ἐκτινάσσω

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτῐνάσσω Medium diacritics: ἐκτινάσσω Low diacritics: εκτινάσσω Capitals: ΕΚΤΙΝΑΣΣΩ
Transliteration A: ektinássō Transliteration B: ektinassō Transliteration C: ektinasso Beta Code: e)ktina/ssw

English (LSJ)

A shake out, in cleaning, ἔρια, ἱμάτια, BGU827.22; expel, ἕλμινθας Diph.Siph. ap. Ath.2.51f, cf. Dsc.1.126; ἔμβρυα ib.76:—Pass., ἐκ δ' ἐτίναχθεν ὀδόντες Il.16.348, cf. Plu.Cat.Ma.14; [ὁ Φαέθων] ἐκτινάσσεται is thrown out, Palaeph.52, cf. Agath.4.20.
2 shake off, τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν Ev.Matt.10.14, etc.:—Med., Act.Ap.13.51.
3 search thoroughly, τοὺς βαδίζοντας Diog.Ep.37.5.
II intr., make a disturbance, Hp. Epid.6.2.19; make a thorough search, UPZ5.12 (ii B.C.); kick out, of animals, εἰς τοὺς πλησίον ἵππους Ael. Tact.19.2.

Spanish (DGE)

(ἐκτῐνάσσω)
• Morfología: [v. pas. aor. 3a plu. (tm.) ἐκ ... τίναχθεν Il.16.348]
A tr.
I c. valor espacial ‘hacia afuera
1 sacar de golpe, arrancar en v. pas. ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες Il.l.c.
2 medic., c. suj. de plantas eliminar, favorecer la expulsión τὰ (μόρα) ἔννωμα ἕλμινθας ἐκτινάσσει Diph.Siph. en Ath.51f, λεπροὺς ὄνυχας Dsc.1.105.4, ἔμβρυα Dsc.1.76.1.
3 expulsar, arrojar c. ac. de pers. Φαραω ... εἰς θάλασσαν LXX Ps.135.15, ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς (τῆς γῆς) LXX Ib.38.13, en v. pas., de Faetón arrojado del carro de Helios, Palaeph.52
c. pron. refl. poner(se) en movimiento, partir ἐξετίναξαν ἑαυτούς se marcharon, UPZ 5.12 (II a.C.).
4 disparar, arrojar τὰς σχίζας εἰς τὸν λαόν LXX 1Ma.10.80, en v. pas. εἰς μὲν τὴν πολεμίαν ναῦν ἐκτινάττεσθαι πῦρ Plb.21.7.4.
5 desarmar, soltar, descargar ξύλα de troncos transportados que a la vez forman una balsa o almadía, LXX 3Re.5.23.
II c. valor perfectivo del preverb.
1 sacudir χεῖρα para desprenderse de algo, LXX Si.22.2
frec. de textiles sacudir para quitar el polvo τὰ προσκεφάλαια PSAAthen.60.6 (ptol.), τὴν ἀναβολήν μου LXX 2Es.15.13, τὰ ἔρια καὶ τὰ ἱμάτια BGU 827.22, cf. PMil.Vogl.77.13, OClaud.276.4 (todos II d.C.), POxy.2273.15 (III d.C.), SB 14299.19 (IV d.C.), c. ac. del polvo ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν Eu.Marc.6.11
de otros objetos ἐκτινάξαι μου τὰ ἰατρικὰ βυβλία que sacudas (el polvo de) mis libros de medicina, PRoss.Georg.3.1.17 (III d.C.)
sacudir, orear tejidos para su conservación καλῶς ποιήσεις ἐκτινάξας τὰ χιτώνια μὴ σαπῇ PSI 1332.17 (II/III d.C.)
tb. en v. med. ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια Act.Ap.18.6, ἐκτίναξαι τὸν χοῦν LXX Is.52.2, οἱ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ἐπ' αὐτούς Act.Ap.13.51, cf. 18.6
fig. sacudir para quitar, sacudirle a uno τὴν μωρίαν PBremen 61.28 (II d.C.).
2 sacudir, zarandear ἐκτινάσσειν τοὺς βαδίζοντας para robarles, Diog.Ep.37.5, en v. pas. ἧς ἡ γλῶττα παραπετάσματι ἔοικεν τῆς θύρας ὅ ἐκτινάσσεται τοῖς εἰσιοῦσιν cuya lengua se parece a la cortina que es sacudida por los que entran, A.Thom.A 6.
3 golpear, sacudir para romper, hacer añicos τὰς ὑδρίας LXX Id.7.19, τὰ σκεύη Vit.Aesop.G 128, en v. pas. ἐξετινάχθη ὁ σπαλίων καὶ ἠρήριπτο Agath.4.20.4
devastar ἐκτίλατε τοὺς κλάδους αὐτοῦ καὶ ἐκτινάξατε τὰ φύλλα αὐτοῦ LXX Da.4.14θ, cf. Na.2.3
agr. sacudir, varear τὸν ἐν[ταῦ] θα σήσαμον SB 4369b.20 (III a.C.) en BL 6.131, τὰ κάρυα Gp.3.12.3, en la recolección de la aceituna PLond.1170ue.8 (III d.C.), en v. pas. μόνον ταῖς χερσὶ σαλεύουσι τοὺς κλάδους, ἵνα ἐκτιναγῇ ὁ καρπός sólo sacuden las ramas con la mano para que se desprenda con la sacudida el fruto, Gp.9.17.6.
4 batir, trillar ἐξετίναξεν ἄμωμον τὴν ὁδόν μου batió mi camino dejándolo impecable LXX 2Re.22.33, en v. pas. ῥάβδῳ ἐκτινάσσεται τὸ μελάνθιον LXX Is.28.27.
B intr.
1 ponerse en movimiento, partir τῶν τε φυλακιτῶν ἐν τε͂ι (sic) ἐξόδῳ ἐκτιναξάν[τω] ν UPZ 6.11 (II a.C.)
moverse, desordenarse el vientre ἡ κοιλίη αὐτῷ ἐξετίναξεν Pall.in Hp.38
en v. med.-pas. tomar impulso, saltar (ἡ ἀλώπηξ) ἐπὶ τὰ κέρατα ... ἐκτιναχθεῖσα Aesop.9.2.
2 trad. de hebr. hāne‘urimtiempo de la juventud’ como procedente de na‘ar por vocalización errónea, en v. med., prob. estar en situación de agitar o blandir armas οἱ ἐκτετιναγμένοι LXX Ps.126.4.

