γόνιμος

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόνιμος Medium diacritics: γόνιμος Low diacritics: γόνιμος Capitals: ΓΟΝΙΜΟΣ
Transliteration A: gónimos Transliteration B: gonimos Transliteration C: gonimos Beta Code: go/nimos

English (LSJ)

ον, also η, ον Hp. Vict.1.25, Isyll.53:—

   A productive, fertile, fruitful, σπέρμα γ., opp. ἄγονον, Arist.HA523a25; κύημα γ. Id.GA736a35; ᾠὰ γ., opp. ὑπηνέμια, ib.730a6; of women, Id.Pr.876b12; of the male, Id.HA546a2, al.; ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι εἶναι Hp.l.c.; γ. μέλεα a parent's limbs, E.El.1209 (lyr.); γ. φλέψ AP6.218 (Alc.); γ. μέρεα generative organs, Aret.SD2.5: hence (metaph.), ἀπο τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθές Pl.Tht.150c; γ. ἢ ἀνεμιαῖον ib.151e; Νεῖλος γ., opp. πέλαγος, Lyr.Alex.Adesp.32.6, cf.Sammelb.2074 (Sup.). Adv. -μως, σπέρμα ἐν τῇ μήτρᾳ γ. κρατηθῆναι Porph.Gaur.2.2.    2 c. gen.rei, νέφος γ. ὕδατος Arist.Mu.394a27, cf. Thphr.Ign.44, Ael.NA7.5: metaph., πηγαὶ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταται Longin.8.1.    3 metaph. of persons, ποιητὴς γ. poet of true genius, Ar.Ra.96; γονιμωτέρα γενέσθω ἡ γλῶσσα Luc.Rh.Pr.23.    b born in lawful wedlock, Man.6.56: metaph., ἀγαθὰ γ. τῇ αὑτῶν φύσει Pl.R.367d; γ. ὕδωρ ποταμῶν, opp. νόθον, AP9.277 (Antiph.).    4 = βιώσιμος, viable, παιδίον Hp. Superf.4; ἔμβρυον Arist.HA583b31; βρέφη Ph.1.45.    5 favourable to generation, of uneven days, Pythagorean term, Plu.2.288c; of days in illness (because critical for life or death, Erot.s.v.), Hp. Epid.2.6.8, 2.5.12; γ. μήν, ἔτος, ib.6.10.

German (Pape)

[Seite 501] ον, auch γονίμη, 1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig, μέλεα Eur. El. 1209; φλέψ, Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); ἡλικία Hippocr.; φύσις Plat. Legg. VIII, 839 a; ἄτεκνοι καὶ γόνιμοι γυναῖκες Arist. Probl. 4, 2; γόνιμα ᾠά stehen den ὑπηνέμια entgegen, gen. anim. 2, 5; übh. fruchtbar, γύαι poet. bei Plat. Ep. I, 310; ποιητής, schöpferisch, genial, Ar. Ran. 96; τινός, z. B. νέφος ὕδατος γόνιμον Arist. mund. 4; ἡ γῆ πολλῶν θηρίων γ. Ael. H. A. 7, 5; so oft übertr. Plut., z. B. ἡ γόνιμος ἁπάσης ἡδονῆς ἀκολασία de superst. 1. – 2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen, Arist. H. A. 7, 4, 5. 6. – 3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, Hippocr., an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend, Ggstz ἄγονος. – 4) wie γνήσιος, ächt, wirklich, γόνιμον καὶ ἀληθές, Ggstz εἴδωλον καὶ ψεῦδος, Plat. Theaet. 150 c; vgl. Rep. II, 367 d.

Greek (Liddell-Scott)

γόνῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. 347. 25·― παραγωγικός, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ παραγάγῃ, πεπροικισμένος μὲ παραγωγικὴν δύναμιν, καρποφόρος, εὔφορος, σπέρμα γ., ἀντίθ. τῷ ἄγονον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 22, 3 κ. ἀλλ.· οὕτω, κύημα γ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γ. 2. 3, 3· ᾠὰ γ., ἀντίθ. τῷ ὑπηνέμια, ὁ αὐτ. 1. 21, 9·― ἐπὶ γυναικῶν, ἀντίθ. τῷ ἄτεκνος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 11, πρβλ. Προβλ. 4. 2· ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 18 κ. ἀλλ.· ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι εἶναι Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γ. μέλεα, μέλη γονέως, Εὐρ. Ἠλ. 1209· ἐντεῦθεν (μεταφ.), τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθὲς Πλάτ. Θεαιτ. 150C· γ. ἢ ἀνεμιαῖον αὐτόθι 151Ε. 2) μ. γεν. πράγματος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 5, Θεόφρ. π. Πυρ. 44, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 7. 5· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., παράγων, ἱκανὸς εἰς τὸ παράγειν, ἀγαθά γ. τῇ αὑτῶν φύσει Πλάτ. Πολιτ. 367D. 3) μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ποιητής γ., ποιητὴς γνήσιος, ἀληθὲς ποιητικὸν ἔχων πνεῦμα, Ἀριστοφ. Βατρ. 96· οὕτως ἐπὶ τέκνων, = γνήσιος, Μανέθ. 6. 56· γ. ὕδωρ ποταμῶν, ἀντίθ. τῷ νόθον, Ἀνθ. Π. 9. 277. ΙΙ. κρίσιμος (μετ’ ἰατρ. σημασ.), καὶ ἑπομ. (μετὰ τοῦ ἡμέρα), περιττός, ἐπειδὴ κατὰ τὰς περιττὰς ἡμέρας αἱ ἀσθένειαι ἔρχονται εἰς κρίσιν, Ἱππ. 1046Β, C, κτλ.· οὕτω, γ. μήν, ἔτος ὁ αὐτ. 1053D κἑξ.· ἴδε Fo ës. Οἰκον.˙― ἐντεῦθεν καθόλου, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, Πλούτ. 2. 288C.