φονεύς
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ὁ, gen. φονέως, Ep. φονῆος Il.9.632; acc. φονέα (in first foot of trim.) S.OT362,721; in E. φονέᾰ, Hec.882: nom.pl.
A φονέες Lesb.Rh.3.8, Att. φονῆς Antipho 4.2.7; acc. φονέας Id.2.3.8, 4.3.1, Lys.12.96, Call. in PSI11.1218a32, etc.; but contr. φονεῖς Plu.2.162e:—slayer, Il. l. c., 18.335, Od.24.434, Hdt.1.45, etc.; δικαιοτάτου δὲ φονῆος Pisand.10; τῷ φονεῖ τἀδελφοῦ τὴν δεξιὰν δέδωκε Arist.Ath.18.6.; αὐτόχειρας καὶ φονέας Isoc.4.111; φονέας αὑτῶν self-murderers, Lys. l. c.; τοσούτῳ μᾶλλον φονεύς ἐστιν is so much more justly accounted a murderer, Antipho 4.3.3; οὐχὶ τὴν ἐμὴν φονέα νομίζων χεῖρα E.IT586; ἀκουσίως τινὸς φ. γενέσθαι Pl.R.451a; of the sword on which Ajax had thrown himself, S.Aj.1026: as fem., μητέρα φονέα οὖσαν Antipho 1.3 (ὁ φονεύς, even of a woman, ib.20).
2 σοῦ φονέως μεμνημένος you, my destroyer, S.OC1361.
3 metaph., τῆς ὑμετέρας εὐσεβείας φονῆς Antipho 4.2.7.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, der Mörder, Todtschläger; Il. 18, 335 Od. 24, 434; Her. 1, 45; Soph. O. R. 362 u. öfter, wie die andern Tragg.; in Prosa, z. B. Plat. Rep. V, 451 a; auch fem., τὴν μητέρα φονέα οὖσαν Antiph. 1, 3, vgl. 20. – [Im acc. φονέα hat Eur. α kurz gebraucht, s. Pors. Eur. Hec. 876 und Mein. Men. p. 387.]
French (Bailly abrégé)
έως;
1 adj. m. et f. meurtrier, meurtrière;
2 subst. homme qui commet un meurtreou femme qui commet un meurtre, meurtrier, homicide.
Étymologie: R. Φεν, tuer > πεφνεῖν ; cf. φόνος.
Russian (Dvoretsky)
φονεύς: έως adj. убийственный, губительный (κνώδων Soph.; χείρ Eur.).
έως ὁ, ἡ убийца Hom., Her., Soph., Eur., Isocr. etc.: φ. αὑτοῦ Lys. самоубийца.
Greek (Liddell-Scott)
φονεύς: ὁ, γεν. έως, Ἐπικ. ῆος· αἰτ. φονέᾱ (πιθ. ὡς ἴαμβος), Σοφ. Ο. Τ. 362, 721, κλπ.· ἀλλὰ παρ’ Εὐρ. καὶ φονέᾰ, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 876· ὀνομ. πληθ. φονέες Λεσβῶναξ 173. 37, συνῃρ. φονεῖς Ἀντιφῶν 126. 36· αἰτ. φονέας ὁ αὐτ. 118. 36., 127. 16, Λυσίας, κλπ.· ἀλλὰ συνῃρ. φονεῖς Πλούτ. 2. 162Ε· (*φένω) ― «φονιᾶς», ἀνθρωποκτόνος, Ἰλ. Ι. 632, Σ. 335, Ὀδ. Ω. 434, Ἡρόδ. 1. 45, καὶ Ἀττ.· αὐτόχειρας καὶ φονέας Ἰσοκρ. 64Α· φονέας αὑτῶν Λυσί. 129, 13· μᾶλλον φονεὺς εἶναι, δικαιότερον νὰ νομίζηται ὡς ὁ φονεύς, Ἀντιφῶν 127. 28· ἀκουσίως τινὸς φ. γενέσθαι Πλουτ. Πολ. 451Α· ― τὸ ξίφος ἐφ’ ὃ ὁ Αἴας ἔρριψεν ἑαυτόν, Σοφ. Αἴ. 1026· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., τὴν ἐμὴν φονέα Εὐρ. Ι. Τ. 585· μητέρα φονέα οὖσαν Ἀντιφῶν 111. 45. (οὕτω καὶ ὁ φονεύς, ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. 113. 29)· φονέα χεῖρα, φονικὴν χεῖρα, Εὐρ. Ι. Τ. 586. 2) σοῦ φονέως μεμνημένος, τοῦ καταστροφέως μου, Σοφ. Ο. Κ. 1361. 3) μεταφορ., φονεῖς εὐσεβείας Ἀντιφῶν 126. 35.
