βαθύνω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
—Pass., plpf.
A βεβάθυστο Nonn. D. 39.305: (βαθύς):—deepen, hollow out, βάθυνε δὲ χῶρον ἅπαντα, of a torrent, Il.23.421; ἔσκαψε καὶ ἐβάθυνε dug and dug deep, Ev.Luc.6.48; ἐβάθυνε πέδον ταρσῷ, of a dog, Nonn. D. 47.239: metaph., ὁ λιμὸς βαθύνει ἑαυτόν J. BJ5.12.3: esp. as military term, deepen, τὴν φάλαγγα X.Cyr.6.3.23, 8.5.15, cf. Arr.Tact.25.11:—Pass., become deep, be deepened, λίμνη β. Thphr. HP 4.11.3; κρημνὸς βαθύνεται εἰς ἀπορρῶγα J.BJ1.21.3; νάσως βαθυνομένας ἀπὸ ῥιζᾶν, of Delos, Hymn.Is.160; τὸ βαθυνόμενον τῆς ῥηγμῖνος Agath.2.2; of a deep wound, Nonn. D. 39.305; βαθυνομέναις χερσί in or with the hollowed hands, ib.11.180.
2 Math., add a third dimension, β. τὰ ἐπίπεδα Procl. in R.2.52 K., cf. in Ti.1.146 D.:—Pass., κυκλικῶς βαθυνθέντες Simp. in Ph.59.17.
II intr., sink deep, Ph.1.248, 2.402; sink, crumble, Apollod.Poliorc.157.8.
2 metaph., go deeply into a subject, βαθύνας θεωρῆσαι Procl.in Prm.p.622 S.
Spanish (DGE)
(βᾰθύνω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [plusperf. βεβάθυστο Nonn.D.39.305]
A tr.
I 1ahondar, horadar de torrentes χῶρον Il.23.241, τὴν ἀμάραν Poll.1.224, φρεατίαν Hld.9.4.1, de un perro ἐβάθυνε πέδον ... τάρσῳ Nonn.D.47.239, del artífice ποτήριον δὲ κοῖλον ... βαθύνας haciendo bien hondo el vaso para el buen bebedor Anacreont.4.6, en v. pas. πέτραι βαθυνόμεναι D.P.1035, Nonn.Par.Eu.Io.19.41, cf. D.34.234, βαθυνομένου κενεῶνος de un pozo, Nonn.D.34.234, cf. 12.333, pero βαθυνομένῳ κενεῶνι en un cuenco bien ahondado Nonn.D.19.132, βαθυνομένης παλάμης ληίστορι καρπῷ con mano ladrona de palma ahondada Nonn.D.25.35, χερσὶ βαθυνομέναις con las manos en forma de cuenco Nonn.D.2.443
•fig. profundizar βαθύνας αὑτὸν ὁ λιμός abriéndose paso hasta el fondo (de los estómagos de los judíos) el hambre I.BI 5.512
•mentalmente ὁ τῆς διανοίας ὀφθαλμὸς ... βαθύνας τὰ ... ἐγκεκρυμμένα κατεῖδε Ph.1.248, cf. Didym.Tr.in.1.7.13, τις ... βαθύνας θεωρήσειεν Procl.in Prm.801.
2 labrar, grabar γράμματα Poll.5.149, en v. pas. βαθυνομένῳ ... τοίχῳ (signos) en un muro labrado en altorrelieve Nonn.D.4.274.
3 hundir, hendir τοὺς ὀφθαλμούς Poll.2.62, en v. pas. ὠτειλὴ βεβάθυστο ... καρήνου Nonn.D.39.305, βαθυνομένοιο ... μηροῦ del muslo hendido Nonn.D.30.218
•νάσως ... βαθυνομένας islas hundidas, Hymn.Is.160 (Andros), τὸ βαθυνόμενον τῆς ῥηγμῖνος Agath.2.2.6.
4 bajar ὁ λόγος καὶ κατὰ γῆν ἑαυτὸν βαθύνας Eus.LC 11 (p.228.26)
•en v. pas. βαθυνομένοιο χιτῶνος del quitón bajado (para dar de mamar), Nonn.D.3.401.
II usos esp.
1 milit. formar en profundidad τὴν φάλαγγα X.Cyr.6.3.23, cf. 8.5.15, ἐφ' ἑπτὰ βαθύνας τὴν φάλαγγα formó la falange en siete escalones I.BI 5.130, cf. Arr.Tact.25.11.
2 geom. dar profundidad, añadir la tercera dimensión τὰ ἐπίπεδα Procl.in R.2.52, en v. pas., Simp.in Ph.59.17.
3 adensar καπνὸς ... βαθύνει ... τὸν ἀέρα Gr.Nyss.Eun.2.12.338.
B intr.
I 1ahondar, profundizar en una excavación ἔσκαψεν καὶ ἐβάθυνεν Eu.Luc.6.48, sent. obsc., Luc.Asin.10
•zapar ὁ βαθύνων Apollod.Poliorc.144.8.
2 hundirse, desmoronarse ἡ μαλακότης τῆς πλίνθου Apollod.Poliorc.157.8
•fig. rebajarse Cyr.Al.M.69.473B.
