ταλαύρινος

From LSJ
Revision as of 07:34, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "muthig" to "mutig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαύρῑνος Medium diacritics: ταλαύρινος Low diacritics: ταλαύρινος Capitals: ΤΑΛΑΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: talaúrinos Transliteration B: talaurinos Transliteration C: talayrinos Beta Code: talau/rinos

English (LSJ)

ταλαύρινον, (τλάω, ϝρινός) bearing a shield of bull's-hide, epithet of Ares, ταλαύρινος πολεμιστής Il.5.289, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach.964; ταλαύρινος χρώς a thick tough hide, AP7.208 (Anyte): neut. as adverb, ταλαύρινον πολεμίζειν = to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).

German (Pape)

[Seite 1065] (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, mutig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cuir, càd au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; adv. • ταλαύρινον IL avec une force invincible.
Étymologie: τάλας, ῥινός.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαύρῑνος:
1 досл. крепкокожаный, т. е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою (πολεμιστής Hom.);
2 неукротимый, жестокий (πόλεμος Arph.);
3 толстый, крепкий (χρὼς ἵππου Anth.).

English (Autenrieth)

(root ταλ, ϝρῖνός): lit., enduring the ox-hide shield, tough, doughty, brave; epith. of Ares, with πολεμιστής.—Neut. as adv., bravely, Il. 7.239. (Il.)

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαύρῑνος: -ον, (ταλα *τλάω, ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., καρτερικός, ἀτρόμητος, ἀκαταμάχητος, τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. χρώς, παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («... πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό του τ. ῥινός (< Fρινός) «δέρμα»].

Greek Monotonic

τᾰλαύρῑνος: -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά ασπίδα φτιαγμένη από σκληρό δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· ταλαύρινος χρώς, παχύ, χοντρό, ισχυρό δέρμα, σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, να μάχεσαι ισχυρά, με εγκαρτέρηση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰλαύ-ρῑνος, ον, [*τλάω, ῥινός
with shield of tough bull's-hide, Il.; τ. χρώς a thick tough hide, Anth.:— neut. as adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.

Frisk Etymology German

ταλαύρινος: {talaúrinos}
Meaning: schildtragend
See also: s. zu ῥινός.
Page 2,850

Translations

brave

Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: ⁧شُجَاع⁩, ⁧جَرِيء⁩, ⁧جَسُور⁩; Egyptian Arabic: ⁧شجيع⁩; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: ⁧אַמִּיץ⁩, ⁧אמיצה⁩; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئازا⁩, ⁧قارەمان⁩; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: ⁧قوچاق⁩; Persian: ⁧شجاع⁩, ⁧دلیر⁩, ⁧نیو⁩; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: ⁧بهادر⁩; Uyghur: ⁧باتۇر⁩, ⁧قورقماس⁩, ⁧جەسۇر⁩, ⁧مەرد⁩; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: ⁧העלדיש⁩, ⁧מוטיק⁩; Zulu: -nesibindi