εὐεργεσία

From LSJ
Revision as of 11:57, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργεσία Medium diacritics: εὐεργεσία Low diacritics: ευεργεσία Capitals: ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ
Transliteration A: euergesía Transliteration B: euergesia Transliteration C: evergesia Beta Code: eu)ergesi/a

English (LSJ)

Ion. εὐεργεσίη, ἡ,
A well-doing, opp. κακοεργίη, Od.22.374; opp. κακότης, Thgn.548, etc.
II a good deed, kindness, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235, cf. Hes.Th.503 (pl.); ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ. done by him, Hdt.5.11; ἐκτίνειν Id.3.47 (pl.); εὐεργεσίας ἀποδέξασθαι ἔς τινας ib.67; καταθέσθαι ἔς τινα Th.1.128; εὐ. πεποιημέναι ἔς τινα Hdt.4.165; προέσθαι X.An.7.7.47; προσφέρειν Pl.Grg. 513e; opp. εὐ. ἀπολαβεῖν Isoc.14.57; εὐ. ὀφείλεταί μοι Th.1.137, cf. 32; ἀντ' εὐεργεσίης = for service done, Simon.97.6, Theoc. 17.116, cf. B.1.47 (pl.), IG12.108; ἀπ' εὐεργεσίας καθίστασαν τοὺς βασιλεῖς Arist.Pol.1286b10: c. gen., εὐ. τῆς πόλεως good service done the state, Pl.Lg.850b: pl., public services, τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Lys. 14.24, etc.
2 ψηφίζεσθαί [τινι] εὐεργεσίαν to vote him the title of εὐεργέτης (q.v.), D.20.60, cf. IG22.29, etc.; κείσεταί σοι εὐ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀνάγραπτος Th.1.129, cf. X.HG1.1.26, etc.
III Εὐεργεσία, personified, = Lat. Liberalitas, D.C.71.34.
2 epithet of Hera at Argos, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Rechtthun, Guthandeln, Od. 22, 374, im Gegensatz der κακοεργία; bes. Wohlthätigkeit, εὐεργεσίας ἀποτίνειν, die Wohlthat vergelten, 22, 235; Hes. Th. 503; Her. 3, 47; τῆς πόλεως, gegen den Staat, Plat. Legg. VIII, 850 b; καὶ ὠφέλειαι Gorg. 522 b; κείσεταί σοι εὐεργ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς ἀεὶ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129, vgl. 137; καταθέσθαι 128, wie Dem. 15, 11 u. Folgde; – ψηφίζεσθαί τινι εὐεργεσίαν, Einem den Ehrentitel eines Wohlthäters zuerkennen, neben προξενίαν, ἀτέλειαν, Dem. 20, 60; so Xen. Hell. 1, 1, 26 εὐεργεσία τε καὶ πολιτεία Συρακουσίοις ἐν Ἀντάνδρῳ ἐστίν, u. oft in Inscr., z. B. 84. 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne action, action honnête;
2 bienfaisance, bienfait, service ; titre de bienfaiteur ou évergète (avec les privilèges attachés à ce titre dans les villes grecques).
Étymologie: εὐεργετέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργεσία: ион. εὐεργεσίη ἡ
1 доброе дело (κακοεργίης εὐεργεσίη ἀμείνων Hom.);
2 благодеяние, услуга (εὐεργεσίαι καὶ χάριτες Plut.): εὐεργεσίαν ποιεῖν Her., προσφέρειν Plat., προέσθαι Xen., καταθέσθαι Thuc. (ἔς и πρός τινα) оказывать услугу;
3 звание благодетеля (εὐεργεσίαν ψηφίζεσθαί τινι Dem.; ср. εὐεργέτης 2).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργεσία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀγαθοεργία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακοεργία, ὡς, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ ἀμείνων Ὀδ. Χ. 374, Θέογν. 548, κλ. ΙΙ. ἐυποιΐα, εὐεργεσία, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235, πρβλ. Ἡσ. Θ. 503· ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ., ἡ γενομένη ὑπ’ ἐκείνου, Ἡρόδοτ. 5. 11· ἐκτίνειν ὁ αὐτ. 3. 47· εὐεργεσίας ἀποδείκνυσθαι εἴς τινας ὁ αὐτ. 3. 67· καταθέσθαι ἔς τινα Θουκ. 1. 128· εὐεργ. ποιέειν Ἡρόδ. 4. 165· προέσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 47· προσφέρειν Πλάτ. Γοργ. 513Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργ. ἀπολαύειν Ἰσοκρ. 307D· εὐεργ. ὀφειλέταί μοι Θουκ. 1. 137, πρβλ. 32· ἀντ’ εὐεργεσίας, διὰ γενομένην εὐεργεσίαν, Σιμωνίδης 103, Θεόκρ. 17. 116· ἐπ’ εὐεργεσίας καθιστάναι τοὺς βασιλεῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 11: - μετὰ γεν., εὐεργ. τῆς πόλεως, εὐεργεσία γενομένη πρὸς τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 850Β: - πληθ., δημόσιαι εὐεργεσίαι ἢ ὑπηρεσίαι, τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Λυσ. 142. 2, καὶ συχν. παρὰ Ρήτορσι. 2) ψηφίζεσθαί τινι εὐεργεσίαν, ἀπονέμειν τινὶ διὰ ψηφίσματος τὸ τιμητικὸν ἐπώνυμον εὐεργέτης (ἴδε τὴν λέξ.), Wolf. εἰς Δημ. 475. 11· κεῖταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ ἀνάγραπτος Θουκ. 1. 129, πρβλ. Ἡρόδοτ. 5. 11, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 91, κλ. ΙΙΙ. «Εὐεργεσία· Ἥρα ἐν Ἄργει» Ἡσύχ.

