καταπλέω
English (LSJ)
lon. καταπλώω Hdt.2.93 codd.: aor.
A -έπλωσα Id.1.2, al.:—sail down; i.e.,
1 sail from the high sea to land, put in, ἔνθα κατεπλέομεν Od.9.142: abs., Hdt.6.97, 7.137, Lys.28.5, etc.; ἐς Αἶαν Hdt.1.2, cf. 8.132; ἐπὶ Ἑλλησπόντου ib.109,9.98; ἐπ' Ἀρτεμίσιον Id.7.195; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε κ. X.HG5.1.28; ἕως ἂν δεῦρο -πλεύσωμεν Test. ap. D.21.168; ἐνταῦθα κ. Id.32.14; sail home, Lys. 21.3, Phoenicid.2.3; νεωστὶ καταπεπλευκώς having lately come ashore, Pl.Euthd.297c; of things, to be brought by sea, πυρὸς Ἀθήναζε -πλέων Thphr. CP 4.9.5; ἡ -πλέουσα ἀγορά App.Pun.100.
2 sail down stream, (ἐς) τὸν Εὐφρήτην Hdt.1.185; in Egypt, down the Nile, κ. εἰς τὴν πόλιν (sc. Alexandria) PMagd.22.4 (iii B.C.), cf. PTeb.58.44 (ii B.C.), etc.; of fish, swim down stream, κ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93, cf. Arist.HA598b16.
II sail back, Hdt.1.165, 3.45, And.2.13, Phld.Acad.Ind.p.102M., etc.
German (Pape)
[Seite 1370] (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.
French (Bailly abrégé)
f. καταπλεύσομαι;
I. naviguer en descendant :
1 gagner la côte, débarquer;
2 descendre un fleuve;
II. revenir par eau.
Étymologie: κατά, πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πλέω (richting land) varen:; τῆς δὲ στρατιῆς καταπλεούσης terwijl de expeditie naar land voer Hdt. 6.97.1; binnenvaren:; κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾶ hij voer Piraeus binnen Dem. 21.168; uitbr. landen, aan land gaan:; ἐκ θαλάττης ἀφιγμένῳ, νεωστί, μοι δοκεῖν, καταπεπλευκότι uit zee aangekomen, ik denk, zojuist geland Plat. Euthyd. 297c; terugvaren naar huis:. καταπλώσαντες ἐς τὴν Φώκαιαν nadat ze terug waren gevaren naar Phocaea Hdt. 1.165.2. afvaren:; καταπλέοντες τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν wanneer ze de rivier de Eufraat afvaren Hdt. 1.185.2; stroomafwaarts varen:. καταπλώουσι ἐς θάλασσαν (van vissen) ze zwemmen stroomafwaarts naar zee Hdt. 2.93.4.
Russian (Dvoretsky)
καταπλέω: ион. καταπλώω (fut. καταπλεύσομαι)
1 приплывать, прибывать (на корабле), причаливать (ἔνθα Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὶ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου Ἀθήναζε, εἰς τὴν γῆν Xen.; εἰς τὴν χώραν NT; νεωστὶ καταπεπλευκώς Plat.);
2 плыть вниз по течению (ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.);
3 возвращаться (морем), плыть обратно (ἐς τὴν Φώκαιαν Her.).
English (Autenrieth)
sail down, put in (to shore from the high sea), ipf., Od. 9.142†.
English (Strong)
from κατά and πλέω; to sail down upon a place, i.e. to land at: arrive.
English (Thayer)
1st aorist κατέπλευσα; (from Homer on); to sail down from the deep sea to land; to put in: εἰς τήν χώραν, Luke 8:26.
Greek Monolingual
(AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω)
1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι
2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» — πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
1. φθάνω με πλοίο, πλέω προς την πατρίδα
2. (για πράγματα) έρχομαι από τη θάλασσα, μέ φέρνει η θάλασσα
3. (για ψάρια) κολυμπώ κατά το ρεύμα της θάλασσας
5. πλέω προς τα πίσω, επιστρέφω πλέοντας.
Greek Monotonic
καταπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω·
I. διαπλέω, δηλ.
1. πλέω από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή, πλέω προς την ξηρά, προσορμίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· νεωστὶ καταπεπλευκώς, έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ.
2. διαπλέω ποταμό, κατ. τὸν Εὐφρήτην, σε Ηρόδ.
II. πλέω προς τα πίσω, επιστρέφω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλέω: μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -πλώω·- πλέω πρὸς τὰ κάτω· δηλ., 1) πλέω ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν ἀκτήν, πλέω πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., ἀναπλέω, καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· ἔνθα κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., ἄνευ προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ Ἀρτεμίσιον 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν δεῦρο καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· ἐνταῦθα κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα ἀγορά, νῆες μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) πλέω πρὸς τὰ κάτω τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ ῥεῦμα αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. πλέω ὀπίσω, πλέων ἐπιστρέφω, ὅθεν ἐξέπλεεν ἐνταῦθα καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.
Middle Liddell
fut. -πλεύσομαι ionic -πλώω
I. to sail down: i. e.,
1. to sail from the high sea to shore, sail to land, put in, Od., Hdt., Attic; νεωστὶ καταπεπλευκώς having lately come ashore, Plat.
2. to sail down stream, κατ. τὸν Εὐφρήτην Hdt.
II. to sail back, Hdt.
Chinese
原文音譯:kataplšw 卡他-普累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-漂行
字義溯源:航近某地,航向海岸,渡過,到;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(πλέω)*=航行)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 他們到(1) 路8:26
Lexicon Thucydideum
appellere (navem), to put in to shore (ship), 1.5.2, 1.51.4, 2.103.1, 3.4.1. 3.26.1, 3.29.2, 3.29.23.114.1. 4.26.6, 4.42.4. 4.101.4. 4.106.3. 5.2.2, 6.42.2. 6.52.1, 6.61.6, 6.102.3. 7.25.3. 8.13.1. 8.14.1. 8.22.2. 8.25.1. 8.26.1. 8.35.1.8.35.3. 8.74.2. 8.79.4, 8.108.1. 8.108.2.
secundo flumine navigare, to sail downriver, 4.107.2.