φαῦλος

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαῦλος Medium diacritics: φαῦλος Low diacritics: φαύλος Capitals: ΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: phaûlos Transliteration B: phaulos Transliteration C: faylos Beta Code: fau=los

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον E.Hipp.435, Fr.1083.9, Th.6.21: (cf. φλαῦρος):—

   A cheap, easy, slight, paltry, first found commonly in E., twicein Hdt.1.26, 126 (Comp., elsewh.φλαῦρος), six times in Democr., Fr.87, al., twice in S., Frr.41,771: Adv. φαύλως once in A.: A. Pers. 520.    I of things, easy, slight, φ. ἀθλήσας πόνον E.Supp.317; φαυλότατον ἔργον tis as easy as lying', Ar.Eq.213; φ. πρᾶγμα Id.Lys.14; τὸ ζήτημα οὐ φ. Pl.R.368c; φ. ἐρώτημα Id.Phlb.19a; φαῦλον αὐτοῖς προστάξομεν Id.R.423c: freq. with negat., οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ib.527d; μάχη οὐ φ. Id.Tht.179d; οὐ φ. τέχνη Id.Sph.223c; οὔτοι βασιλέα φαῦλόν [ἐστι] κτανεῖν 'tis no slight matter to kill a king, E.El.760; νυκτὸς γὰρ οὔτι φ. ἐμβαλεῖν στρατόν no easy matter, Id.Rh.285; οὐ φ. πληγαί D.54.13; φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Men.497; φαῦλα ἐπιφέρειν bring paltry charges, Hdt.1.26; τὰ φ. νικήσας ἔχω have gained petty victories, S.Fr.41 (wrongly glossed by μέγα in Phot., Suid., and EM789.43, cf. Hsch); σύμμαχον Τροίᾳ μολόντα Ῥῆσον οὐ φαύλῳ τρόπῳ, i. e. with no trivial force, E.Rh. 599; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι D.H.Rh.4.2, cf. Lib.Or.14.26. Adv. -λως εὑρεῖν, τυχεῖν, Ar.Eq.404 (troch.), 509 (anap.); φ. πάνυ Id.Lys. 566 (anap.); φ. ἐκφυγεῖν to get off easily, Id.Ach.215 (lyr.); φ. ἀποδράς Id.Th.711 (lyr.); φαυλότατα καὶ ῥᾷστα Id.Nu.778; οὔτι φαύλως ἦλθε with no trivial force, E.Ph.112; φ. βοηθήσειν D.15.13; φαύλως καὶ γλίσχρως παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; τὰς ἐλπίδας φ. ἔχειν to be slight, Hdn.1.3.1.    2 simple, ordinary, δίαιτα Hp.Fract.36, Art.49, Eur.Fr.213.4; σῖτα καὶ ποτὰ φαυλότατα X.Mem.1.6.2, cf. Hp. Vict.3.68 (Comp.); but freq. with sense poor, indifferent, στρατιά Th.6.21; ἀσπίδες, τείχισμα, παρασκευή, Id.4.9.115, 6.31; ἱμάτιον X. l. c. Adv. -λως, διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht.173c; μὴ φ. μηδὲ ἰδιωτικῶς Id.Lg.966e.    3 mean, bad, πρῆξις Democr.177; λόγοι E. Andr.870, ψόγος Id.Ph.94 (perh. both in signf. 