δορυφόρος
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, spear-bearing, ὀπάονες A. Ch. 769. Subst., spearman, X. An. 5.2.4. esp. one of the body-guard of kings and tyrants, Hdt. 1.59, etc.; ὁ Περίανδρος πρῶτος δορυφόρους ἔσχε Arist. Fr. 516. at Rome, of the praetorians, Plu. Galb. 13, Hdn. 5.44.8. metaph, ἡδοναὶ δορυφόροι mere satellite pleasures, Pl.R. 587c, cf. 573e; δορυφόρος τῶν ἐπιθυμιῶν τινος pandering to his lusts, Luc. Tyr. 4. in Drama, mute character, non-speaking character, extra Hsch., EM 284.21.
Spanish (DGE)
(δορῠφόρος) -ον
• Alolema(s): δορυφέρος Str.15.1.55
I 1que lleva la lanza ὀπάονες A.Ch.769.
2 fig. ἡδοναὶ δ. placeres que sirven de escolta Pl.R.587c, cf. 573e
•defensor, partidario αἱ δορυφόροι τῆς ἡγεμονίας βασιλεῖαι los reinos defensores del imperio romano SIG 798.4 (Cízico I d.C.).
II subst. ὁ, ἡ δ.
1 milit. en el ejército griego portador de la lanza personal de tropa encargado de llevar el armamento y otras funciones de apoyo ξυνείποντο δὲ καὶ δορυφόροι πολλοί οἱ ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐξωρμημένοι X.An.5.2.4, οἱ δορυφόροι τὰ ὅπλα ἔχοντες παρηκολούθουν X.HG 4.5.8
•en Roma, lat. vexillarius, abanderado Lyd.Mag.1.46
•hastatus, lancero Lyd.Mag.1.46.
2 el que lleva la lanza, Doríforo n. de una estatua de Policleto, Longin.36.3, Cic.Orat.5, Brut.296, Plin.HN 34.55.
3 guardia personal de reyes y tiranos, Hdt.1.59, E.El.616, Th.6.57, X.Cyr.8.3.15, Ar.Eq.448, Pl.Criti.117d, R.567d, SEG 43.879.11 (Misia II a.C.), (ὁ Περίανδρος) πρῶτος δορυφόρους ἔσχε Arist.Fr.516, cf. Mu.398a20, οὐ γὰρ τυράννου, ἀλλὰ θείου νόμου προεστήκασιν ἡμῶν οἱ δορυφόροι LXX 4Ma.11.27, χρώμενος δορυφόροις καὶ σωματοφύλαξι τούτοις Plb.13.6.5, νεανίαι ... μιμούμενοι δορυφόρους Ph.2.522, cf. Str.l.c., I.AI 17.198, Arr.Epict.1.19.7, Plu.Art.29, Dem.29, Paus.6.12.4
•en Roma pretoriano δορυφόροι, οὓς δὴ πραιτωριανοὺς καλοῦσιν Hdn.5.4.8, cf. Plu.Galb.13.
4 fig. protector, defensor οὗτοι λέγουσι τὰς μὲν τυχηρὰς εὐπραγίας δορυφόρους εἶναι σώματος Ph.1.388
•escolta, compañero de un coro de pájaros que acompañan al ave fénix, Ach.Tat.3.25.5, δ. τῶν τοῦ παιδὸς ἐπιθυμιῶν ἦν era el escolta de los deseos de su hijo de un padre tiranizado por su hijo, Luc.Tyr.4.
5 en la escena personaje mudo, comparsa Hsch., EM 284.21G.
III adv. δορυφόρως = en escolta, como guardia περιφέρειν δορυφόρως Ephr.Syr.2.246C.
