κονία
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
Ion. and Ep. κονίη, ἡ, (κόνις):
1 dust, ποδῶν ὑπένερθε κ. ἵστατ' ἀειρομένη Il.2.150; ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κ. 11.151: in plural, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι Od.18.98; ἐν κονίῃσι πεσών Il.17.315, etc.; πρηνέες ἐν κονίῃσιν 2.418, cf. Hes.Sc.365; μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.796: also Trag. in lyr., A.Ag.64, E.Andr.112, Supp. 821.
2 sand, Il.21.271.
3 ashes, in plural, κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι Od.7.153, cf. 160: sg., κ. δρυΐνη Gp.13.4.2.
II pearl-ash, lye, soap-powder, λούειν ἄνευ κονίας Ar.Lys.470 (with a play on ἀκονιτί), cf. Ach.18, Ra.711, Pl.R. 430b: pl., Thphr. HP 4.10.4 (nisi leg. κονιάσεις).
2 alkaline fluid used for washing, Gal.12.35, al.; κ. στακτή Id.13.569.
b κ. ἀπὸ τῆς ἱερᾶς σποδοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ ὕδατος, as a medicine, SIG1171.12 (Lebena).
III = τίτανος, Erot. s.h.v.; κ. ἄσβεστος quicklime, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.958; κ. μέλαινα IG22.1672.197.
2 plaster, stucco, ib.42(1).103.278 (Epid.), POxy.1450.4 (iii A.D.), Eust.382.36. [Hom. uses ῐ in the quadrisyll. case κονίῃσι, ῑ in the trisyll.: Trag. and Com. ῐ in lyr. (dact. and anap.), A.Ag.64, E.Andr.112, Ar.Ra.711; ῑ in iamb., Id.Ach.18, Lys.470.]
German (Pape)
[Seite 1480] ἡ, ion. u. ep. κονίη, vgl. κόνις; – 1) der Staub, bes. die zu einer Staubwolke aufgewühlte Erde; Hom. ποδῶν ὑπένερθε κονίη ἵστατ' ἀειρομένη, Il. 2, 150; ὦρτο κονίη ἐκ πεδίου, τὴν ὦρσαν ἐρίγδουποι πόδες ἵππων 11, 151; μιάνθησαν κονίῃ 23, 732; öfter im plur., κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών Od. 18, 97, in der Il. oft von dem in der Schlacht Hinstürzenden, auch αἵματι καὶ κονίῃσι verbunden, Blut u. Staub, z. B. πεφυρμένος; πρηνὴς δ' ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν Hes. Sc. 365; γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου Aesch. Ag. 64; Eur. Andr. 112; Ar. Ran. 713 Ach. 18. – Der Flußsand, Triebsand, Il. 21, 271. – Der Ringerstaub, wit welchem sich die Ringer nach dem Salben bestreuen, um einander fester fassen zu können; dah. ἄνευ κονίας, wie ἀκονιτί, ohne Mühe u. Anstrengung, Ar. Lys. 471. – Auch Kalkstaub, seingeschlagener Kalk zum Tünchen der Wände; auch der Überzug mit Kalk, die Kalktünche selbst, Aristid. u. a. Sp. – 2) die Asche, wie man Od. 7, 153 κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν erkl. (s. κόνις); und daher – 3) das über Asche gegossene Wasser, die Lauge; Ar. Ran. 713; Plat. Rep. IV, 430 b; Arist. Meteorl. 2, 3 u. Sp., die einzeln bezeichnen: κονία ἀσβέστου, Kalklauge, – κονία στακτή, Tropflange, – σαπωναρική, Seifenlauge, – πιλοποιητική, Hutmacherlange, – βαλανευτική, Badelange. – [Ι ist in der Regel kurz, lang im sing. bei Hom., wenn es den Hexameter schließt, u. im jambischen Trimeter, Ar. Ach. 18.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 poussière ; particul. poussière soulevée ; nuage de poussière;
2 sable;
3 cendre;
4 chaux ; eau de chaux, eau pour lessiver.
Étymologie: cf. κόνις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονία -ας, ἡ, ep. κονίη [κόνις] stof:; ποδῶν δ’ ὑπένερθε κονίη ἵστατ’ van onder hun voeten verrees een stofwolk Il. 2.150; meestal plur.:; ἐν κονίῃσιν πεσών in het stof gevallen Il. 17.315; zand:; κονίην δ’ ὑπέρεπτε ποδοῖιν (de rivier) trok het zand weg onder zijn voeten Il. 21.271; plur. as:. κατ’ ἄρ’ ἕζετ’ ἐπ’ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν hij ging in de as bij de haard zitten Od. 7.153. soda (als wasmiddel):. ψευδόλιτρος κονία surrogaat soda Aristoph. Ran. 712.
Russian (Dvoretsky)
κονίᾱ: эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἡ тж. pl.
1 пыль, песок, прах (ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.);
2 пепел, зола (καθέζετο ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.);
3 щелок (κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.): λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. мыть без щелока, перен. без затруднений.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) κόνις
αλισίβα, σταχτόνερο
νεοελλ.
1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων
2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς
μσν.-αρχ.
τέφρα, στάχτη
αρχ.