1.1 and in 1.3); οὐ φ. ὄψις Pl.R.519a; φ. δόξα D.24.205; τὰ πράγματ' ἐστὶ φ. Id.19.30; φαῦλα διαπεπραγμένος Philem.229; ὁ φαῦλα πράττων Ev.Jo.3.20; μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ φ. Ep.Rom.9.11; τὸ φ. evil, E.IT390; τὰ φ., opp. τὰ ἀγαθά, X.Smp.4.47; τύχη φ., opp. ἀγαθή, Arist.Ph. 197a26, cf. Metaph.1065a35; τὴν πόλιν μηθὲμ φ. παθεῖν OGI765.35 (Priene); κομίσασθαι . . εἴτε ἀγαθὸν εἴτε φ., of rewards and punishments, 2 Ep.Cor.5.10; φ. μαίωσις Sor.2.17, cf. 1.91, al.    II of persons, low in rank, mean, common, E.Fr.688; οἱ φαυλότατοι the commonest sort (of soldiers), Th.7.77; [γάμος] ὁ ἐκ τῶν φαυλοτέρων, opp. ἐκ μειζόνων, X.Hier.1.27, cf. Pl.R.475b; of outward looks, αἱ φαυλότεραι the plainer ones, Ar.Ec.617, cf. 626 (Comp., both anap.).    2 inefficient, bad, διδάσκαλος S.Fr.771.3; τὸ φ. καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβές the inefficient, the middling, and the perfect, Th.6.18; φ. αὐλητής, opp. ἀγαθός, Pl.Prt.327c; τοξότης Id.Tht.194a; οὐ δὲ φαύλων ἀνδρῶν οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Id.Cra. 390d; opp. σπουδαῖος, Isoc.1.1, Pl.Lg.757a, etc.; esp. in point of education and accomplishments, opp. σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν E.Hipp.989, cf. Ph.496, Ion 834, Pl.Smp.174c, Alc.1.129a; τὸ πλῆθος τὸ -ότερον E.Ba.431 (lyr.); οἱ -ότεροι, opp. to οἱ ξυνετώτεροι, Th.3.37; οἱ φαυλότεροι γνώμην ib.83; τὰ γράμματα φαῦλοι Pl.Phdr.242c (so in Adv., φαυλοτέρως πεπαιδευμένοι Id.Lg.876d); generally, inferior, Id.Grg.483c: c. inf., φαῦλοι μάχεσθαι E.IT305; φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι, Pl.Tht.181b, Prt. 336c: of animals, φ. κύων D.26.22; φαυλότατοι ἵπποι X.Mem.4.1.3.    3 careless, thoughtless, indifferent, E.Med.807:—esp. in Adv., φαύλως ἐκρίνατε judged lightly, A.Pers.520; φ. εὕδειν E.Rh. 769; οὐχ ὧδε φ. Id.Ion1546; φ. παραινεῖν off-hand, Id.HF89; λόγισαι φαύλως μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός off-hand, roughly, Ar.V.656 (anap.); φ. εἰπεῖν casually, Pl.R.449c; φ. φέρειν to bear lightly, E. IA850, Ar.Av.961.    4 in good sense, simple, unaffected, φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν E.Fr.473 (anap.), cf. D.L.3.63. Adv. -λως, παιδεύειν τινά by a very simple method, X.Oec.13.4; φ. καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι Pl.Tht.147c.    5 of health, etc., φαύλως ἔχειν to be ill, Hp.Aph.2.32; φ. πράττειν to be in sorry plight, Men. Sam.165; φ. ἔχει τὰ πράγματα D.10.3, al.

