γυναικόμιμος

From LSJ
Revision as of 09:49, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικόμῑμος Medium diacritics: γυναικόμιμος Low diacritics: γυναικόμιμος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: gynaikómimos Transliteration B: gynaikomimos Transliteration C: gynaikomimos Beta Code: gunaiko/mimos

English (LSJ)

γυναικόμιμον, aping women, γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν A.Pr.1005; ἐσθήματα S.Fr.769; μόρφωμα E.Antiop. iiA 7 A.; στολά Id.Ba.980 (lyr.).

Spanish (DGE)

(γῠναικόμῑμος) -ον
que imita a la mujer γυναικόμιμα ὑπτιάσματα χερῶν actitudes de súplica que imitan a las de las mujeres con las manos levantadas hacia arriba A.Pr.1005, ἐσθήματα S.Fr.769, μόρφωμα E.Fr.185.3, στολά E.Ba.980.

German (Pape)

[Seite 510] Weiber nachahmend, weibisch, ὑπτίασμα χερῶν Aesch. Prom. 1005; στολή Eur. Bacch. 980; ἔσθημα Soph. frg. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imite les (manières ou l'habillement des) femmes.
Étymologie: γυνή, μιμέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικόμιμος -ον [γυνή, μιμέομαι] vrouwen imiterend.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικόμῑμος: подражающий женщинам, т. е. женский (ὑπτιάσματα χερῶν Aesch.; ἔσθημα Soph.; στολά Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος τὰς γυναῖκας, γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1005· ἐσθήματα Σοφ. Ἀποσπ. 706· στολὴ Εὐρ. Βάκχ. 980.

Greek Monolingual

γυναικόμιμος, -ον (AM)
αυτός που μιμείται τις γυναίκες στις κινήσεις ή στο ντύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μίμος (πρβλ. αντίμιμος, λογόμιμος)].

Greek Monotonic

γῠναικόμῑμος: -ον, αυτός που μιμείται τις γυναίκες, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

aping women, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

effeminate, womanish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

effeminate

Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث‎; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد‎; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd