χοῦς
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(A), ὁ, also ἡ Anaxandr.41.13 (anap.), Nic.Th.103: (χέω):—a measure of capacity, = 12 κοτύλαι: nom. sg.
A χοῦς Anaxandr.71, Alex.15.19, Men.Her.Fr.5, IG11(2).219A40 (Delos, iii B. C.); gen. χοός Ar.Th.347 (cod. R and Suid., fort χοῶς), Tab.Heracl.2.36, 57, IG22.1013.55; χοῦ (in signf. ΙΙ) ib.1252.11, Ath.Mitt.30.146 (Mysia); dat. χοΐ Anaxandr.41.13, D.Prooem.53, PFrankf.1.19, al. (iii B. C.) (also Dor. Tab.Heracl.1.103); χῷ (in signf. ΙΙ) Ath.Mitt.30.145; acc. χοῦν Dsc.5.7, Ael.NA16.12, IG22.1366.23, PHolm.16.10; written χον (in signf.ΙΙ), SIG57.21 (Milet., v B. C.); χόα Choerob. in Theod.1.238H.; nom. pl. χόες Pl.Tht.173e, IG22.1672.200, Inscr.Délos 396 A 67 (iii B. C.), Gal.18(2).258; contr. χοῦς AP5.182 (Posidipp.); gen. pl. χῶν IG12(5).593 A9 (Ceos, v B. C.), χοῶν SIG647.27 (Stiris, ii B. C.); acc. χοῦς Tab.Heracl.1.103, PMich.Zen.94.4 (iii B. C.); χόας Hero *Mens.19, *Geom.23.63, Aristid.1.18J., Lib.Or.11.126, Gp.8.20.1, al. (χοας unaccented, SIG953.18 (Cnidus, ii B. C.)):—also nom. sg. χοεύς Hp.Epid.7.10, IG11(2).219 A 8 (Delos, iii B. C.); gen. χοῶς Ar.Pax537 (χοός ap. Suid.); χοέως Gal.12.932, S.E.M.9.320; dat. χοέϊ or χοεῖ Hp.Salubr.5, Morb.3.17 cod. θ, PHib.1.90.11 (iii B. C.), Choerob. in Theod. 1.238H.; acc. χοᾶ Ar.Eq.355, Ach.1202 (lyr.), Men.915 (contr. fr. χοέα, as correctly expld. by Hdn.Gr.2.13 and Choerob. l.c.; found at end of a verse in Ar.Eq.95,113, Ach.1133, Eub.80.4, Men. l.c.); χοέα Hp.Morb.3.17, Dsc.5.72, 73, Gp.2.6.42, Gal.12.931: nom. pl. χοεῖς IG11(2).237.3 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 440 A 20, 62 (ii B. C.), Ostr.Bodl.i 343 (ii B. C.); written χοιεῖς PCair.Zen.160.3 (iii B. C.); acc. χοᾶς Ar.Ec.44, Th.746 (cod. R, cf. Suid.), Arist.HA627b4; later χοέας Ph.Bel.90.26; χοεῖς LXX 3 Ki.7.24 (38), Dsc. 5.7, 63, 68, PHolm.16.11, 17; dat. χοεῦσιν Arist. GC328a27; χόεσι or χοέσι (perhaps formed like δρομέσι) Wilcken Chr.176.7 (i A. D.): the unaccented forms χοα, χοας, χοων, PCair.Zen.516.21, 16, 19 (iii B. C.), prob. belong to χοεύς: prov., of attempts to measure the immeasurable, οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Pl.Tht.173d; ὡσπερανεί τις ἐξαριθμεῖσθαι βούλοιτο τοὺς χόας τῆς θαλάττης Aristid. l.c.
II = συμβολή iv, ἡ πόλις διδοῖ . . χο̄ν (v. supr.) τὸμ παλαιὸν ὁρτῆς ἑκάστης SIG57.21 (Milet., v B. C.); εἶναι αὐτοῖς ἀτέλειαν τοῦ χοῦ IG22.1252.11; Argive acc. sg. χῶν Hegesand.31.
