ἀχείρωτος

From LSJ
Revision as of 11:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχείρωτος Medium diacritics: ἀχείρωτος Low diacritics: αχείρωτος Capitals: ΑΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: acheírōtos Transliteration B: acheirōtos Transliteration C: acheirotos Beta Code: a)xei/rwtos

English (LSJ)

ἀχείρωτον,
A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.
II ἀχείρωτον φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 inaprensible, inconquistable de pers. οἱ ἐπὶ Θρᾴκης Th.6.10, c. dat. ἀ. πολεμίᾳ δυνάμει D.S.5.15, ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.1, 2, c. πρός y ac. ἡ φύσις ... πρὸς ἅπαν πάθος ἀ. Bas.Sel.Or.M.85.49D
de cosas invencible τὸ ὅπλον ref. a la cruz, Chrys.M.51.35
inexpugnable σηκός Isid.Pel.Ep.M.78.297A
subst. τὸ ἀχείρωτον = lo que no puede ser sometido Isid.Pel.Ep.M.78.484A.
2 no trabajado por la mano del hombre (pero quizá sent. 1) φύτευμ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν S.OC 698, cf. Fr.1117, de una partida de lino PHerm.Rees 22.14 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l'homme.
Étymologie: , χειρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀχείρωτος:
1 Soph. v.l. = ἀχείρητος;
2 незавоеванный, непокоренный (οἱ Χαλκιδῆς Thuc.; πολεμίᾳ δυνάμει Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.

Greek Monolingual

ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώ
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.

Greek Monotonic

ἀχείρωτος: -ον (χειρόω
I. αδάμαστος, ανυπότακτος, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.

Middle Liddell

χειρόω
I. untamed, unconquered, Thuc.
II. not planted by man's hand, Soph.

English (Woodhouse)

unsubdued

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний

Lexicon Thucydideum

non subactus, unconquered, 6.10.5.