English (Autenrieth)
ῆος: slayer, murderer, homicide.
English (Strong)
from φόνος; a murderer (always of criminal (or at least intentional) homicide; which ἀνθρωποκτόνος does not necessarily imply; while σικάριος is a special term for a public bandit): murderer.
English (Thayer)
φονεως, ὁ (φόνος), from Homer down, a murderer, a homicide: ἀνήρ φονεύς (cf. ἀνήρ, 3), SYNONYMS: φονεύς any murderer — the genus of which σικάριος the assassin is a species; while ἀνθρωποκτόνος (which see) has in the N.T. a special emphasis. Trench, § lxxxiii.]
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. φονιάς.
Greek Monotonic
φονεύς: ὁ, γεν. -έως, Επικ. -ῆος, αιτ. φονέᾱ ή φονέᾰ· ονομ. πληθ. φονέες, συνηρ. φονεῖς· αιτ. φονέας, συνηρ. φονεῖς· (*φένω)· δολοφόνος, δήμιος, ανθρωποκτόνος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το ξίφος πάνω στο οποίο ο Αίας έριξε τον εαυτό του, σε Σοφ.· επίσης ως θηλ., η δολοφόνος, σε Ευρ.· ως επίθ. φονέα χεῖρα, δολοφονικό χέρι, σε Σοφ.
Middle Liddell
φονεύς, έως, ὁ, [*φένω
a murderer, slayer, homicide, Hom., Hdt., Attic; of the sword on which Ajax had thrown himself, Soph.:—also as fem., a murderess, Eur.; as adj., φονέα χεῖρα murdering hand, Eur.
Chinese
原文音譯:foneÚj 賀扭士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:謀殺(者)
字義溯源:謀殺犯,殺人者,殺人的,殺人,兇殺,兇手;源自(φόνος)=謀殺),而 (φόνος)出自(φαιλόνης / φελόνης)X*=殺)
同源字:1) (ἀνδροφόνος)謀殺犯 2) (φονεύς)謀殺犯 3) (φονεύω)謀殺 4) (φόνος)謀殺
出現次數:總共(7);太(1);徒(3);彼前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 兇手(3) 太22:7; 徒7:52; 徒28:4;
2) 殺人的(2) 啓21:8; 啓22:15;
3) 一個兇殺(1) 徒3:14;
4) 殺人(1) 彼前4:15
Translations
murderer
Afrikaans: moordenaar; Alabama: aatiibi; Albanian: vrasës, vrasëse; Arabic: قَاتِل, قَاتِلَة; Armenian: մարդասպան; Asturian: asesín; Azerbaijani: qatil; Bashkir: ҡатил; Belarusian: забойца; Bengali: খুনী, কাতেল; Breton: lazher; Bulgarian: убиец, убийца; Burmese: လူသတ်သမား; Catalan: assassí, assassina; Cherokee: ᎠᏓᎯᎯ; Chickasaw: hattak-abi'; Chinese Cantonese: 兇手, 凶手, 殺人犯, 杀人犯, 殺手, 杀手; Mandarin: 兇手, 凶手, 殺人犯, 杀人犯, 殺手, 杀手; Min Nan: 殺手, 杀手; Choctaw: abi; Crimean Tatar: qatil; Czech: vrah, vražedkyně; Danish: morder, morderske; Dutch: moordenaar, moordenaarster, moordenares; Esperanto: murdinto, murdintino; Estonian: mõrtsukas; Finnish: murhaaja; French: meurtrier, meurtrière, assassin, assassine; Old French: murtrier; Galician: asasino, asasina; Georgian: მკვლელი; German: Mörder, Mörderin; Greek: δολοφόνος, δολοφόνισσα, φονιάς, φόνισσα; Ancient Greek: αἱματηρός, αἱματουργός, ἀκρόχειρ, ἀκρόχειρος, ἀνδρόβαλος, ἀνδροθνής, ἀνδροκμής, ἀνδροκόνος, ἀνδροκτόνος, ἀνδροφόνος, ἀνθρωποκτόνος, ἀνθρωπόλεθρος, ἄρταμος, αὐθέντης, αὐτόχειρ, βροτοκτόνος, βροτοφόντης, δαΐκτωρ, δαΐξανδρος, φονεύς; Gujarati: હત્યારો; Hebrew: רוצח \ רוֹצֵחַ, רוצחת \ רוֹצַחַת; Hindi: हत्यारा, ख़ूनी, क़ातिल; Hungarian: gyilkos; Icelandic: morðingi; Indonesian: pembunuh; Italian: assassino, assassina; Japanese: 人殺し, 殺人者; Kalmyk: алач; Kannada: ಕೊಲೆಗಾರ; Kazakh: қанішер, қаныпезер; Khmer: ឃាតករ, អ្នកសម្លាប់; Korean: 살인자(殺人者); Kurdish Northern Kurdish: qatil, mêrkuj, kujer; Kyrgyz: өлтүргүч, өлтүрүүчү; Lao: ຄາດຕະກອນ; Latgalian: slapkauņs; Latin: homicida, occisor, occitrix, interfector, interfectrix; Latvian: slepkava; Lithuanian: žmogžudys, žmogžudė; Luxembourgish: Mäerder, Mäerderin; Macedonian: убиец, катиљ; Malay: pembunuh; Malayalam: കൊലപാതകി; Maori: kaikōhuru; Mongolian: алуурчин; Norman: meurtriyi; Northern Sami: olmmošgoddi; Norwegian Bokmål: morder, morderske, drapsperson, drapsmann, drapskvinne; Nynorsk: mordar, morderske, drapsperson, drapsmann, drapskvinne; Old English: manslaga, slaga; Old Norse: morðari; Old Polish: głównik; Pashto: قاتل, خوني; Persian: قاتل, آدمکش; Plautdietsch: Merda; Polish: morderca, morderczyni, zabójca, zabójczyni; Portuguese: assassino, assassina, homicida; Romanian: criminal, criminală; Russian: убийца, киллер, душегуб; Sanskrit: घातक, ताडक; Scottish Gaelic: murtair; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀бица, у̀бојица; Roman: ùbica, ùbojica; Sinhalese: මිනීමරුවා; Slovak: vrah, vrahyňa; Slovene: morilec, morilka; Spanish: asesino, asesina, victimario, victimaria, matador, matadora; Swahili: mwuaji; Swedish: mördare, mörderska; Tajik: қотил, кушанда, одамкуш; Tamil: கொலைகாரன்; Tatar: үтерүче, катыйль; Telugu: హంతకుడు; Thai: ฆาตกร; Tocharian B: kauṣenta; Turkish: katil; Turkmen: ganhor; Ukrainian: вбивця, убивця, душогуб; Urdu: قاتل, خونی; Uyghur: قاتىل, شۇمبەن; Uzbek: qotil, odamkush; Vietnamese: kẻ giết người; Wiradhuri: baluubuunildaayn; Yakut: өлөрүөхсүт; Yiddish: מערדער, רוצח, טויטשלאַגער
murderess
Albanian: vrasëse; Arabic: قَاتِلَة; Bulgarian: убийца; Chinese Mandarin: 女殺手/女杀手; Czech: vražedkyně; Danish: morderske; Dutch: moordenares, moordenaarster; Esperanto: murdintino; French: meurtrière; German: Mörderin; Greek: φόνισσα, δολοφόνισσα; Ancient Greek: ἀνδρολέτειρα, ἐργάτις φόνων, μιαιφόνος, μιηφόνος, σφάκτρια, φονεύς, φονεύτρια, φονός; Hebrew: רוצחת \ רוֹצַחַת; Italian: assassina, omicida; Latin: interfectrix; Norwegian Bokmål: morderske; Nynorsk: morderske; Polish: morderczyni, zabójczyni; Portuguese: assassina; Russian: убийца, женщина-убийца; Slovak: vrahyňa; Spanish: asesina; Swedish: mörderska; Telugu: ఘాతిని, హంతకురాలు