2 name of a society or club, ἄρξαντα χοῦ Ath.Mitt.30.146 (Mysia); Διῒ Ὑψίστῳ καὶ τῷ ib.145 (ibid.).
III Χόες, οἱ, the Pitcher-feast, a name given to the second day of the Anthesteria, Call.Aet.1.1.2; gen. Χοῶν Eubulid.1, Timae.128; dat. τοῖς Χουσί Ar.Ach.1211, Ath.7.276c; acc. τοὺς Χοᾶς Ar.Ach.961; τοὺς Χοᾶς ἄγειν D.39.16, cf. Phanod.13; τοὺς Χοῦς IG3.1342.
(B), ὁ, also ἡ Str.10.2.19, 12.8.17, 16.1.9: (χέω):—
A soil excavated or soil heaped up, ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς Hdt.2.150; τὸν αἰεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Id.7.23, cf. 1.185, 8.28, Pherecr.121 (anap.), Th. 2.76, 4.90, IG22.380.26, etc.: gen. χοῦ Arr.An.2.27.4, POxy.1631.28 (iii A. D.) (uncontr. χόου IG9(1).691.6 (Corcyra)); also (from confusion with χοῦς A) gen. χοός LXX.Ec.3.20, PTeb.342.27 (ii A. D.), PBremen14.13; dat. χοΐ IG12(3), 248.10 (Anaphe, ii B. C.), Hsch.
2 = κονιορτός, dust, LXX 3 Ki.18.38, al., Ev.Marc.6.11.
3 χοῦς θανάτου the grave, LXX Ps.21(22).16, cf. Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1368] ὁ, χόος: [Seite 1364] ὁ, gew. zsgzgn χοῦς, regelmäßig nach βοῦς gehend, χοός, χοΐ u. s. w., – Schutt, aufgegrabene, aufgeworfene, aufgeschüttete Erde; ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς Her. 1, 150. 7, 23; auch angeschwemmte, angeschlemmte Erde, Theophr. Bei Strab. 12, 8,17 (p. 579) auch als fem. – Bei Nic. Ther. 103 soll ἡ χοῦς = σταγών sein und ausgepreßtes Rosenöl bedeuten. ὁ, gew. zsgzgn χοῦς, theils nach der 3. Declination wie βοῦς declinirt, χοός, χοΐ, plur. χόες, χουσί, χόας, od. wie von χοεύς nach der att, Declination, χοῶς, acc. χοᾶ u. plur. χοᾶς, welche Formen für besser att. gelten; aber χοεῖ u. χοεῖς od. χοῆς scheint nicht vorzukommen; – ein Maaß für flüssige Dinge, = 12 κοτύλαι od. 6 sextarii; ἓξ χόας οἴνου αἴρων Nicarch. 22 (XI, 1); comic. oft; – auch übh. ein Maaß, sprichwörtlich χόες θαλάττης, von den Versuchen, Unermeßliches zu messen, Hds, zu Plat. Theaet. 173 d. – In Athen sind οἱ χόες eigtl. das Kannenfest, der zweite Tag der Anthesterien, Ar. Ach. 961. 1076.
French (Bailly abrégé)
χοῦ (ὁ) :
v. χόος::
1χόου (ὁ) :
conge, mesure pour les liquides, de la contenance de douze κοτύλαι, envir. 3 litres un quart;
οἱ χόες, la fête des Conges, le 2 des Anthestéries.
Étymologie: R. Χυ > Χου, ΧοϜ ; cf. χέω ; v. χόος².
2χόου (ὁ et ἡ)
monceau de terre, particul. terre enlevée d'une excavation et amoncelée.
Étymologie: R. Χυ, répandre > par renforc. Χου, ΧοϜ, d'où subst. χόος de *χόϜος ; cf. χέω.
