σκαιός

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαιός Medium diacritics: σκαιός Low diacritics: σκαιός Capitals: ΣΚΑΙΟΣ
Transliteration A: skaiós Transliteration B: skaios Transliteration C: skaios Beta Code: skaio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A left, on the left hand, poet. for ἀριστερός (used by Prose writers in metaph. sense, and once by Pl. in literal sense, Phdr.266a; also in Dor. Prose, ἐν σκαιάν,= ἐς ἀριστεράν, SIG636.22 (Delph., ii B.C.; σκαγαν lapis)); τὸ σ. ὄμμα παραβαλών A.Fr.308 (cf. Ath.7.303c); in Hom. always in dat. σκαιῇ (sc. χειρί), with the left hand, Il.1.501, al.; χειρὶ σ. Hes.Th.179:—hence,    II western, westward (for the Greek diviner always turned his face northward, and so had the West on his left): hence Σκαιαὶ πύλαι the West-gate of Troy, Il.3.145, al., cf. Hsch. (otherwise expld. by Sch. ad loc.); σ. ῥίον either, on the left, or west headland, Od.3.295; σ. λιμήν Orac. ap.D.S.8.21; πόρος D.P.161,481,541.    2 unlucky, ill-omened, mischievous (cf. δεξιός 11), ἡ φιλοτιμίη κτῆμα σ. Hdt.3.53; σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον a thing is none the worse for remaining unsaid, Pi.O.9.104; σ. ἐκλύσων στόμα about to speak mischief, S.Aj. 1225.    III metaph. of persons, lefthanded, awkward, clumsy, stupid, -ότατος καὶ ἀδικώτατος Hdt.1.129; σ. ἰητροί Hp.Art.42; σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται S.Fr.921, cf.771; ὅπου δ' Ἀπόλλων σ. ᾖ, τίνες σοφοί; E.El.972, cf. Heracl.258, HF283; ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ar.V.1183, cf. 1266; ἐπιλης μότατον καὶ -ότατον γερόντιον Id.Nu.790; οὕτω σ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Lys.10.15, cf. Pl.Euthd.295d; σ. καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον D.26.17; σ. καὶ ἀναίσθητος Id.18.120; σ. ἢ ἀνήκοος Id.19.312. Adv., σκαιῶς λέγειν Ar.Ec.644, cf. Pl.60: Comp., Phld.Acad.Ind.p.7 M.    2 of words, thoughts, or actions, -ότατον ἔπος Ar.Av.174, cf. Arist.Rh.Al.1430b7; σ. καινουργία OGI569.18 (Arycanda, iv A.D.).—In these senses σκαιός is opp. to δεξιός (q.v.).    IV aslant, crooked, of serpents, Nic.Th.266; cf. σκοιός. (Prob. σκαιϝός, cf. Lat. scaevus.)

German (Pape)

[Seite 887] lat. scaevus, links, auf der linken Seite; ἡ σκαιά, sc. χείρ, die Linke, die linke Hand, bei Hom. immer σκαιῇ, mit der Linken, Il. 1, 501 u. sonst, wie vollständig Hes. Th. 179 χειρὶ σκαιῇ; auch in Prosa, σκαιά, im Ggstz von δεξιά, Plat. Phaedr. 266 a. – Weil aber der griechische Vogelschauer sein Gesicht gegen Mitternacht kehrte, ist zu seiner linken Hand Sonnenuntergang, Westen, daher σκαιός = westlich, abendlich, wie man Σκαιαὶ πύλαι in der Il. das Abend- od. Westthor erklärt, u. Od. 3, 295 σκαιὸν ῥίον wahrscheinlich das westliche Vorgebirge ist. Von links her fliegende Vögel bedeuten Unglück; dah. σκαιός = Unglück verkündend, ungünstig, widrig, Nachtheil bringend; φιλοτιμίη κτῆμα σκαιόν, Her. 3, 53; οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον, Pind. Ol. 9, 104; σκαιὸν ἐκλύσων στό μα, Soph. Ai. 1204, wo der Schol. λόγους κακούς erkl. – Gew. linkisch, ungeschickt, unbeholfen, plump, vom Betragen, auch vom Wissen, ungebildet, dumm; ὅπου Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί; Eur. El. 972, vgl. Med. 298; πόλλ' ἀγρώσταις σκαιὰ πρόσκειται φρενί, Rhes. 266; σκαιὸς καὶ ἀπαίδευτος, Ar. Vesp. 1183; Ggstz von δεξιός, Plut. 1023 u. öfter; σκαιότατον ἔπος, Av. 174; auch im adv., σκαιῶς λέγειν τι, Eccl. 644; in Prosa: σκαιότατος καὶ ἀδικώτατος, Her. 1, 129; μή με σκαιὸν ἡγησάμενος φοιτητὴν μὴ προσδέχοιτο, Plat. Euthyd. 295 d; οὕτω σκαιὸς ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι, Lys. 10, 15; σκαιὸς οὕτω καὶ ἀναίσθητος εἶ, Dem. 18, 120, vgl. 24, 183; οὑτω σκαιός ἐστι καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον, 26, 17; τίς ἂν στρατηγὸς ἀλογιστότερος καὶ σκαιότερος ἡγεμών, Pol. 3, 48, 1; oft bei Luc. u. Plut.; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 998. – Zuweilen auch = schief, krumm gebogen. im Ggstz von ὀρθός, wie es Nic. Ther. 266, vom Gange der Schlangen gebraucht, durch πλάγιος erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