English (Slater)

εὐεργεσία pl., acts of kindness καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων i. e. towards his guests) (I. 6.70)

English (Strong)

from εὐεργέτης; beneficence (genitive case or specially): benefit, good deed done.

English (Thayer)

εὐεργεσίας, ἡ (εὐεργέτης); a good deed, benefit: ἀντιλαμβάνω, 2); with the genitive of the person on whom the benefit is conferred (Winer's Grammar, 185 (174)), Homer down.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) ευεργέτης
1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία
2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό
μσν.
1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή
2. εύνοια, χάρη
αρχ.
φρ.
1. «ἀντ' εὐεργεσίης» (για κάποια υπηρεσία η οποία του προσφέρθηκε)
2. «ψηφίζομαί τινι εὐεργεσίαν» — δίνω σε κάποιον με ψήφο τον τίτλο του ευεργέτη
3. πληθ. αἱ εὐεργεσίαι
δημόσιες υπηρεσίες («τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας», Λυσ.).

Greek Monotonic

εὐεργεσία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. αγαθοεργία, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.
II. καλή υπηρεσία, αγαθή ενέργεια, καλή, ωφέλιμη πράξη, καλοσύνη, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, ευεργέτημα, φιλανθρωπία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· εὐ. καταθέσθαι ἔς τινα, σε Θουκ.· εὐ. ὀφείλεταί μοι, στον ίδ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐεργεσία, ἡ,
I. well-doing, Od., Theogn., etc.
II. good service, a good deed, kindness, bounty, benefit, Od., Hdt.; εὐ. καταθέσθαι ἔς τινα Thuc.; εὐ. ὀφείλεταί μοι Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:eÙerges⋯a 由-誒而給西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:好-行為
字義溯源:善行,善事,服事的益處;源自(εὐεργέτης)=善行者);由(εὖ / εὖγε)=好)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 服事益處的(1) 提前6:2;
2) 善事(1) 徒4:9

English (Woodhouse)

benefaction, benefit, boon, favor, favour, kindness, service, good turn, kind act

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)