συλλογή
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
ἡ,
A gathering, collecting, φρυγάνων Th.3.111; of herbs, Dsc.1 Prooemia 6; [ἀρωμάτων] Thphr. De Odoribus 37; τῶν καρπῶν Arist.PA 662b8 (pl.); and so abs., IG22.411.17; συλλογή τοῦ βίου = scraping together of the means of life, Antipho Soph.49, Philem.92.4 (pl.): metaph., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος = in the first harvest of a beard, i.e. in early manhood, A.Th.666: generally, acquisition, πλούτου Metrod. Herc.831.7; τῇ σ. χαίροντες Lib.Or.9.6.
2 raising, levying of soldiers, συλλογὴν ποιεῖσθαι X.An.1.1.6.
3 summary, collection of instances, [ὕβρεων] D.21.23.
II (from Pass.) assembly, meeting, Hdt.5.105; summoning of βουλή and δῆμος, IG22.890; ποιεῖν συλλογή = hold an assembly, Lys.20.26 codd. (leg. σύλλογον); aggregation, αἵματος Arist.PA688b26; ῥευμάτων, πνευμάτων, Epicur.Ep.2p.44U., p.46 U. (pl.); of morbid accumulations, Aret.SD2.1, Aët.15.12.
German (Pape)
[Seite 976] ἡ, wie σύλλεξις, das Sammeln; φρυγάνων, Thuc. 3, 111; die Versammlung, Zusammenrottung, Her. 5, 105; συλλογὴν ποιεῖσθαι, von Soldaten, Werbung, Xen. An. 1, 2, 1; πεπεράνθω ἡμῖν ἡ συλλογή, Plat. Legg. V, 736 b; Aesch. sagt auch ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, Spt. 648, wo das Haar am Kinn sich sammelt, heranwächst.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 assemblage, réunion : γενείων τριχώματος ESCHL des poils sur le menton, càd âge où le menton commence à se couvrir de barbe;
2 tas de fruits, de feuilles, etc.
3 rassemblement d'hommes, assemblée;
II. levée de soldats.
Étymologie: συλλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλλογή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυλλογή [συλλέγω] het verzamelen, het bijeenbrengen:; φρυγάνων ξ. het sprokkelen van brandhout Thuc. 3.111.1; ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος in het verzamelen van haar op de kin (d.w.z. toen hij een baard begon te krijgen) Aeschl. Sept. 666; milit. lichting, recrutering. Xen. An. 1.1.6. overdr. samenvatting. Dem. 21.23. verzameling, bijeenkomst, vergadering.
Russian (Dvoretsky)
συλλογή: ἡ тж. pl.
1 собирание, сбор (φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.): ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. в пору появления бороды, т. е. в пору ранней возмужалости;
2 наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὶ Ἰώνων Her.);
3 собрание, сходка: συλλογὴν ποιεῖν Lys. созвать собрание;
4 скопление (αἵματος Arst.);
5 набор, вербовка: συλλογὴν ποιεῖσθαι Xen. набирать себе войско;
6 сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.);
7 сбор налогов Isae.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και συλλοή Ν συλλέγω
το να συλλέγει, να μαζεύει κανείς διάφορα πράγματα, το μάζεμα (α. «συλλογή ελαιοκάρπου» β. «ἐπὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐλθόντες», Θουκ.)
νεοελλ.
1. σύνολο ομοειδών αντικειμένων που έχουν συγκεντρωθεί και ταξινομηθεί λόγω της καλλιτεχνικής σημασίας τους ή της αξίας τους ως τεκμηρίων, είτε λόγω της τιμής τους, της σπανιότητάς τους ή άλλης ιδιότητας τους («συλλογή γραμματοσήμων»)
2. το να συλλογίζεται κανείς κάτι, περίσκεψη («έπεσε σε βαθιά συλλογή»)
3. ιατρ. (σχετικά με παθολογικό υγρό σε ιστό) συνάθροιση, συγκέντρωση («συλλογή πύου»)
μσν.-αρχ.
συνάθροιση, σύναξη («τὸν δὲ ἡγεμόνα γενέσθαι τῆς συλλογής», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κτήση, απόκτηση («τῇ συλλογῇ χαίροντες», Λιβάν.)
2. συγκέντρωση στρατιωτών, στρατολογία («ὦδε οὖν ἐποιεῖτο τὴν συλλογήν», Ξεν.)
3. περίληψη, ανακεφαλαίωση («ἦν δ' ἡ συλλογὴ ῥᾳδία», Δημοσθ.)
4. ιατρ. συρροή, συμφόρηση («συλλογὴ αἵματος», Αριστοτ.)
5. φρ. α) «συλλογὴ τοῦ βίου» — εξασφάλιση τών μέσων για τη ζωή (Αντίφ. Σοφ.)
β) «γενείου ξυλλογὴ τριχώματος» — η είσοδος στην ανδρική ηλικία (Αισχύλ.)
γ) «συλλογὴν ποιῶ» — καλώ σε συνέλευση.
Greek Monotonic
συλλογή: ἡ (συλλέγω),
I. 1. συνάθροιση, σύναξη, μάζεμα, συγκομιδή, σε Θουκ.· μεταφ., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος, στην πρώτη τούφα του γενιού, δηλ. κατά την πρώιμη αντρική ηλικία, σε Αισχύλ.
2. στρατολόγηση, στρατολογία στρατιωτών, Λατ. conscriptio, σε Ξεν.
3. περίληψη, ανακεφαλαίωση, συγκεφαλαίωση, σε Δημ.
