εὐθαρσής

From LSJ
Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθαρσής Medium diacritics: εὐθαρσής Low diacritics: ευθαρσής Capitals: ΕΥΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: eutharsḗs Transliteration B: eutharsēs Transliteration C: eftharsis Beta Code: eu)qarsh/s

English (LSJ)

εὐθαρσές,
A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp.249, E.El.526; ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10; πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35; τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic. Rhod. p.575 M.: Comp. εὐθαρσέστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: Sup. εὐθαρσέστατος X. HG7.1.9. Adv. εὐθαρσῶς, ἔχειν πρός τι Arist.EN1115a21.
2 safe, secure, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐ. X. Eq.Mag.4.11.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, unerschrocken, gutes Muthes, herzhaft; H. h. 7, 9; Aesch. Ag. 904 Suppl. 947; Eur. El. 526; Xen. Hell. 7, 19; ἐν τοῖς δεινοῖς Ages. 11, 10, öfter, wie Folgde; πρὸς τὸν κίνδυνον D. Sic. 11, 35; auch vom Pferde, Poll. 1, 195; – Xen. Hipparch. 4, 11 αἱ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ, die offenen, sichtbaren Wachtposten zeigen, wo Gefahr u. wo Sicherheit ist, wo man getrost sein kann. – Adv. εὐθαρσῶς, Aesch. Suppl. 246; ἔχειν πρός τι, dem δειλός entgeggstzt, Arist. Eth. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a bon courage, ferme, hardi;
Cp. εὐθαρσέστερος, Sp. εὐθαρσέστατος.
Étymologie: εὖ, θάρσος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθαρσής:
1 бесстрашный, смелый (ἥβη HH; Δαναός Aesch.; Ὀρέστης Eur.; ἐν τοῖς δεινοῖς Xen., Arst.; πρὸς κίνδυνον Diod.; εὐ. καὶ πρόθυμος Plut.);
2 нестрашный, не внушающий страха, не представляющий опасности: τὰ εὐθαρσῆ Xen. безопасные места.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθαρσής: -ές, πλήρης θάρρους, εὔτολμος, Ὁμ. Ὕμν. 7. 9, Αἰσχύλ. Ἀγ. 930, Εὐρ. Ἠλ. 526· ἐν τοῖς δεινοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 10· πρὸς κίνδυνον Διόδ. 11. 35. - Συγκρ. -έστερος Πλούτ. 2. 69Α: Ὑπερθ. -έστατος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 9: - Ἐπιρρ., λέγ’ εὐθαρσῶς Αἰσχύλ. Ἱκ. 249· εὐθαρσῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 4. 2) ἀσφαλής, ἀκίνδυνος, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 11.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυθαρσής, λυκοθαρσής].

Greek Monotonic

εὐθαρσής: -ές (θάρσος
1. τολμηρός, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ασφαλής, ακίνδυνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-θαρσής, ές θάρσος
1. of good courage, Hhymn., Aesch., etc.
2. giving courage, secure, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=τολμηρός). Ἀπό τό εὖ + θάρσος θάρρος.
Παράγωγα: εὐθαρσέω -ῶ (=εἶμαι τολμηρός), εὐθαρσίαεὐθάρσεια (=τόλμη).

Translations

brave

Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: ⁧شُجَاع⁩, ⁧جَرِيء⁩, ⁧جَسُور⁩; Egyptian Arabic: ⁧شجيع⁩; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: ⁧אַמִּיץ⁩, ⁧אמיצה⁩; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئازا⁩, ⁧قارەمان⁩; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: ⁧قوچاق⁩; Persian: ⁧شجاع⁩, ⁧دلیر⁩, ⁧نیو⁩; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: ⁧بهادر⁩; Uyghur: ⁧باتۇر⁩, ⁧قورقماس⁩, ⁧جەسۇر⁩, ⁧مەرد⁩; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: ⁧העלדיש⁩, ⁧מוטיק⁩; Zulu: -nesibindi