σπλαγχνίζομαι

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

German (Pape)

[Seite 922] dep. pass., sich erbarmen, Mitleid empfinden, N.T., ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν Matth. 9, 36.

Russian (Dvoretsky)

σπλαγχνίζομαι: иметь жалость, сжаливаться (τινος, ἐπί τινι, ἐπί τινα и περί τινος NT).

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνίζομαι: ἀπόθ., αἰσθάνομαι αἶκτον, συμπάθειαν, ἔλεος, ἐπί τινι Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. Ϛ΄, 34, η΄, 2, κλ· περί τινος Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. θ΄, 36· -τὸ ἐνεργ. σπλαγχνίζω ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄Μακκ. Ϛ΄, 8), = σπλαγχνεύω.

English (Strong)

middle voice from σπλάγχνον; to have the bowels yearn, i.e. (figuratively) feel sympathy, to pity: have (be moved with) compassion.

English (Thayer)

1st aorist ἐσπλαγχνίσθην (cf. Buttmann, 52 (45)); (σπλάγχνον, which see); properly, to be moved as to one's bowels, hence, to be moved with compassion, have compassion (for the bowels were thought to be the seat of love and pity): absolutely, σπλαγχνισθείς with a finite verb, τίνος, to pity one (cf. Winer's Grammar, § 30,10a.; (Buttmann, § 132,15; but others regard σπλαγχνισθείς in the following example as used absolutely and the genitive as depending on κύριος)), ἐπί with the dative of the person, G L T Tr WH; R G); Tdf. ἐπί with the accusative); ἐπί τινα, L T Tr WH); Winer's Grammar, § 33, c.; (Buttmann, as above); περί τίνος ὅτι, Test xii. Patr. (e. g. test. Zab. §§ 4,6, 7, etc.); and in the N.T. Apocrypha; in Symm.; (Clement of Rome, 2 Corinthians 1,7 [ET]; Hermas, mand. 4,3, 5 [ET]); ἐπισπλαγχνίζομαι, σπλαγχνίζω is once used for the Attic σπλαγχνεύω, Winer's Grammar, 30,33, 92 (87)).

Greek Monolingual

σπλαγχνίζομαι ΝΜΑ και σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι Ν σπλάχνον, σπλάγχνον
ευσπλαγχνίζομαι, νιώθω συμπάθεια, οίκτο ή συμπόνια (α. «τον είδε και τον σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῦς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. σπλαγχνίζω
τελώ θυσία και τρώω τα σπλάγχνα του σφαγίου.

Greek Monotonic

σπλαγχνίζομαι: αποθ., αισθάνομαι συμπόνοια, οίκτο, ψυχοπονώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

σπλαγχνίζομαι,
Dep. to feel compassion, mercy, NTest.

Chinese

原文音譯:splagcn⋯zomai 士普嵐格赫你索買
詞類次數:動詞(12)
原文字根:心腸 相當於: (רַחַם‎ / רַחֲמִים‎)
字義溯源:有憐憫心腸,動了慈心,同情,慈悲,憐憫,施憐憫;源自(σπλάγχνον)*=心腸,慈心)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
出現次數:總共(12);太(5);可(4);路(3)
譯字彙編
1) 憐憫(3) 可6:34; 可9:22; 路7:13;
2) 動了慈心(3) 太18:27; 路10:33; 路15:20;
3) 我憐憫(2) 太15:32; 可8:2;
4) 施憐憫(1) 太14:14;
5) 他動了慈心(1) 可1:41;
6) 就動了慈心(1) 太20:34;
7) 就憐憫(1) 太9:36