συνεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 10:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπίπτω Medium diacritics: συνεκπίπτω Low diacritics: συνεκπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synekpíptō Transliteration B: synekpiptō Transliteration C: synekpipto Beta Code: sunekpi/ptw

English (LSJ)

A fall out or be ejected together, Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεμ-), Arist.HA587a13; αἴσθησις -ουσα μετὰ τοῦ αἰσθητοῦ Pl.Tht.156b; δεῖ.. συνεκπίπτειν τὴν ὅρασιν τῷ ὁρατῷ Plot.5.3.10, cf. 6.2.9.
II c. dat., rush out together with, Plu.Pel.32, Lys.28; to be carried away by, ταῖς ὁρμαῖς τῶν πολιτῶν Id.Per.20, cf. Plb.27.9.9.
2 to be driven out or banished together with, Plu.Ant.32.
3 disappear together with, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ Id.2.946a, cf. Luc. Hist.Conscr.62.
III (from voting tablets coming out of the urn in which they were collected) come out in agreement, happen to agree, κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον Hdt.1.206; αἱ γνῶμαι αἱ πλεῖσται σ. ναυμαχέειν agreed in advising to fight, Id.8.49; οἱ πολλοὶ σ. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, ib.123.
2 c. dat., come out equal to another, run a dead heat with him, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Id.5.22, cf. Plu.2.1045d.
IV fail together, ἔν τινι Demad.8 (s. v.l.); of a play, to be rejected together with the actor, Luc.Nigr.8.
V of flesh, fall away together, Pl. Ti.84b.
VI degenerate together, εἴς τι Longin.41.1.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. πίπτω), mit od. zugleich herausfallen, hervorbrechen, herausgerissen werden; ἐκ τῶν ῥιζῶν ξυνεκπίπτουσαι, Plat. Tim. 84 b; hervorgehen, ἀεὶ συνεκπίπτουσα καὶ γεννωμένη αἴσθησις, Theaet. 156 b; auch vom übereinstimmenden Ausfall der Meinungen beim Abstimmen über eine Sache, αἱ γνῶμαι συνεκπ ίπτουσιν, die Meinungen stimmen überein, Her. 1, 206. 8, 49; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον, 8, 123; eigtl. vom Herausfallen oder Herausschütten der Stimmsteinchen oder -täfelchen aus dem Gefäß, in dem sie gesammelt wurden, 5, 22; Luc. Nigr. 8; ἀστραπαί, Plut. Timol. 28.

French (Bailly abrégé)

1 tomber avec ou en même temps hors de, s'échapper ou sortir avec : fig. αἱ γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (litt. les votes sortent de l'urne tous d'accord) ; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d'accord pour;
2 échouer ensemble;
3 être exilé avec, τινι;
4 disparaître avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπίπτω tegelijk uitvallen; als pass. bij συνεκβάλλω: mede uitgestoten of verbannen worden, met dat..; Plut.; van een toneelstuk mee-floppen (met de acteur); Luc. 8.8; tegelijk (met...) verdwijnen, met dat.. Luc. 59.62. tegelijk (met...) te voorschijn komen of ontstaan, met μετά + gen..; Plat. Tht. 156b; uitbr. naar het idee van stemplaatjes die samen uit de stemurn komen, van meningen over een kwestie hetzelfde uitvallen, overeen blijken te stemmen:; αἱ γνῶμαι … αἱ πλεῖσται συνεξέπιπτον … ναυμαχέειν πρὸ τῆς Πελοποννήσου de mening van de meesten vielen hetzelfde uit, namelijk dat ze een zeeslag moesten leveren voor de Peloponnesus Hdt. 8.49.2; κατὰ τὠυτὸ σ. unaniem blijken te zijn Hdt. 1.206.3; uitbr. van de mensen die stemmen; δευτέρα … οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες de meeste mensen bleken allemaal de tweede plaats aan Themistocles toegekend te hebben Hdt. 8.123.2; van een atleet gelijk uit de bus komen met, met dat.: συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ hij kwam gelijk uit de bus met de nummer één (d.w.z. kwam op een gedeelde eerste plaats) Hdt. 5.22.2. tegelijk (met...) naar buiten/naar de buitenkant snellen, met dat. en εἰς of πρός + acc..; Plut.; overdr. zich laten meeslepen door, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπίπτω:
1 вместе выпадать, падать вниз (διὰ τῶν πόρων Plut.): ἀστραπαὶ συνεξέπιπτον Plut. сверкали молнии;
2 (о жребии) одновременно выпадать: Ἀλέξανδρος συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Her. Александру выпал жребия (состязаться) в первой паре;
3 отпадать, отрываться (ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.);
4 одновременно терпеть провал Luc.;
5 вместе появляться, одновременно возникать (αἴσθησις συνεκπίπτουσα μετὰ τοῦ αἰσθητοῦ Plat.);
6 совпадать, сходиться, соглашаться (κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Her.): οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. большинство высказалось за выбор Фемистокла;
7 вместе устремляться, прорываться, врываться (εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων Plut.);
8 вместе быть в изгнании (τινί Plut.);
9 вместе пропадать, исчезать (τινί Plut., Luc.).