Russian (Dvoretsky)
χοῦς: ὁ стяж. к χόος I и II:
I стяж. χοῦς и χοεύς, gen. χοός и χοέως, стяж. χοῶς ὁ и ἡ (dat. χοΐ, acc. χόᾱ; pl.: nom. χόες, стяж. χοῦς и χοεῖς; gen. χοέων, стяж. χοῶν; dat. χουσί и χοεῦσι; acc. χόας, χοέας, стяж. χοᾶς) хой (мера жидкости = 3.28 л) Arph., Arst., Dem., Plut., Sext., Anth.: μᾶλλον αὐτὸν λέληθεν ἢ οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Plat. это известно ему еще менее, чем, как говорится, количество хоев (воды) в море - см. тж. Χόες.
II стяж. χοῦς ὁ
1 груда земли (ὁ χ. ὁ ἐξορυχθείς Her.): ὁ ἐκ τοῦ ὀρύγματος χ. Thuc. земля (вырытая) изо рва;
2 земля, прах: ἐκτινάξαι τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὑτοῦ погов. NT отряхнуть прах со своих ног.
Greek (Liddell-Scott)
χοῦς: (Α), ὁ, καὶ ἡ, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 13, Νικ. Θηρ. 103· - Λατ. congius, μέτρον ὑγρῶν (ἐκ τοῦ χέω) = 12 κοτύλαις ἢ λίτρ. 3, 28, Ἀττικῶς κλίνεται: χοῦς Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 20, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 19· χοῦς κεκραμένου οἴνου Μένανδρ. ἐν «Ἤρωϊ» 6· γεν. χοὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 56, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Διφνορφ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 537· δοτ. χοΐ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάω» ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 1459 ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 103· αἰτ. χόα [ᾱ ὡς ἐν ταῖς λ. φονέα, βασιλέα] Ἀριστ. Ἱππ. 355, (ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τέλει στίχου, αὐτόθι 95, 113, Elmsl. εἰς Ἀριστ. Ἀχ. 1013 = 1000, Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 1, κτλ.)· πληθ. ὀνομ. χόες Πλατ. Θεαίτ. 173D· γεν χοῶν, δοτ. χουσὶ (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· αἰτ. χόας Ἀριστοφ. Ἀχ. 1000, 1076, κ. ἀλλ. - Ἀλλὰ καὶ ὀνομ. χοεὺς φέρεται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 1212C· καὶ ἀντίστοιχοι τύποι χοέως χοῶς, χοεῖ, χοέα χοᾶ· χοεῖς, χοέων χοῶν, χοεῦσι, χοέας χοᾶς εὑρίσκονται παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ περὶ Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 12, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 55, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ, καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. σ. 234. Συνῃρημ. ὀνομ. πληθ. χοῦς εὕρηται ἐν Ἀνθ. Παλατ. 5. 183· ἐνικ. αἰτ. χοῦν ἐν Διοσκ. 1. 15 καὶ 79, Αἰλ. κλπ.· αἰτ. πληθ. χοῦς Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 157. - Παροιμία ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων να μετρήσωσι τὰ ἀμέτρητα, οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὠσπερανεί τις ἐξαριθμεῖσθαι βούλοιτο τοὺς χ. τῆς θαλάσσης Ἀριστ. 1. 18. ΙΙ. Χόες, οἱ, ἡ ἑορτὴ τῶν Χοῶν, ὄνομα τῆς β΄ ἡμέρας τῶν Ἀνθεστηρίων ἐν Ἀθήναις, γεν. Χοῶν, χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1· δοτ. τοῖς Χουσὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1211· αἰτ. τοὺς Χόας, ὡς ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, αὐτόθι 961· τοὺς Χόας ἄγειν Δημ. 999. 9· - αἱ Χοϊκαὶ φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 157.
Greek Monolingual
ο / χοῦς, γεν. χοός και χοῦ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
(στη νεοελλ. λόγιος τ.)
1. χώμα
2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο
μσν.
φρ. «χοῦς τῆς σαρκός» — το περίβλημα της ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.)
αρχ.
1. σκόνη, κονιορτός
2. φρ. «χοῦς θανάτου» — τάφος (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-].