German (Pape)
[Seite 660] speertragend; ὀπάων Aesch. Ch. 758; gew. ὁ δ., der Speerträger, Her. 1, 59 u. Flgd.; bes. ein Trabant, da die Leibwachen der Könige u. Tyrannen mit Speeren bewaffnet waren; βασιλικῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 8, 5, 3; s. Eur. El. 616; Ar. Equ. 448; bei Hdn. 5, 4, 14 u. sonst, wie bei Plut. Galb. 13, die römischen Prätorianer. Auch übertr., δούλαις τισὶ δορυφόροις ἡδοναῖς ξυνοικεῖ Plat. Rep. IX, 587 c; vgl. δ. τῶν τοῦ παιδὸς ἐπιθυμιῶν ἦν Luc. tyrannic. 4. – Nach E. M. u. Hesych. ein Statist auf dem Theater; s. δορυφόρημα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte une lance;
2 subst. ὁ δορυφόρος soldat armé d'une lance ; particul. garde du corps, garde d'un prince ; à Rome prétorien ; fig. qui est au service de.
Étymologie: δόρυ, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
δορυφόρος:
1 копьеносный, вооруженный копьем (ὀπάων Aesch.);
2 угодливый, раболепный (ἡδοναί Plat.).
II ὁ
1 копьеносец, копейщик (πελτασταὶ καὶ δορυφόροι Xen.);
2 (вооруженный копьем) телохранитель, pl. стража, охрана (δορυφόροι Πεισιστράτου Her.; φρουραἰ δοριφόρων Eur.; τῶν βασιλέων Plut.): τῶν δορυφόρων ἔπαρχος Plut. (в Риме; лат. praefectus praetorii) начальник преторианцев;
3 угодливый спутник, приспешник (τῆς τυραννίδος Plut.; τῶν ἐπιθυμιῶν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφόρος: -ον, ὁ φέρων, δόρυ, δόρυ ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ, Λατ. hastatus, ὀπάονες Αἰσχύλ. Χο. 769. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λογχοφόρος, στρατιώτης φέρων δόρυ, ἰδίως σωματοφύλαξ βασιλέως ἢ τυράννου· διότι τῶν σωματοφυλάκων τὸ κύριον ὅπλον ἦτο τὸ δόρυ, Λατ. satelles, ἴδε Ἡρόδ. 1. 59, 89, 91, 98, κτλ.· τοιούτους πρῶτος μετεχειρίσθη ὁ Περίανδρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 473· ― ἐν Ρώμῃ ἐπὶ τῶν Πραιτωριανῶν, Ἡρωδιαν. 5. 4, 14, Πλούτ. Γάλβ. 13. 3) μεταφ., ἡδοναὶ δ., ἁπλαῖ ὑπηρέτιδες ἡδοναί, Πλάτ. Πολ. 587C, πρβλ. 573Ε· δ. τῶν ἐπιθυμιῶν τινος, παρέχων εἰς αὐτὸν εὐκαιρίας πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν ἐπιθυμιῶν του, Λουκ. Τυρανν. 4· πρβλ. δορυφόρημα.
Greek Monolingual
ο (AM δορυφόρος, -ον)
1. αυτός που κρατά δόρυ
2. το αρσ. ως ουσ. α) σωματοφύλακας
β) ανδριάντας δορυφόρου
νεοελλ.
1. δουλοπρεπής
2. ουράνιο σώμα περιστρεφόμενο γύρω από πλανήτη
3. «τεχνητός δορυφόρος» — συσκευή που εκτοξεύεται από την επιφάνεια της γης και διαγράφει τροχιά γύρω απ' αυτήν για επιστημονικές παρατηρήσεις
4. μικρό τμήμα του χρωματοσώματος
5. (για κράτη) δορυφόροι (μεγάλης δύναμης)
αυτά που δεν μπορούν να ασκήσουν ανεξάρτητη οικονομική και εξωτερική πολιτική, αναγκασμένα να ακολουθούν την πολιτική του ισχυρού συμμάχου τους
μσν.
συνεργάτης
αρχ.
δορυφόρημα.
Greek Monotonic
δορῠφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που κουβαλά δόρυ μαζί του, σε Αισχύλ.
