ψιθυρίζω

From LSJ
Revision as of 16:53, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθῠρίζω Medium diacritics: ψιθυρίζω Low diacritics: ψιθυρίζω Capitals: ΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: psithyrízō Transliteration B: psithyrizō Transliteration C: psithyrizo Beta Code: yiquri/zw

English (LSJ)

Dor. ψιθυρίσδω: (ψίθυρος):—
A whisper, Pl.Grg. 485e; πρός τινα Id.Euthd.276d, Duris69J.; ἀλλήλοις Theoc.27.68.
2 whisper what one dares not speak out, whisper slanders, κατά τινος Alciphr.3.58, LXX Ps.40(41).7; ψ. καί διαβάλλειν Them.Or.21.262c:—Pass., τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plu.Alc.23.
3 metaph. of trees, whisper (i.e. rustle), ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nu.1008 (anap.); also of swallows, twitter, Poll.5.90.

German (Pape)

[Seite 1399] dor. ψιθυρίσδω, Theocr. 2, 141, zischeln, flüstern, heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. πρός τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.

French (Bailly abrégé)

f. ψιθυριῶ;
gazouiller, murmurer doucement.
Étymologie: ψίθυρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.

Russian (Dvoretsky)

ψῐθῠρίζω: дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): μετά τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plut. произносимое шепотом имя; ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α
1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «του ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.)
2. ηχώ μονότονα
αρχ.
1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω φωναχτά
2. (κατ' επέκτ.) συκοφαντώ («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψιθ-υρ-ίζω έχει προέλθει, κατά μία άποψη, από αμάρτυρο ψυθ-υρ-ίζω, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το αρχικό θ. ψυθ- του ρ. ανάγεται στη ρίζα pse-u-d- / bhseu
«φυσώ, σφυρίζω», από όπου «βγάζω ήχους χωρίς σημασία», με οδοντική δασεία και παρέκταση -θ-, και συνδέεται με το ρ. ψεύδομαι και το ουσ. ψύθος (πρβλ. και τους τ. ψεδ-ών, ψεδ-υρός). Κατ' άλλη άποψη, ο φωνηεντισμός και ο σχηματισμός του ρ. παραπέμπουν στη μορφή τών συνώνυμων ρ. μινυρίζω, τινθυρίζω, τιττυβίζω, οπότε δεν αποκλείεται και ο σχηματισμός του ρ. ψιθυρίζω να ανάγεται σε ονοματοποιία αναλογική προς τα ρ. αυτά (πρβλ. και το ρ. ψίζομαι)].

Greek Monotonic

ψῐθῠρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. -ιῶ (ψίθυρος), ψιθυρίζω, μιλώ στο αυτί, σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την κίνηση των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο πλάτανος ψιθυρίζει στη φτελιά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῐθῠρίζω: Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· (ψίθυρος) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) ψιθυρίζω, λέγω χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, λέγω λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, οἷον ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.

Middle Liddell

ψῐθῠρίζω, ψίθυρος
to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.

Frisk Etymology German

ψιθυρίζω: {psithurízō}
Forms: dor. (bukol.), -ίσδω,
Grammar: v.
Meaning: flüstern, zuraunen, verleumden, übertr. von Bäumen, Vögeln säuseln, zwitschern (Pl., Ar., hell. u. sp.)
Composita: auch m. δια-, προσ-, ὑπο- u.a.,
Derivative: mit ψιθύρισμα (ὑπο-) n., -ισμός m. Geflüster, Gesäusel (hell. u. sp.), -ιστής m. "Flüsterer", Bein. des Hermes in Athen ([D.] 59, 39), Verleumder, Ohrenbläser (Ep. Rom.), -ιστικός (Cat. Cod. Astr.). — Daneben, anscheinend als Grundwort (*ψιθυρός), aber wenigstens z.T. als Rückbildung, ψίθυρος m. (m. oppositiver Barytonese) Verleumder, Ohrenbläser (Pi., Ar.Fr. 167 [anap.], LXX, Plu.), als Adj. flüsternd, verleumdend (S. Aj. 148 [anap.]), von Musik summend (Ar. Fr. 671), von Vögeln zwitschernd (AP). — Auch ψίθυρ = ψίθυρος (Hdn. Gr. u.a.; nach μάρτυρ), ψεδυρός (ψέδ-) = ψίθυρος (A. Supp. 1042 [lyr.], Hdn. Gr., H.; abzulehnen v. Blumenthal Hesychst. 13), ψιδόνες· διάβολοι, ψίθυροι H. — Hierher noch ψιθύρα f. Bez. eines libyschen Musikinstruments (S. Inach. in lyr., Poll.), wohl volksetymol. Umbildung eines Fremdworts. Vgl. μινυρίζω, κλαυθμυρίζω, τινθυρίζω, συρίζω (: σῦριγξ) u. a.; bzw. λιγυρός, καπυρός, ὀϊζυρός (: ὀϊζύς) u.a.; s. auch zu ὀλοφύρομαι.
Etymology: Schallwort ohne feste Genealogie. Wenn aus *ψυθυρ-dissimiliert (Specht KZ 61, 277, dazu Kretschmer Glotta 26, 57 f.; vgl. φῖτυ), zu ψύθος usw., s. ψεύδομαι. Vgl. andererseits ψίζομαι. — Pisani Arch. glott. it. 46, 23 erwägt Verwandtschaft mit aind. kṣvéḍati (kṣvédati) summen, brummen: idg. qʷs-; vgl. Mayrhofer s.v.
Page 2,1137-1138