German (Pape)

[Seite 1259] auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, schlecht, schlimm, böse; δαίμων Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form φλαῦρος hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von σπουδαῖος, Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von ἀγαθός, Plat. Prot. 327 c; καὶ μοχθηρός Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῦλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz σοφός, Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; τείχισμα Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; στρατιά, geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς κύων Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῦλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον πρᾶγμα Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῦλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῦλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ ζήτημα οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz χαλεπός, VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασθαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von πάνυ ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. φλαῦρος, φαῦρος, παῦρος, paulus, faul, flau.

Greek (Liddell-Scott)

φαῦλος: -η, -ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἱππ. 435, Ἀποσπ. 1068. 8, Θουκ. 6. 21· (πρβλ. φλαῦρος). Κυρίως σημαίνει ἔλλειψιν φροντίδος ἢ ἀξίας, ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐν χρήσει κυρίως πρῶτον παρ’ Εὐρίπ.· διότι παρὰ Θεόγν. 163, ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται δειλῷ· παρ’ Ἡροδ. ἐπικρατεῖ ὁ τύπος φλαῦρος (εἰ καὶ μένει τὸ φαῦλος ἐν 1. 26 καὶ 126)· φαύλως ἀπαντᾷ μόνον ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ φαῦλος ἐν δυσὶν ἀποσπάσματι τοῦ Σοφ. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, εὔκολος, ἐλαφρός, μικρός, φαῦλον ἀθλήσας πόνον Εὐρ. Ἱκ. 317· φαυλότατον ἔργον, εὐκολώτατον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 213, πρβλ. Λυσίαν 14· τὸ ζήτημα οὐ φ. Πλάτ. Πολ. 368C· φ. ἐρώτημα ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 19Α· οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D, πρβλ. 423C· καὶ συχν. μετὰ τοῦ οὐ, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D, κ. ἀλλ.· οὐ φ. [ἐστι] βασιλέα κτανεῖν, δὲν εἶναι μικρὸν πρᾶγμα νὰ φονεύσῃ τις βασιλέα, Εὐρ. Ἠλ. 760· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν, ἐλαφρῶς κρίνειν τι, μὴ θεωρεῖν αὐτὸ σπουδαῖον, ὑμεῖς δὲ φαύλως αὔτ’ ἄγαν ἐκρίνατε Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· εἴθε φαύλως, ὥσπερ εὗρες, ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν, εἴθε οὕτως εὐκόλως, ὥσπερ ἐπέτυχες, ἐκβάλῃς τὴν ἔνθεσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου, οὐκ ἂν εὐχερῶς ἔτυχε τούτου, αὐτόθι 509, φ. πάνυ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 566· φ. ἀποδιδράσκειν, ἐκφεύγειν, εὐχερῶς, ἄνευ πολλοῦ κόπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 215, ἐν Θεσμ. 711· φαύλότατα καὶ ῥᾷστα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 778· ― οὕτω καί, παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 4. 2. 2) μηδαμινός, «πρόστυχος», εὐτελής, μικρός, ἀνάξιος λόγου, δίαιτα Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775, Εὐρ. Ἀποσπ. 212· σιτία, ποτὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· στρατιὰ Θουκ. 6. 21· ἀσπίδες, τείχισμα ὁ αὐτ. 4. 9, 115· ἱμάτιον Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐ φ. πληγαὶ Δημ. 1261. 5· φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· φαῦλα ἐπιφέρειν, μικρὰς κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· τὰ φ. νικᾶν, μικρὰς νίκας, Σοφ. Ἀποσπ. 39· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., οὔτι φαύλως ἦλθε, οὐχὶ μετὰ μικρᾶς δυνάμεως, Εὐρ. Φοίν. 111· φ. βοηθεῖν Δημ. 150. 29· ἐπειδὴ δὲ αὑτῷ τὰς πρὸς σωτηρίαν ἐλπίδας φαύλως ἔχειν ὑπώπτευεν, ἐπειδὴ δὲ ὑπώπτευεν ὅτι αἱ πρὸς σωτηρίαν αὐτοῦ ἐλπίδες ἦσαν μικραί, Ἡρῳδιαν. 