1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ' ὑπένερθε κονίη ἵστατ' ἀειρομένη», Ομ. Ιλ.)
2. άμμος ή λάσπη της κοίτης του ποταμού
3. αλκαλική σκόνη που τή χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι («ἡμᾶς ἔλουσαν ἄρτι ἐν τοῖσιν ἱματιδίοις, καὶ ταῡτ' ἄνευ κονίας;» Αριστοτ.)
4. ασβέστης.
Greek Monotonic
κονία: Ιων. και Επικ. -ίη, ἡ (κόνις)·
I. 1. σκόνη, σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από τα πόδια των ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. arenae, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. άμμος ή χώμα (βλ. ὑπερέπτω), σε Ομήρ. Ιλ.
3. στάχτη, στον πληθ. όπως το Λατ. cineres, σε Ομήρ. Οδ.
II. λεπτή πούδρα την οποία άπλωναν οι παλαιστές στα σώματά τους αφού τα είχαν λαδώσει, για να τα κάνουν να πιάνονται πιο εύκολα από τους αντιπάλους· αυτή η πούδρα χρησιμοποιούνταν επίσης στα λουτρά, σε Αριστοφ. (ῑ στο κονίῃσιν, στις άλλες περιπτώσεις συνήθως ῐ).
Greek (Liddell-Scott)
κονία: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ίη, ἡ, (κόνις)· 1) «σκόνη», μάλιστα ἡ ἐγειρομένη διὰ τῶν ποδῶν, κονιορτός, ποδῶν ὑπένερθε κονίη ἵστατ’ ἀειρομένη Ἰλ. Β. 150· ὑπὸ δέ σφιν ὦρτο κονίη Λ. 151· παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. arenae, ἐπειδὴ ἐκ πολλῶν κόνεων ἀποτελεῖται, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι Ὀδ. Σ. 98· ἐν κονίῃσι πεσὼν Ἰλ. Σ. 315, κτλ.· πρηνέες ἐν κονίῃσιν Β. 418, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 365· αἵματι καὶ κονίῃσι πεφυρμένος Ἰλ., κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 64, Εὐρ. Ἀνδρ. 112, Ἱκέτ. 821, Ἀριστοφ. Ἀχ. 18· ― πρβλ. ἀκονιτί. 2) ἄμμος ἢ ἰλὺς κοίτης ποταμοῦ (ἴδε ὑπερίπτω), Ἰλ. Φ. 271. 3) τέφρα, ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cineres, κατ’ ἄρ’ ἕζετ’ ἐπ’ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν Ὀδ. Η. 153 πρβλ. 160. ΙΙ. λεπτὴ κόνις ἣν ἐπέρραινον ἐπὶ τὰ σώματα τῶν παλαιστῶν, ἀφοῦ δι’ ἐλαίου ἠλείφοντο, ὅπως εὐληπτότεροι γίνωνται εἰς τοὺς ἀντιπάλους των· ― ἡ κόνις αὕτη ἐχρησιμοποιεῖτο ὡσαύτως κατὰ τὸ λουτρὸν ὡς καθαρτικὸν μέσον, ὡς «κατασταλαγὴ» ἢ «ἀλυσίβα’, Λατ. lixivium, καὶ πιθανῶς ἦτο ἀλκαλική τις κόνις χρησιμεύουσα ἀντὶ σάπωνος, λούειν ἄνευ κονίας Ἀριστοφ. Λυσ. 470 (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξεως ἀκονιτί), πρβλ. Βατρ. 713, Πλάτ. Πολ. 430Β· κ. ἀσβέστου, στακτή, σαπωναρική, βαλανευτική, Γαλην., κλ.· πρβλ. κόνις ΙΙ, Κιμωλία, νίτρον. ΙΙΙ. ἄσβεστος, τίτανος, Εὐστ. 382. 36· πρβλ. κονίασις, κονιάω. Ὁ Ὅμ. ἔχει ῐ ἐν τῇ τετρασυλλάβῳ πτώσει κονίῃσι, ῑ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις: παρ’ Ἀττ., ῐ ἐν δακτυλ. ἀναπαιστ. στίχοις, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 64, Εὐρ. Ἀνδρ. 112, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713· ἀλλὰ ῑ ἐν ἰαμβ., ὡς Ἀριστοφ. Ἀχ. 18, Λυσ. 470.
Middle Liddell
κόνις
1. dust, a cloud of dust, stirred up by men's feet, Il.; also in plural, like Lat. arenae, Hom., etc.
2. sand or soil (v. ὑπερέπτὠ Il.
3. ashes, in plural like Lat. cineres, Od.
II. a fine powder, sprinkled over wrestlers' bodies after being oiled, to make them more easily grasped by the opponent:—this powder was also used in the bath, Ar. [ῑ in κονίῃσιν, in other cases ῑ usually.]
Mantoulidis Etymological
(=σκόνη, ἀσβέστη). Ἀπό τό κόνις. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό κονιάω.
Léxico de magia
ἡ cal viva Τυφωνίου μέλανος γραφή· ... μίλτου Τυφῶνος, ἀσβέστου, κονίας escrito con tinta de Tifón: sangre de Tifón, amianto, cal viva P XII 98