μεθέλκω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.
French (Bailly abrégé)
tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.
Greek Monolingual
μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρέλκω, προσέλκω)].
Greek Monotonic
μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.