Translations

whisper

Albanian: pëshpërit, fëshfërij; Arabic: هَمَسَ‎, وَسْوَسَ‎; Egyptian Arabic: وشوش‎; Armenian: շշնջալ; Azerbaijani: pıçıldamaq; Belarusian: шаптаць, шапнуць; Bulgarian: шептя, шепна; Burmese: တီးတိုးပြော; Catalan: xiuxiuejar; Cebuano: hunghong; Chinese Mandarin: 耳語/耳语, 呢喃, 嘀咕, 打喳喳, 打耳唧, 哼唧, 嘰咕/叽咕, 唧唧咕咕, 唧噥/唧哝, 竊竊私語/窃窃私语, 低語/低语; Cornish: hwystra; Czech: šeptat; Danish: hviske; Dutch: fluisteren, fezelen, wisperen, vezelen, ruinen; Elfdalian: twiså, wiså; Esperanto: flustri; Estonian: sosistama; Faroese: teska; Finnish: kuiskata; French: chuchoter, susurrer, murmurer; Galician: bisbar, murmurar; Georgian: ჩურჩული; German: flüstern, wispern, wispeln; Greek: ψιθυρίζω; Ancient Greek: διαψιθυρίζω, ἐντρυλλίζω, παραφθέγγομαι, προσψιθυρίζω, ὑπολαλέω, ὑπολαλῶ, ὑποτονθορύζω, ὑποψιθυρίζω, ψιθυρίζω, ψιθυρίσδω; Greenlandic: isussuppoq; Hawaiian: hāwanawana; Hebrew: לָחַשׁ‎; Hiligaynon: huding-huding, hutik; Hindi: फुसफुसाना; Hungarian: suttog; Icelandic: hvísla, hvískra, pískra, pukra; Ido: susurar; Ilocano: agarasaas, iarasaas; Indonesian: berbisik, membisiki; Interlingua: susurrar; Irish: labhair i gcogar, bí ag cogarnach; Italian: sussurrare; Japanese: 囁く; Kapampangan: bulung; Kazakh: сыбырлау; Khmer: ខ្សឹប, ខ្សៀវ; Kinaray-a: hani; Korean: 속삭이다; Kurdish Central Kurdish: چرپاندن‎; Northern Kurdish: piste-pist kirin; Kyrgyz: шыбыроо; Lao: ກະຊິບ; Latin: susurro; Latvian: čukstēt; Lithuanian: šnibždėti, šnabždėti; Low German: suustern, sustern, munkeln, tuscheln; Luxembourgish: pësperen; Macedonian: шепнува, шепоти, шепне; Malay: bisik, berbisik; Middle English: rounen; Mon: က္သေဲ; Mongolian Cyrillic: шивнэх; Norman: chuchoter; Norwegian Bokmål: hviske, kviskre; Nynorsk: kviskre, kviskra; Occitan: parlotejar; Ojibwe: gaaskanazo; Old English: rūnian; Old Norse: hvískra; Pashto: پسنېدل‎; Persian: پچ‌پچ کردن‎, نجوا کردن‎; Polish: szeptać, szepnąć; Portuguese: murmurar, sussurrar, cochichar; Romanian: a șopti, a susura; Romansch: scutinar; Russian: шептать, шепнуть, прошептать, шушукаться; Samoan: musumusu; Scottish Gaelic: cagair; Serbo-Croatian Cyrillic: ша̀птати, шапу̀тати, ша̀пнути; Roman: šàptati, šapùtati, šàpnuti; Slovak: šeptať, šepkať; Slovene: šepetati; Spanish: susurrar; Swedish: viska; Tagalog: bumulong, ibulong; Tajik: пичир-пичир кардан; Telugu: గుసగుసలాడు; Thai: กระซิบ; Tongan: fanafana; Turkish: fısıldamak; Turkmen: pyşyrdamak, wyşyrdamak; Ukrainian: шептати, шепнути; Urdu: فسفسانا‎; Uyghur: شىۋىرلىماق‎, پىچىرلىماق‎; Uzbek: shivirlamoq, pichirlamoq; Vietnamese: nói thầm, thì thầm; Welsh: sibrwd; West Frisian: flústerje, wispearje