.) both adjectives; Furnée seems to suggest that these words are the same as our word (where he is clearly following Frisk's presentation), which is clearly wrong; also he is incomplete as he does not cite κημός.
See also: - S. auch κῶμος, κώμυς.
Middle Liddell
κημός, οῦ,
I. a muzzle, put on a led horse, Xen., Anth.
II. the funnel-shaped top to the voting urn (κάδος, καδίσκοσ) in the Athen. courts of law, through which the ballots (ψῆφοἰ were dropt, Ar.
Frisk Etymology German
κημός: {kēmós}
Grammar: m.
Meaning: Maulkorb, geflochtener Deckel der Stimmurne, Fischreuse, Mundbinde (A., S., Ar., X. u. a.; zur Bedeutung Schenkl WuS 5, 172ff.).
Derivative: Davon κημόω einen Maulkorb anlegen, das Maul verbinden (X., 1 Ep. Kor. 9, 9, Sch.) mit κήμωσις· φίμωσις H. Als Hinterglied in εὐκαμία· ἡσυχία, ἤτοι εὐφημία (EM, H.), wie von *εὔκαμος.
Etymology: Unerklärt. Die formal gewiß mögliche Anknüpfung an arm. k‘amem drücken, pressen, auspressen (Petersson KZ 47, 284) ist mit der sonst naheliegenden Grundbedeutung Flechtwerk schwer vereinbar. Dasselbe gilt von der Heranziehung einer im Baltisch-Slavischen und Germanischen stark vertretenen, z.T. ziemlich bunten Wortsippe der Bedeutung zusammendrücken, pressen, zusammenballen, die außerdem im Vokal abweicht, z. B. lit. kãmanos pl. Zaumzeug mit Gebiß, russ. kom Klumpen, mhd. hemmen, hamen ‘aufhalten, binden, hemmen’ usw. usw. (WP. 1, 388f., Pok. 555, Fraenkel s. kãmanos, Vasmer s. kom). Lat. quālum geflochtener Korb (Prellwitz1) weicht anderseits im Anlaut ab, s. WP. 1, 507, W.-Hofmann s. v. Nicht mit Specht Ursprung 263 A. 4 zu χάβος Maulkorb (Sch.). Noch anders Wood ClassPhil. 21, 341 (zu ahd. hamo Hülle usw.). — Aus dor. *καμός stammt lat. cāmus Maulkorb, Beißkorb, aus κημός osman. arab. ĝem Gebiß, Mundstück des Zaumes, Zaum, Zügel, wovon ngr. τὸ γέμι Zügel, Zaum (Maidhof Glotta 10, 9). — S. auch κῶμος, κώμυς.
Page 1,841
Wikipedia EN
A feedbag, feed bag, feeding bag, nosebag, or morral, is a bag, filled with fodder, and attached to the head of a horse, enabling it to eat. The main advantages are that only a small amount of the feed is wasted, and it prevents one animal consuming the ration of another.
It can be made of leather, reeds, but more commonly is a thick fabric or light canvas. Some modern designs are made of Cordura or other durable nylon, with a solid bottom and mesh sides for ventilation.
To access the portion of the feed near the bottom of the bag, the horse needs to be able to touch its head to the ground, allowing it to push its nose into the end of the bag.
In popular US culture, the feedbag is used in the expression "strap on the old feedbag", meaning to "dine". It suggests that the diner will pay little attention to etiquette, and will dine heartily. The term is also found in numerous restaurant names.
Translations
Bulgarian: торба за зоб; Catalan: morral; French: musette; German: Futtersack; Ancient Greek: χιλωτήρ, καμός, κημός; Irish: socmhála, mála cinn