εὐφημέω
English (LSJ)
Dor. εὐφαμέω, (εὔφημος)
A use words of good omen, opp. δυσφημέω:
I avoid all unlucky words, during sacred rites: hence, as the surest mode of avoiding them, keep a religious silence, φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Il.9.171, cf. Call.Ap.17, 18, etc.; mostly imper., εὐφήμει, εὐφημεῖτε, hush! be still! Ar.Nu.297, Ach. 241, al.; οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον Hdt.3.38; εὐφημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην Ar.Nu.263; εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ' ἐγώ Pl. Euthd.301a, cf.R.329c; οὐκ εὐφημήσεις; Id.Smp.214d:—Pass., εὔφημον εἴη τοὖπος εὐφημουμένῃ since you have been spoken fair, A.Supp. 512.
II shout in triumph, Id.Ag.596, Eu.1035 (lyr.), Ar.Pl.758, D.S.5.49.
2 c. acc., honour by praise, speak well of, θεούς Pl.Epin. 992d, cf. X.Smp.4.49:—Pass., to be called by a mild name, πολιτεία… εὐφημούμενος λῆρος D.S.37.17; also, to be honoured, Hp.Ep. 27, CIG4389 (Isauria); to be applauded, Ph.2.589; πρὸς πάντων -ηθείς Hdn.2.3.11; ὑπὸ ὄχλων Vett.Val.38.25.
III sound triumphantly, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα… ηὐφήμησεν A.Pers.389; ὀλολυγμὸς εὐφημῶν Id.Ag.28.
French (Bailly abrégé)
εὐφημῶ :
I. intr. 1 prononcer des paroles de bon augure ; éviter des paroles de mauvais augure, et p. suite garder un silence religieux ; particul. à l'impér. εὐφήμει, εὐφημεῖτε (cf. lat. bona verba, quaeso ! favete linguis !) silence !;
2 retentir comme une parole ou comme un bruit de bon augure ; Pass. entendre résonner des paroles de bon augure;
II. tr. 1 accueillir par des acclamations, acc.;
2 louer, célébrer.
Étymologie: εὔφημος.
German (Pape)
Worte von guter Vorbedeutung brauchen und solche, die eine böse Vorbedeutung haben, vermeiden, was bei Opfern und anderen heiligen Gebräuchen notwendig war; andachtsvoll schweigen, um jedes Wort böser Vorbedeutung zu vermeiden; φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε, ὄφρα Διῒ ἀρησόμεθα Il. 9.171; εὐφαμεῖτε Aesch. Eum. 988; vgl. ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον εὐφημοῦντες Ag. 596; auch κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν, klang schön, ertönte als gute Vorbedeutung, Pers. 381; vgl. Ag. 28; ἐν κακοῖσι οὐ ῥᾴδιον εὐφημεῖν στόμα Eur. Hec. 664; εὐφημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην καὶ τῆς εὐχῆς ὑπακούειν Ar. Nub. 263, vgl. Ran. 355; εὐφημείτω πᾶς αἰθήρ, dem σιγάτω entsprechend, Dionys. hymn. 1. – In der attischen Umgangssprache oft = still ! rede nicht so ! bona verba quaeso ! wenn man das, was der Andere gesagt hat, ablehnt, oder die böse Vorbedeutung, die darin liegen könnte, abweisen will oder wünscht, daß das, was der Andere gesagt hat, nicht geschehen möge; oft auch = Gott bewahre ! vgl. Jacobs A.P. p. XXXIV; εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε Plat. Prot. 330d, öfter; Luc. D.D. 21.2. – Auch act., θεούς, die Götter preisen, anbeten, Plat. Epinom. 992d; Xen. Symp. 4.49; mit freudigem Zuruf bewillkommnen, beglückwünschen, DS. 5.49 und öfter bei Hdn. Dah. auch pass., εὔφημον τοὖπος εἴη εὐφημουμένῃ, sprich gute Worte, die du mit guten Worten aufgenommen wirst, Aesch. Suppl. 507. – Nach Hesych. κατ' ἀντίφρασιν auch κωκύειν, στένειν.