II. 1. ως ουσ., λογχοφόρος, σωματοφύλακας, σε Ξεν.
2. δορυφόροι, οἱ, φρουροί βασιλιάδων και τυράννων, Λατ. satellites, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ἡδοναὶ δ., δευτερεύουσες απολαύσεις, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δορῠ-φόρος, ον adj φέρω
I. spear-bearing, Aesch.
II. as substantive a spearman, pikeman, Xen.
2. δορυφόροι, οἱ, the body-guard, of kings and tyrants, Lat. satellites, Hdt., etc.:—metaph., ἡδοναὶ δ. satellite pleasures, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φέρει δόρυ, σωματοφύλακας). Σύνθετο ἀπό τό δόρυ + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
satelles, attendant, guard, 6.56.2. 6.57.1. 6.57.4.
Translations
spearman
Arabic: رَمَّاح; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα, αἰχμητής, αἰχμοφόρος, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστής, δορυφόρος, κονταράτος, λογχήρης, λογχοφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزهدار, سرباز نیزهدار; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare
bodyguard
Afrikaans: lyfwag; Arabic: حَرَس خَاصّ, حَرَس, حَارِس, حَارِس شَخْصِيّ; Armenian: թիկնապահ; Azerbaijani: cangüdən; Basque: bizkartzain; Belarusian: целаахоўнік, ахова, ахоўнік; Bengali: মহাফেজ, বরকন্দাজ; Bulgarian: телохранител, бодигард; Burmese: သက်တော်စောင့်; Catalan: guardaespatlles; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᏓᎦᏘᏯ; Chinese Cantonese: 保鏢, 保镖, 護衛, 护卫; Mandarin: 保鏢, 保镖, 護衛, 护卫, 衛士, 卫士; Czech: tělesná stráž, bodyguard, osobní strážce; Danish: livvagt; Dutch: lijfwacht, lijfgarde, persoonsbeveiliger, bodyguard; Esperanto: korpogardisto, kapogardisto sg; Estonian: turvamees, ihukaitsja; Faroese: lívverji; Finnish: turvamies, henkivartija; French: garde du corps; Galician: gardacostas; Georgian: მცველი, პირადი მცველი; German: Leibwächter, Bodyguard, Personenschützer; Greek: σωματοφύλακας; Ancient Greek: σωματοφύλαξ, δορυφόρος; Hebrew: שׁוֹמֵר רֹאשׁ, שׁוֹמֶרֶת רֹאשׁ; Hindi: अंगरक्षक, बॉडीगार्ड; Hungarian: testőr; Ido: korpogardisto; Italian: guardia del corpo; Japanese: ボディーガード, 侍衛, 親衛兵, 用心棒, 警護, 保鏢, 衛士; Karelian: henkivarteiččija; Khmer: អង្គរក្ស; Korean: 보디가드, 경호원(警護員); Lao: ອົງຄະລັກ; Latin: stipator, satelles, custos corporis; Macedonian: телохранител; Malay: pengawal peribadi, pengawal; Malayalam: അംഗരക്ഷകൻ; Maori: poutiriao; Navajo: aa áhályáanii; Norwegian Bokmål: livvakt; Nynorsk: livvakt; Persian: محافظ شخصی, محافظ; Polish: ochroniarz, ochrona; Portuguese: guarda-costas; Romanian: gardă de corp, bodyguard, gardă personală; Russian: телохранитель, охранник, охрана; Serbo-Croatian Cyrillic: телохранитељ, тјелохранитељ; Roman: telohranitelj, tjelohranitelj; Slovak: osobný strážca, bodyguard; Slovene: telesni stražar, stražar; Spanish: escolta, guardaespaldas, espaldero; Swedish: livvakt; Tajik: муҳофиз; Telugu: అంగరక్షకుడు; Thai: องครักษ์; Turkish: özlük muhafızı, koruma; Ukrainian: тілоохоронець, охорона, охоронець; Urdu: محافظ, باڈی گارڈ; Uzbek: shaxsiy soqchi