(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῦ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.
Greek Monotonic
χοῦς: (Α), ὁ (χέω), Λατ. congius·
I. 1. μονάδα μέτρησης υγρών, = 12 κοτύλαι, σχεδόν 3 λίτρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· σε Αττ., χοῦς, χοός, χοΐ, χόα [ᾱ]· πληθ. χόες, χοῶν, χουσί, χόας·
2. παροιμ. λέγεται για προσπάθεια να μετρηθούν τα αμέτρητα, οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες, σε Πλάτ.
II. χοές, οἱ, η γιορτή των Χοών, η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων στην Αθήνα, σε Αριστοφ., Δημ.
• χοῦς: (Β), χοῦ, ὁ (χέω)·
1. γη που έχει καταποντιστεί ή έχει σωρευτεί, όπως το χῶμα, σε Ηρόδ.
2. = κονιορτός, σκόνη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
1
I. Lat. congius, a liquid measure = 12 κοτύλαι, nearly 3 quarts, Ar., etc.
2. proverb. of attempts to measure the immeasurable, οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Plat.
II. Χόες, οἱ, the Pitcher-feast, the second day of the Anthesteria at Athens, Ar., Dem.
2
1. earth thrown down or heaped up, like χῶμα, Hdt.
2. = κονιορτός, dust, NTest.
Frisk Etymology German
χοῦς: {khoũs}
See also: s. χέω.
Page 2,1114
Chinese
原文音譯:cÒoj 何哦士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:土 相當於: (עָפָר)
字義溯源:塵土,灰塵;源自(χειμών)=暴風雨),而 (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)。比較: (γῆ)=土
同源字:1) (χοϊκός)屬土的 2) (χόος / χοῦς)塵土
出現次數:總共(2);可(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 把塵土(1) 啓18:19;
2) 塵土(1) 可6:11
English (Woodhouse)
mound, bank of earth, six pints
Mantoulidis Etymological
(=μέτρο ὑγρῶν, χῶμα). Ἀπό τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
agger, earthwork, rampart, 2.76.2, 4.90.2.
Translations
dust
Afrikaans: stof; Akkadian: 𒅖; Albanian: pluhur; Arabic: غُبَار; Egyptian Arabic: تراب; Hijazi Arabic: غُبار, تُراب; Moroccan Arabic: غبار; Armenian: փոշի; Aromanian: pulbiri, pulbire; Assamese: ধূলি; Asturian: polvu; Azerbaijani: toz; Baluchi: ہاک; Bashkir: саң, туҙан; Basque: hauts; Belarusian: пыл, порах; Bengali: ধূলি; Bikol Central: alpog; Breton: poultr, poultrenn; Brunei Malay: abuk; Budukh: руг; Bulgarian: прах; Burmese: ဖုန်; Buryat: тооһон; Catalan: pols; Chamicuro: ijpe; Chechen: чан; Chichewa: fumbi; Chinese Cantonese: 灰塵, 灰尘, 塵; Mandarin: 灰, 灰塵, 灰尘, 塵土, 尘土; Chuvash: тусан; Cornish: doust; Corsican: polvara; Crimean Tatar: toz; Czech: prach; Dalmatian: pulvro; Danish: støv; Dutch: stof; Eastern Bontoc: tapok; Esperanto: polvo; Estonian: tolm; Evenki: на̄мнэ; Ewe: fúfu; Faroese: dust; Finnish: pöly, tomu; French: poussière; Friulian: polvar; Gagauz: тоз; Galician: po, voaxa; Georgian: მტვერი; German: Staub; Gothic: 𐌼𐌿𐌻𐌳𐌰, 𐍃𐍄𐌿𐌱𐌾𐌿𐍃; Greek: σκόνη; Ancient Greek: κόνις, χοῦς, ἴκνυς; Greenlandic: qasernerit; Guaraní: yvytimbo; Haitian Creole: pousyè; Hawaiian: ʻehu; Hebrew: אָבָק; Higaonon: aliyabuk; Hindi: धूल, धूलि, ख़ाक, खाक, धुलि, गर्द; Hungarian: por; Hunsrik: Staab; Icelandic: ryk; Ilocano: tapok; Indonesian: debu, duli; Ingush: дома; Inuktitut: ᓴᓂᖅ; Irish: deannach, dusta; Italian: polvere; Japanese: 埃, ほこり; Javanese: awu, bledug, lebu; Kabardian: сабэ; Kalmyk: тоосн; Karo Batak: abu; Kazakh: шаң; Khakas: тозын; Khmer: ធូលី, ក្អែល, ខ្ញម, ខ្សាច់; Korean: 먼지, 흙; Kurdish Northern Kurdish: toz, xubar; Kyrgyz: чаң; Lao: ຝຸ່ນ, ຜົງ, ທຸລີ; Latin: pulvis, pollen; Latvian: puteklis, putekļi; Lezgi: руг; Limburgish: staof; Lithuanian: dulkės; Lombard: polver; Low German: Stoff; Lubuagan Kalinga: tapok; Luxembourgish: Stëbs; Macedonian: прав, прашина; Malagasy: jomoka; Malay Jawi: هابوق, دبو; Rumi: habuk, debu; Maltese: trab; Manchu: ᠪᡠᡵᠠᡴᡳ; Manx: joan; Maori: puehu, hungahunga; Maranao: lopapek; Marathi: धूळ; Mirandese: polvra; Mongolian: тоос; Nanai: бурэхи; Navajo: łeezh; Neapolitan: povere; Nepali: धुलो; Northern Sami: gavja; Norwegian: støv, dust or; Occitan: polvèra; Old Church Slavonic Cyrillic: прахъ; Old East Slavic: порохъ; Old English: dūst; Old Khmer: ធូលី, ធុលិ; Oriya: ଧୂଲା; Oromo: awwaara; Oroqen: tɔ:rag; Ossetian: рыг; Pali: dhūli; Papiamentu: puiro; Pashto: دوڼ, ږږ, کسيا; Persian: خاک, گرد, غبار; Polish: kurz, pył, proch; Portuguese: pó, poeira; Quechua: allpa; Rohingya: dúl; Romanian: praf, pulbere, colb; Romansch: pulvra, puolra, polvra, puolvra; Russian: пыль, прах; Sanskrit: धूलि, रजस्; Sardinian: peure, piubare, piubere, piure, prubere; Scottish Gaelic: duslach, dust, stùr; Serbo-Croatian Cyrillic: прашина, прах; Roman: prašina, prah; Sherpa: རྡུལ; Sicilian: pruvulazzu, pùrviri; Sidamo: buko; Sinhalese: දූවිල්ල; Slovak: prach; Slovene: prah; Sorbian Lower Sorbian: proch; Upper Sorbian: proch; Southern Kalinga: tapuk, kafu; Spanish: polvo; Sundanese: kekebul; Swahili: kivumbi; Swedish: damm; Tagalog: alikabok, gabok; Tajik: чанг, хок, ғубор; Tatar: тузан; Tausug: bagunbun; Telugu: దుమ్ము, ధూళి; Tetum: ahun; Thai: ฝุ่น, ผง, ธุลี; Tibetan: ཐལ་བ, རྡུལ; Tocharian B: spaitu, tweye; Tswana: loupa; Turkish: toz; Turkmen: çaň, toz; Tuvan: доозун; Tuwali Ifugao: dap-ul, hupuk, tapuk; Udmurt: тузон; Ugaritic: 𐎓𐎔𐎗; Ukrainian: пил, порох, курява; Unami: punkw; Urdu: دهول; Uyghur: چاڭ; Uzbek: chang; Venetian: polvare; Vietnamese: bụi; Volapük: püf; Walloon: poure, poude; Welsh: llwch; West Frisian: stof; White Yakut: быыл; Yiddish: שטויב; Zealandic: stof; Zhuang: hoi; Zulu: uthuli