1. 3. 3) ἐλεεινός, κακός, λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 870· ψόγος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 94· οὐ φαύλῳ τρόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 599· οὐ φ. ὄψις Πλάτ. Πολ. 519Α· οὐ φ. τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 223Β· φ. δόξα Δημ. 764. 3· τὰ πράγματα φαῦλα γέγονε ὁ αὐτ. 26. 22., 350. 10· φαῦλα διαπεπραγμένος Φιλήμων ἐν Ἀδήλοις 51D· ― τὸ φαῦλον, τὸ κακόν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 390. ― Ἐπίρρ., φαύλως διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 173C. II. ἐπὶ προσώπων, ταπεινὸς τὸ γένος ἢ τὴν τάξιν, πρόστυχος, Εὐρ. Ἀποσπ. 689· οἱ φαυλότατοι, οἱ τοῦ κοινοτάτου εἴδους (στρατιῶται), Θουκ. 6. 77· ὁ γάμος ἐκ τῶν φαυλοτέρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ τῶν μειζόνων, Ξενοφ. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 475Β· ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, αἱ φαυλότεραι, αἱ ἀσχημότεραι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617. 626 2) ὁ ἄνευ ἀξίας, ἄθλιος, ἀνάξιος λόγου, πρόστυχος, κακός, διδάσκαλος Σοφ. Ἀποσπ. 707· τὸ φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβὲς Θουκ. 6. 18 φ. αὐλητής, τοξότης, κλπ., Πλάτ. Πρωτ. 327C, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 194Α, κλπ.· οὐ φαύλων ἀνδρῶν, οὐδὲ τυχόντων ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδαῖος, Ἰσοκρ. 2Α, Πλάτ., κλπ., μάλιστα ὡς πρὸς τὴν παιδείαν καὶ τὴν ἱκανότητα, ἀντίθετον τῷ σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ’ ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν Εὐρ. Ἱππ. 988, πρβλ. Φοιν. 496, Ἴωνα 834, Πλάτ. Συμπ. 174C· τὸ πλῆθος τὸ φαυλότερον Εὐρ. Βάκχ. 430· οἱ φαυλότεροι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ξυνετώτεροι, Θουκ. 3. 37, πρβλ. 83· φαῦλος τὰ γράμματα Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 242C· μετ’ ἀπαρ., φαῦλος μάχεσθαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 305· φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 181Β, Πρωτ. 336C· ― ἐπὶ ζῴων, φ. κύων Δημ. 807. 4· φαυλότατοι ἵπποι Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 3) ἀμέριμνος, ἀπερίσκεπτος, ἀδιάφορος, Λατ. securus, Εὐρ. Μήδ. 807, κλπ.· ― μάλιστα ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· φ. εὕδειν Εὐρ. Ρῆσ. 769· οὐχ ὧδε φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1546· φ. παραινεῖν, ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠρ. Μαιν. 89· φαύλως λογίσασθαι, προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, γενικῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 656· φαύλως εἰπεῖν, οὐχὶ ἀκριβῶς, Πλάτ. Πολ. 449C, Θεαίτ. 147C· φαύλως φέρειν, ὡς τὸ ῥᾳδίως φ., ὑποφέρειν εὐκόλως, ἄνευ πολλῶν δυσκολιῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 850, Ἀριστοφ. Ὄρν. 961 4) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁπλοῦς, ἀνεπιτήδευτος, φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ’ ἀγαθὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 483C, Ἀλκιβ. α΄, 129Α, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, 363· ― φαύλως παιδεύειν τινὰ Ξεν. Οἰκον. 13. 4· φ. πεπαιδευμένος Πλάτ. Νόμ. 876D· πρβλ. φαυλότης 3. 5) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, ἀτημέλητος, ἠμελημένος, ἄσχημος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 626, 702. 6) ἐπὶ ὑγείας, φαύλως ἔχω, εἶμαι ἀσθενής, Ἱππ. Ἀφορ. 4245. ΙΙΙ. κατὰ Φώτ., «τεθείη δ’ ἂν καὶ ἐπὶ τοῦ μεγάλου· Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (Ἀποσπ. 36) “εἰ μικρὸς ὢν τὰ φαῦλα νικήσας ἔχω”» πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 789, 43, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. φαῦλον· ἀλλ’ αἱ μνημονευόμεναι λέξεις τοῦ ἀποσπάσματος δύνανται κάλλιστα νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τῆς κοινῆς σημασίας τῆς λέξεως, ἴδε Ellendt. ἐν λέξ.