II en v. med.-pas. ahondarse, rebajarse ἔφασαν ... βαθυνθῆναι τὴν λίμνην dicen que el lecho del lago se ahondó Thphr.HP 4.11.3
•fig. ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου muy profundos se hicieron tus pensamientos LXX Ps.91.6
•ahondarse εἰς ἀμέτρητον ἀπορρῶγα βαθύνεται I.BI 1.405, βαθυνομένην χθονὸς ἕδρην hundiéndose el suelo de la tierra (al paso de Tifón), Nonn.D.2.34, cf. 14.375
•(ὕδωρ) βαθυνόμενον abriéndose paso (el agua) Hld.9.8.2
•fig. de una barba alargarse, crecer τὸ γένειον λάσιον καὶ σεμνότερον βαθυνόμενον la barba crecida densa y venerable Hld.2.21.2.
German (Pape)
[Seite 424] vertiefen, aushöhlen, χῶρον Il. 23, 421; ποτήριον Anacr. 3, 5; sp. D.; βαθύνεται λίμνη Theophr.; ἕλη Polyaen. 8, 23; φάλαγγα, eine Schlachtordnung vertiefen, mit schmaler Front, viel Mann hoch stellen (vgl. βάθος), Xen. Cyr. 8, 5, 15; ἐξ ὅσων ἐγὼ τὴν φάλαγγα βαθυνῶ, so hoch ich die Schlachtordnung stellen werde, 6, 3, 23; vgl. Polyaen. 5, 16. – Pass. βαθυνομένη, πέτρα, χεῖρες, Nonn.; hohl, βεβάθυστο D. 39. 305.
French (Bailly abrégé)
f. βαθυνῶ, ao. ἐβάθυνα;
Pass. ao. ἐβαθύνθην;
rendre profond, d'où
1 creuser : χῶρον IL un terrain en parl. d'un torrent;
2 étendre en profondeur : φάλαγγα XÉN donner de la profondeur à une phalange, la former en colonne.
Étymologie: βαθύς.
English (Autenrieth)
deepen, hollow out, Il. 23.421†.
English (Abbott-Smith)
βαθύνω (< βαθύς), [in LXX for עמד: Ps 91 (92):5, Je 29 (49):8 30(49)30*;]
to deepen: Lk 6:48.†
English (Strong)
English (Thayer)
(impf ἐβαθυνον); (βαθύς); to make deep: ἔσκαψε καί ἐβάθυνε is not used for βαθέως ἔσκαψε, but ἐβάθυνε expresses the continuation of the work (he dug and deepened i. e. went deep); cf. Winer's Grammar, § 54,5. (In Greek writings from Homer down.)
Greek Monolingual
βαθαίνω και βαθύνω (Α βαθύνω)
1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω
2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς
νεοελλ.
(για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση
αρχ.
1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος
2. προσπαθώ ν' αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία πραγμάτων ή εννοιών, εμβαθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαθυνω < επίθ. βαθύς, ενώ το νεοελλ. βαθαίνω είναι μεταπλασμένος τ. του βαθύνω (πρβλ. αλαφρύνω-αλαφραίνω, απαλύνω-απαλαίνω, βαρύνω-βαραίνω, πληθύνω-πληθαίνω κ.ά.).
ΣΥΝΘ. εμβαθύνω- αρχ. προσβαθύνω.
Greek Monotonic
βᾰθύνω: [ῡ], (βαθύς), μέλ. βαθῠνῶ,
1. βαθαίνω κάτι, σκάβω και κοιλαίνω κάτι, λέγεται για χειμάρρους, σε Ομήρ. Ιλ.· σκάβω και καθιστώ κάτι βαθύ, σε Καινή Διαθήκη
2. ως στρατιωτικός όρος, συμπυκνώνω, δίνω βάθος, βαθαίνω, τὴν φάλαγγα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βᾰθύνω:
1 углублять, рыть, выдалбливать (ὕδωρ βάθυνε χῶρον Hom.; ποτήριον Anacr.);
2 воен. вытягивать в глубину (τὴν φάλαγγα Xen.).
Middle Liddell
βαθύς
1. to deepen, hollow out, of a torrent, Il.: to dig deep, NTest.
2. as military term, to deepen, τὴν φάλαγγα Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύνω βαθύς aor. ἐβάθυνα, pass. ἐβαθύνθην; fut. βαθυνῶ, diep maken, verdiepen, uitdiepen; milit., van de hoplietenfalanx. Xen. Cyr.
Chinese
原文音譯:baqÚnw 巴替挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(加)深
字義溯源:加深,變深;源自(βαθύς)=極深的);而 (βαθύς)出自(βάσις)=腳步), (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 加深(1) 路6:48
Translations
deepen
Arabic: تَعَمَّقَ; Bulgarian: задълбочавам, удълбочавам; Catalan: profunditzar, apregonar, enfondir; Chinese Mandarin: 加深; Dutch: verdiepen; Finnish: syventää; French: approfondir; Galician: afondar; German: aushölen, vertiefen; Greek: βαθαίνω, βαθύνω; Ancient Greek: βαθύνω; Indonesian: memperdalam; Italian: approfondire; Japanese: 深める; Korean: 깊게 하다; Polish: pogłębiać, pogłębić; Portuguese: aprofundar; Russian: углублять, углубить; Spanish: ahondar, profundizar; Ukrainian: поглиблювати, поглибити