Russian (Dvoretsky)
εὐφημέω: дор. εὐφᾱμέω
1 произносить слова благоприятного значения, т. е. воздерживаться от неподобающих слов, не кощунствовать или хранить благоговейное молчание (εὐ. κελεῦσαί τινα Her.): εὐφήμει (εὐφήμησον) или εὐφημεῖτε! (лат. bona verba, quaeso! или favete linguis!) Arph., Plut. ((за)молчи(те))!, тише!; εὔφημον εἴη τοὖπος (= τὸ ἔπος) εὐφημουμένῃ Aesch. благосклонно да будет слово (обращенное) к благоговейно молчащей;
2 торжественно раздаваться, радостно звучать: κέλαδος Ἑλλήνων πάρα ηὐφήμησεν Aesch. торжествующий крик раздался в греческом стане;
3 прославлять, славословить, восхвалять (πάντας θεοὺς ἅμα καὶ πάσας θεάς Plat.);
4 издавать радостные крики (εὐ. καὶ κροτεῖν Plut.): ἐστεφανωμένοι, γελῶντες, εὐφημοῦντες Arph. увенчанные (цветами), смеющиеся, ликующие.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφημέω: Δωρ. εὐφᾱμέω (εὔφημος), μεταχειρίζομαι λέξεις εὐοιώνους, ἀντίθετον τῷ δυσφημέω. Ι. ἀποφεύγω πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν, ὡς απῃτεῖτο κατὰ τὰς ἱερὰς τελετάς, τὸ τοῦ Ὁρατίου male ominatis parcere verbis· ἀκολούθως (τούτου ὄντος τοῦ ασφαλεστάτου μέσου πρὸς ἀποφυγήν αὐτῶν), τηρῶ θρησκευτικήν σιγήν, φέρτε δὲ χερσίν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Ἰλ. Ι. 171, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 263, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 17, 18, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ προστακτικήν, εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σιγᾶτε, σιωπή ! Λατ. bona verba quaeso, favete linguis. οἱονεὶ πρὸς ἀποφυγὴν κακοῦ οἰωνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 298, Ἀχ. 241, κ. ἀλλ.· οὕτως, οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον, ἐπειδὴ αἱ λέξεις αὐτοῦ ἐτάραξαν αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 38· εὐφημεῖν χρή τὸν πρεσβύτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 354· εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ’ ἐγὼ Πλάτ. Εὐθύδ. 301Α, πρβλ. Πολ. 329C· οὐκ εὐφημήσεις; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 214D. - Παθ., εὔφημον εἴη τοὔπος εὐφημουμένῃ (fausta audienti, Ἕρμ.) Αἰσχύλ. Ἱκ. 512· πρβλ. εὔστομος ΙΙ. 2. ΙΙ. βοῶ, ἀνακράζω εἰς ἔπαινον ἢ τιμήν τινος, ἢ ἐν θριάμβῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, Εὐμ. 1035, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Διόδ. 5. 49. 2) μετ’ αἰτ., τιμῶ, ἐπαινῶ, λέγω καλὰ περί τινος, Πλάτ. Ἐπιν. 992D, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ὡσαύτως, καλῶ δι’ ἐπιεικοῦς ὀνόματος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 119. - Παθ., ἔχω καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4389. ΙΙΙ. ἠχῶ ἐν θριάμβῳ, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα… εὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ὀλολυγμὸς εὐφημῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28.
English (Autenrieth)
(εὔφημος): observe a holy silence, i. e. avoid ill-omened words by not speaking at all, Il. 9.171†.
Greek Monotonic
εὐφημέω: Δωρ. εὐφᾱμέω, μέλ. -ήσω (εὔφημος), χρησιμοποιώ ευοίωνες λέξεις, αντίθ. προς το δυσφημέω·
I. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, το male ominatis parcere verbis, του Ορατ.· απ' όπου, τηρώ θρησκευτική σιγή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· προστ. εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σουτ! σιωπή! σώπα! μείνε ακίνητος! ακίνητος! Λατ. favete lignuis, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. 1. αναφωνώ εις ένδειξη επαίνου ή τιμής απέναντι σε κάποιον, ή σε θρίαμβο, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
2. με αιτ., τιμώ κάποιον με έπαινο, μιλώ καλά γι' αυτόν, εκθειάζω, σε Ξεν.
III. ηχώ θριαμβευτικά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔφημος
to use words of good omen, opp. to δυσφημέω:
I. to avoid all unlucky words, Horace's male ominatis parcere verbis: hence, to keep a religious silence, Il., Hdt., etc.; Imperat., εὐφήμει, εὐφημεῖτε hush! be still! Lat. favete linguis, Ar., Plat.
II. to shout in praise or honour of any one, or in triumph, Aesch., Ar.
2. c. acc. to honour by praise, speak well of, Xen.
III. to sound triumphantly, Aesch.