συζήτησις
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
συζητήσεως, ἡ,
A joint inquiry, discussion, Epicur.Sent.Vat.74, Cic.Fam.16.21.4, Phld.Ir.p.44 W.
II disputation, Ph.1.191, cf. 113 (pl.), Phld.Rh.2p.240S.(pl.), Act.Ap.15.7 (v.l.), etc.
German (Pape)
[Seite 972] ἡ, gemeinschaftliche Untersuchung, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συζήτησις: συζητήσεως ἡ совместное обсуждение NT.
Greek (Liddell-Scott)
συζήτησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ζήτησις, ἔρευνα, Κικ. Fam. 16. 21, 4. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, συζήτησις, Φίλων 11 (Hoeschel), Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η / συζήτησις, συζητήσεως, ΝΜΑ συζητῶ
1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του
2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε», Φίλ.
β. «θεολογικά νοήματα, δι' ὧν... αἱ στρεβλούμεναι συζητήσεις λύονται», Ευστ.)
(νεοελλ;) (πολ. δίκ.) αυτοτελές μέρος της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την υποβολή ή ανάπτυξη τών προβλεπόμενων για το μέρος αυτό αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών τών διαδίκων.
English (Strong)
from συζητέω; mutual questioning, i.e. discussion: disputation(-ting), reasoning.
English (Thayer)
(συνζητησις LTr marginal reading (cf. σύν, II. at the end)), συζητήσεως, ἡ (συζητέω), mutual questioning, disputation, discussion:, 7 R G L Tr marginal reading; 28:29 yet G L T Tr WH omit the verse (Cicero, ad fam. 16,21, 4; Philo, opif. mund. § 17 at the end (variant readings); quod det. pot. § 1); legg. alleg. 3,45.)
Chinese
原文音譯:suz»thsij 需-色帖西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:共同-尋求(著)
字義溯源:互相探詢,辯論,議論;源自(συζητέω)=共同的調查),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 議論(1) 徒28:29;
2) 辯論(1) 徒15:7
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συζητῶ → συν + ζητῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
French (New Testament)
εως (ἡ) discussion, dispute
συζητέω
Translations
discussion
Afrikaans: gesprek, debat; Albanian: diskutim; Arabic: مُنَاقَشَة, بَحْث, مُذَاكَرَة, مُبَاحَثَة; Armenian: քննարկում; Azerbaijani: müzakirə, mübahisə; Belarusian: дыскусія, абмеркаванне; Bengali: আলোচনা; Bulgarian: дискусия, разискване, обсъ́ждане; Catalan: discussió; Chinese Mandarin: 討論/讨论, 議論/议论; Cornish: omgussulyans, omgussulyansow; Czech: diskuse, diskuze; Danish: diskussion; Dutch: bespreking, discussie; Esperanto: diskutado, diskuto; Estonian: arutlus, väitlus; Finnish: keskustelu, väittely; French: discussion; Georgian: კამათი, დისკუსია, განხილვა, მსჯელობა, განსჯა; German: Diskussion, Erörterung, Besprechung; Greek: συζήτηση, συνομιλία; Ancient Greek: ἀγών, ἀμφιλογία, ἀμφισβασίη, ἀμφισβήτησις, ἀντιβολή, ἀντικατάστασις, ἀντιλογία, ἁψιμαχία, διαβούλιον, δίαιτα, διαλαλιά, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διαμφισβήτησις, διαστολή, διατριβή, διευκρίνησις, διχοστασία, ἔντευξις, ἐξεργασία, κοινολογία, λέσχη, συζήτησις; Haitian Creole: diskisyon; Hebrew: דִּיּוּן; Hindi: बिबाद, बहस; Hungarian: megbeszélés, vita; Ido: diskuto, diskutado; Indonesian: diskusi; Irish: aighneas; Italian: discussione; Japanese: 議論, 討論; Kazakh: талқылау, пікірсайыс; Korean: 의논(議論), 토론(討論); Kyrgyz: дискуссия, талкуу, талкуулоо; Ladino: kolokio, kolokyo; Lao: ການອະພິປາຍ, ການສົນທະນາ; Latin: disputatio, colloquium, sermo; Latvian: diskusija, debates; Lithuanian: diskusija; Low German: Diskuschoon; Luxembourgish: Diskussioun; Macedonian: дискусија; Malay: perbincangan, diskusi; Malayalam: ചർച്ച, സംവാദം; Maori: matapakinga; Marathi: चर्चा; Mazanderani: گپ; Mi'kmaq: agnutmaqan inan; Mongolian Cyrillic: хэлэлцүүлэг; Norman: distchussion; Norwegian Bokmål: diskusjon, debatt; Nynorsk: diskusjon, debatt; Persian: بحث, گفت و گو, مباحثه, مذاکره, مناظره; Polish: dyskusja; Portuguese: discussão; Romanian: discuție, discutare, dezbatere; Russian: обсуждение, дискуссия; Serbo-Croatian Cyrillic: дѝскӯсија, ра̑справа, ра̏спра; Roman: dìskūsija, rȃsprava, rȁspra; Slovak: diskusia; Slovene: diskusija, razprava; Spanish: discusión; Swahili: maneno, mazungumzo; Swedish: diskussion; Tajik: муҳокима, мубоҳиса, мунозира, баҳс; Telugu: చర్చ; Thai: การอภิปราย, การสนทนา; Turkish: münakaşa, tartışma, bahıs; Ukrainian: дискусія, обміркування; Urdu: بَحْث, بِباد, مُذاکَرَہ; Uyghur: مۇزاكىرە, مۇلاھىزە; Uzbek: muhokama, muzokara, bahs, diskussiya; Vietnamese: sự thảo luận + 討論); Welsh: trafodaeth; Yiddish: דיסקוסיע