II. (από Παθ.) συνάθροιση, συνέλευση, συνάντηση, σε Ηρόδ., Λυσ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλογή: ἡ, (συλλέγω) ὡς τὸ σύλλεξις, τὸ συλλέγειν, κοινῶς «μάζωμα», φρυγάνων Θουκ. 3. 111· τῶν καρπῶν Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 1, 11· συλλογάς... τοῦ βίου, δηλ. τῶν μέσων τοῦ βίου, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7 μεταφορ., ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, δηλ. κατὰ τὴν πρώτην ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 666. 2) ἐν Ἀθήναις, ἡ εἴσπραξις τῶν φόρων, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. (ἔνθα ὁ Meier συλλογῆς, ἀρχ. Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. τοῦ συλλογεύς). 3) τὸ συλλέγειν στρατιώτας, στρατολογία, Λατ. conscriptio, συλλογήν, ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6. 4) περίληψις, ἀνακεφαλαίωσις, Δημ. 522. 14. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ., σύλλογος, συνάθροισις, συνέλευσις, Ἡρόδ. 5. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 112. 14· ποιεῖν συλλογήν, συγκαλεῖν, συνέλευσιν, Λυσί, 160. 23· ἐπὶ πραγμάτων, ἐπισώρευσις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 42.
Middle Liddell
συλλογή, ἡ, συλλέγω
I. a gathering, collecting, Thuc.: metaph., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος in the first harvest of a beard, i. e. in early manhood, Aesch.
2. a levying of soldiers, Lat. conscriptio, Xen.
3. a summary, recapitulation, Dem.
II. (from Pass.) an assembly, meeting, Hdt., Lys.
English (Woodhouse)
collection, a gathering together, act of collecting, act of gathering, act of mustering, collecting of troops
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συλλέγω (=συγκεντρώνω) → σύν + λέγω (μαζεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
collectio, gathering together, 3.111.1.
Translations
gathering
Armenian: հավաքույթ; Bulgarian: събиране, събрание; Czech: shromáždění, schůze, slet; Danish: sammenkomst, komsammen; Esperanto: kunveno; Finnish: kokous, kokoontuminen, tapaaminen; French: rencontre, réunion, rassemblement; Georgian: შეკრება, კრება; German: Zusammenkunft, Versammlung; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌿𐌼𐌸𐍃; Hebrew: הִתְקַהֲלוּת; Italian: incontro, raduno; Japanese: 集まり; Kurdish Central Kurdish: کۆبونەوە; Manx: cruinnaght; Maori: taiopenga, kauopeopenga; Norwegian Bokmål: sammenkomst; Polish: biesiada; Portuguese: encontro; Russian: встреча; Scottish Gaelic: cruinneachadh; Slovak: stretnutie, zhromaždenie; Spanish: fiesta; Tocharian B: sārri; Walloon: raploû, rapoûlaedje; Zulu: imbizo, umhlangano
harvest
Afrikaans: oes; Arabic: حِصَاد; Armenian: հունձ; Azerbaijani: biçin, yığım; Belarusian: жніво, жні́ва; Bulgarian: жъ́тва; Catalan: collita; Chinese Mandarin: 收穫, 收获; Czech: sklizeň, žeň; Dutch: oogst; East Central German: Arnt; Esperanto: rikolto; Finnish: sadonkorjuu; French: récolte; Galician: seitura, sega, colleita; German: Ernte; Greek: συγκομιδή; Hebrew: קְצִירָה, אָסִיף, קָצִיר; Irish: fómhar; Italian: mietitura, messe; Japanese: 収穫; Korean: 수확; Latin: messis; Latvian: raža; Low German: Årnt, Årn, Orn, Aust; Luxembourgish: Rekolt; Macedonian: жетва; Malayalam: വിളവെടുപ്പ്; Maori: kotinga, hauhakenga; North Frisian: Bāricht, Fung; Norwegian Bokmål: innhøstning; Occitan: culhida; Old Church Slavonic Cyrillic: жѧтва; Oromo: makara; Persian: برداشت; Plautdietsch: Eifst; Polish: żniwa; Portuguese: colheita; Romanian: recoltă, cules, rod, strânsură, seceriș; Russian: жатва, страда, уборка, сбор; Serbo-Croatian Cyrillic: же̏тва; Roman: žȅtva; Slovak: žatva; Slovene: žẹ̑təv; Sorbian Lower Sorbian: žni; Spanish: cosecha; Swedish: skörd; Tamil: அறுவடை; Thai: เก็บเกี่ยว; Tocharian B: ñemek; Turkish: hasat; Ukrainian: жнива, жаття; Vietnamese: gặt, thu hoạch; Volapük: klop, klopam; Welsh: cynheaf; Zazaki: basağ
recapitulation
Bulgarian: резюме; Catalan: recapitulació; Chinese Mandarin: 概括; Czech: rekapitulace; Dutch: recapitulatie; Finnish: yhteenveto; French: récapitulation; German: Rekapitulation; Greek: ανακεφαλαίωση; Ancient Greek: ἀνακεφαλαίωσις, ἐπανακεφαλαίωσις, ἐπάνοδος, ξυλλογή, παλιλλογία, συγκεφαλαίωσις, συγκορύφωσις, συλλογή, σύνοψις; Irish: achoimriú; Italian: ricapitolazione; Japanese: 要約; Korean: 개요; Latin: recapitulatio; Polish: streszczenie; Portuguese: recapitulação; Russian: суммирование; Scottish Gaelic: ath-innse; Spanish: recapitulación; Swedish: rekapitulering, sammanfattning, rekapitulation