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως
2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον
3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον
4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.)
5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον κάποιου
6. (με δοτ.) βγαίνω ισόπαλος («ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ», Ηρόδ.)
7. αποτυγχάνω μαζί με κάποιον
8. αποσπώμαι, ξεριζώνομαι συγχρόνως
9. (για υπόθεση δραματικού έργου σε σχέση με όλη την σύνθεση) αποδοκιμάζομαι επίσης («ἡ δὲ ὑπόθεσις οὐ μετρίως με λυπήσειν ἔοικε συνεκπίπτουσα», Λουκιαν.)
10. (για σάρκα) εκφυλίζομαι συγχρόνως
11. (για ψήφο κάλπης) εξέρχομαι, βγαίνω όμοιος με άλλον
12. (κατ' επέκτ.) συμπίπτω, συμφωνώ («κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

συνεκπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
I. 1. εξορμώ μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.
2. απελαύνομαι ή εξορίζομαι από κοινού, στον ίδ.
3. εξαφανίζομαι μαζί, σε Λουκ.
II. 1. λέγεται για τις πινακίδες που χρησιμοποιούνταν σε ψηφοφορία και τις έβγαζαν όλες μαζί από την κάλπη καταλήγω σε συμφωνία, συμβαίνει να συμφωνώ, συμπίπτω, σε Ηρόδ.· αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν, συμφωνούσαν στο να γίνει η ναυμαχία, στον ίδ.· κατόπιν, λέγεται για πρόσωπα, οἱ πολλοὶ συνέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συμφώνησαν προκρίνοντας τον Θεμιστοκλή, στον ίδ.
2. με δοτ., αποδεικνύομαι ισοδύναμος, ίσος με κάποιον, βγαίνω από δοκιμασία ισόπαλος με κάποιον, συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ, στον ίδ.
III. αποβάλλομαι μαζί, απορρίπτομαι, αποτυγχάνω από κοινού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίπτω: ἐκπίπτω, ἐξέρχομαι ἢ ἐκβάλλομαι ὁμοῦ, ἐὰν καὶ τὸ ὕστερον συνεκπέσῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2· μετά τινος Πλάτ. Θεαίτ. 156Β. ΙΙ. μετὰ δοτικ., ἐξορμῶ ὁμοῦ κατά τινος, συνεξέπεσον εἰς τὸ πεδίον τοῖς φεύγουσι Πλουτ. Πελοπ. 32, Λύσανδρ. 28. 2) ἐξελαύνομαι ἢ ἐξορίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 32. 3) ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ ὁ αὐτ. 2. 496Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν ψήφων ἐξερχομένων ἐκ τῆς κάλπης, ἐν ᾗ ἦσαν ἠθροισμέναι, ἐξέρχομαι ἐν συμφωνίᾳ, συμβαίνει νὰ συμφωνῶ, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Ἡρόδ. 1. 206· αἱ πλεῖσται γνῶμαι σ. ναυσιμαχέειν, ἦσαν σύμφωνοι ὅπως γείνῃ ἡ ναυμαχία, ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ πολλοὶ συν. Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συνεφώνουν προτιμῶντες τὸν Θεμ., αὐτόθι 123· 2) μετὰ δοτ., ἐξέρχομαι ἴσος μὲ ἄλλον, ἀποδείκνυμαι ἴσος, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. Πλούτ. 2. 1045D. IV. ἐκρίπτομαι ἢ ἀποτυγχάνω ὁμοῦ, ἔν τινι Δημάδ. 179. 29 (ὁ Βεκκῆρος συμβουλεύει τὴν ἀπαλοιφὴν τοῦ ἐν)· ἐπὶ δράματος, ἀποδοκιμάζομαι, Λουκ. Νιγρῖν. 8. V. ἐκσπῶμαι, ἀποσπῶμαι ὁμοῦ, ἐκ τῶν ῥιζῶν Πλάτ. Τίμ. 84Β. VI. ἐκπίπτω, καταπίπτω ὁμοῦ, εἴς τι Λογγῖν. 41. 1.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
I. to rush out together with others, c. dat., Plut.
2. to be driven out or banished together, Plut.
3. to disappear together, Luc.
II. of voting tablets, to come out in agreement, to happen to agree, Hdt.; αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν agreed in advising to fight, Hdt.; then of persons, οἱ πολλοὶ ς. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, Hdt.
2. c. dat. to come out equal to another, run a dead heat with him, συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Hdt.
III. to be thrown out together, to be rejected, Luc.