σκαιός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλει), ἀριστερός, ὁ κατὰ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἢ τὸ ἀριστερὸν μέρος, λέξις ποιητικὴ ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἀριστερός (ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις μεταφορικῶς, καὶ ἅπαξ παρὰ τῷ Πλάτωνι κυριολεκτικῶς, Φαῖδρ. 266Α)· τὸ σκ. ὄμμα παραβαλὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297 (ἴδε Ἀθήν. 303Α)· - ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε σκαιῇ (ἐξυπακ. χειρί), μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, Ἰλ. Α. 501. κτλ.· χειρὶ σκαιῇ Ἡσ. Θ. 179· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. δυσμικός, ὁ πρὸς δυσμάς, ἐπειδὴἝλλην οἰωνοσκόπος ἔβλεπε πάντοτε πρὸς βορρᾶν, ὥστε εἶχε τὴν ἀριστερὰν χεῖρα πρὸς δυσμάς· ἐντεῦθεν, Σκαιαὶ πύλαι, ἡ πρὸς δυσμὰς πύλη τῆς Τροίας, Ἰλ. Γ. 149, κτλ.· οὕτως ἐν Ὀδ. Γ. 295. σκαιὸν ῥ…ον, σημαίνει πιθανῶς τὸ πρὸς ἀριστερὰν ἀκρωτήριον· οὕτω καὶ σκ. λιμὴν. Χρησμ. παρὰ Διοδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 11· πόρος Διον. ΙΙ. 161, 481. 541. 2) ἀτυχής, ἀπαίσιος, δυσοίωνος, ἐπιβλαβής, ἐπειδὴ πτηνὰ προμηνύοντα τὸ κακὸν ἀείποτε ἐφαίνοντο πρὸς τὰ ἀριστερὰ ἢ πρὸς δυσμάς, τὰ δὲ προμηνύοντα τὸ καλὸν πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς ἀνατολὰς (πρβλ. δεξιὸς ΙΙ, Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 154), φιλοτιμίη κτῆμα σκαιὸν Ἡρόδ. 3. 53· σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρ…μ’ ἕκαστον, πᾶν πρᾶγμα δὲν γίνεται χειρότερον μὴ λεγόμενον, Πινδ. Ο. 9. 157· σκαιὸν ἐκλύσων στόμα, μέλλων νὰ ὁμιλήσῃ, βλαβερά, Σοφ. Αἴ. 1225. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ Γαλλ. gauche, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, δυσκίνητος, ἄχαρις, ἀνεπιτήδειος, σκαιότατος καὶ ἀδικώτατος Ἡρόδ. 1. 129· σκ. ἰατροὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 808· σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται Σοφ. Ἀποσπ. 660, πρβλ. 707· ὅπου δ’ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί ; Εὐρ. Ἠλ. 972, πρβλ. Ἡρακλ. 258, Ἡρακλ. Μαιν. 283· ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ἀριστοφ. Σφ. 1183, πρβλ. 1266· ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 290· οὕτως σκ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Λυσ. 117. 27, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 295D· σκ. καὶ βάρβαρος Δημ. 805. 19· σκ. καὶ ἀναίσθητος ὁ αὐτ. 267. 12· σκ. καὶ ἀνήκοος ὁ αὐτ. 441. 15· - οὕτως ἐπίρρ., σκαιῶς λέγειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 644, πρβλ. Πλ. 60. 2) ἐπὶ λέξεων ἢ διανοημάτων, σκαιότατον ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 174, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 12, 2. - Ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ σκαιός εἶναι ἀντίθετον τῷ δεξιός, ὃ ἴδε. IV. ὡς τὸ πλάγιος, λοξός, σκολιός, «στραβός», Λατ. obliquus, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 266· περὶ δὲ τοῦ ἐν 660, ἴδε σκοιός. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑϜ ἢ ΣΚΑΙϜ· πρβλ. τὸ Σανσκρ. sav-yas (left)· Λατ. scaev-us, Scaev-ola· Ἀρχ. Σκανδ. skeif-r (skew)· Ἀρχ. Γερμ. scheib (schief)· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ σκαῦρος, Scau-rus). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαιός· δύσκολος. πονηρός. κακός. μωρός, ἀπαίδευτος, ἀμαθής. ἀπάνθρωπος, ἄδικος, τραχύς, σκληρός, ἐπαχθής, ταραχώδης, ἀριστερός», ἴδε καὶ «σκαιῇ» αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
situé à gauche, gauche ; χειρὶ σκαιῇ ou simpl. • σκαιῇ à main gauche, à gauche, ou de la main gauche ; particul. situé à l’occident, occidental ; Σκαιαὶ πύλαι IL ou sans πύλαι IL les Portes Scées dans la partie occidentale de Troie ; fig. :
1 de mauvais présage (les oiseaux qui se montraient à gauche étant réputés de mauvais présage) ; funeste, nuisible;
2 qui incline à gauche, càd partial;
3 gauche, maladroit ; ignorant, grossier;
Sp. σκαιότατος.
Étymologie: p. *σκάϜιος, cf. lat. scaevus.

English (Autenrieth)

(cf. scaevus): left (hand), Il. 1.501; western, Od. 3.295.