ἐλεός

From LSJ
Revision as of 22:16, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεός Medium diacritics: ἐλεός Low diacritics: ελεός Capitals: ΕΛΕΟΣ
Transliteration A: eleós Transliteration B: eleos Transliteration C: eleos Beta Code: e)leo/s

English (LSJ)

ὁ,
A kitchen table, dresser, in plural, Il.9.215, Od.14.432:—later ἐλεόν, τό, Ar.Eq.152,169.
II a kind of owl, Arist.HA592b11.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): εἰλεός Sud.s.u. εἰν ἑλεοῖσι
• Morfología: [plu. dat. ἐλεοῖσιν Il.9.215]
1 mesa de cocina para el despiece, tajo de cocina, trinchero, Il.l.c., Od.14.432, Ath.73b, Sud.l.c., escrito frec. en gram. ἑλεός en expl. sobre su etim., Hdn.Gr.2.157, Sch.Er.Il.9.215.
2 especie de tarima o estrado desde el que antes de Tespis, según Pollux, se respondía a los miembros del coro, Poll.4.123 (= Com.Adesp.776).
-οῦ, ὁ
orn., un tipo de ave nocturna, quizá el cárabo Strix aluco L., Arist.HA 592b11, 609b9, Artem.3.65, Zonar.

German (Pape)

[Seite 795] ὁ, nach Ath. IV, 173 a μαγειρικὴ τράπεζα, der Tisch, auf dem der Koch das Fleisch zerlegt; αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔθηκεν Il. 9, 215, vgl. Od. 14, 432. – Bei Arist. H. A. 8, 3 ein Raubvogel.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
table de cuisine, table à découper.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεός:
I ὁ предполож. неясыть или сипуха Arst.
IIкухонный стол Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεός: ὁ, μαγειρικὴ τράπεζα, Ἰλ. Ι. 215, Ὀδ. Ξ. 432· πρβλ. Ἀθήν. 173Α· - ὡσαύτως ἐλεόν, τό, Ἀριστοφ. Ἱππ. 152, 169. ΙΙ. εἶδος γλαυκός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 3.

English (Autenrieth)

meat-board, dresser, Il. 9.215 and Od. 14.432.

Greek Monolingual

το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος)
η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής της τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα
II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
1. συμπόνια, οίκτος
2. ελεημοσύνη
3. η αγάπη και η συγκατάβαση του Θεού προς τους ανθρώπους
4. φρ. «ἐλέῳ θεοῦ» — φράση με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική εξουσία τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη χάρη του Θεού
νεοελλ.
Ι. (ως επιφώνημα) έλεος
λυπηθείτε με, συγχωρήστε με
II. φρ.
1. «στο έλεος του Θεού» — τελείως αβοήθητος
2. «στο έλεος κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη διάθεση κάποιου
3. «δεν έχει έλεος»
α) είναι αμείλικτος, πολύ σκληρός
β) δεν έχει απολύτως τίποτε, ούτε το ελάχιστο ποσό που θά 'δινε για ελεημοσύνη
4. «τα ελέη του Θεού» — αφθονία αγαθών
5. «πήγαινε στο έλεος του Θεού» (ευχή)
ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου
6. «αδελφή του ελέους» — νοσοκόμα
αρχ.
πράγμα άξιο ελέους, οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ ρίζα el-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (πρβλ. ολοφυρμός, ολολυγή, από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας). Είναι επίσης πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο επιφώνημα (πρβλ. ελελεύ). Η μεταβολή του γένους της λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά προς τη λ. πάθος (το). Τόσο η λ. έλεος όσο και η λ. οίκτος καθιερώθηκαν στην προφορική ομιλία κυρίως μέσω της εκκλησιαστικής χρήσεως.
ΠΑΡ. ελεεινός, ελεώ
αρχ.
ελεαίρω, ελεόν.
ΣΥΝΘ. πολυέλεος
αρχ.
ανελεής, φιλέλεος
νεοελλ.
ανηλεής].
ο (ΑΜ ἐλεός)
πτηνό της οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι
αρχ.
τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας.

Greek Monotonic

ἐλεός: ὁ, το τραπέζι του μαγειρίου, της κουζίνας, τραπέζι πάνω στο οποίο τεμαχίζονταν το κρέας, μπουφές, ντουλάπι κουζίνας, σε Όμηρ.· επίσης, ἐλεόν, τό, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

2
Grammatical information: m.
Meaning: an owl (Arist. HA 592b 11, s. Thompson Birds s. v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Onomatopoetic?; cf. e. g. Lat. ulula and ἐλελεῦ, ὀλολύζω.

Middle Liddell

ἐλεός, ὁ,
a kitchen-table, a board on which meat was cut up, a dresser, Hom.:—also ἐλεόν, τό, Ar.

Frisk Etymology German

ἐλεός: 2.
{eleós}
Grammar: m.
Meaning: eine Art Eule (Arist.HA 592b 11 u. a., s. Thompson Birds s. v.).
Etymology: Unerklärt. Onomatopoetischer Ursprung liegt nahe; vgl. z. B. lat. ulula und ἐλελεῦ, ὀλολύζω.
Page 1,490