German (Pape)

[Seite 781] herausstoßen, durch eine Erschütterung; ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες Il. 16, 348, wie Plut. Cat. mai. 14; ἕλμινθας, vertreiben, Diphil. bei Ath. II, 51 f; Sp.; τὸν κονιορτὸν ἐκ τῶν ποδῶν, den Staub von den Füßen schütteln, Matth. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

faire tomber en secouant.
Étymologie: ἐκ, τινάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτινάσσω:
1 выбивать (ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες Hom.; ἐκτιναχθέντες ὀδόντες Plut.);
2 тж. med. отряхивать (τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω ἔξω, ἐκβάλλω, κάμνω νὰ ἐξέλθῃ τι, νὰ ἐκτιναχθῇ, Λατ. excutere, ἕλμινθας ἐκτινάσσει (τὰ ἔνωμα συκάμινα) Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 51F: - Παθ., ἐκ δ’ ἐτίναχθεν ὀδόντες Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 14. 2) τινάσσων ἀποβάλλω, ἐκτ. τὸν κονιορτὸν ἐκ τῶν ποδῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 14, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 51. ΙΙ. ἀμεταβ., ταράττομαι μεγάλως, ἡ κοιλίη αὐτῷ ἐξετίναξεν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ ϛ΄, 1170.

English (Strong)

from ἐκ and tinasso (to swing); to shake violently: shake (off).

English (Thayer)

1st aorist imperative ἐκτινάξατε; 1st aorist middle participle ἐκτιναξάμενος; to shake off, so that something adhering shall fall: τόν χοῦν, τόν κονιορτόν, τῶν ποδῶν does not depend on the verb but on the substantive (L T WH marginal reading, however, insert ἐκ)); by this symbolic act a person expresses extreme contempt for another and refuses to have any further contact with him (B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Dust); middle to shake off for (the cleansing of) oneself: τόν κονιορτόν ... ἐπί τινα, against one, τά ἱμάτια, dust from garments, B. D. as above; to knock out, τούς ὀδόντας, Homer, Iliad 16,348; Plutarch, Cat. maj. 14.)

Greek Monolingual

(AM ἐκτινάσσω)
τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα
μσν.
1. αντικρούω
2. εξαλείφω
3. τρέμω
αρχ.-μσν.
απομακρύνω, απωθώ
αρχ.
1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω
2. αναγκάζω να βγει
3. αναζητώ επίμονα
4. (αμτβ.) ταράζομαι πολύ, τρέμω
5. (για ζώα) κλοτσώ.

Greek Monotonic

ἐκτῐνάσσω: μέλ. -ξω,
1. κάνω κάτι να βγει έξω, να εκτιναχθεί — Παθ., ἐκ δ' ἐτίναχθεν (Επικ. αντί -ησαν) ὀδόντες, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τινάζω σκόνη απ' τα πόδια μου, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και σε Μέσ., στο ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to shake outPass., ἐκ δ' ἐτίναχθεν (epic for -ησαν) ὀδόντες Il.
2. to shake off dust from one's feet, NTest.: so in Mid., NTest.

Chinese

原文音譯:™ktin£ssw 誒克-提那所
詞類次數:動詞(4)
原文字根:出去-振動 相當於: (נָעַר‎)
字義溯源:猛抖,抖落,抖著,跺去,跺下;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出去)與(τιμωρία)X*=推擠,搖擺)組成
出現次數:總共(4);太(1);可(1);徒(2)
譯字彙編
1) 他就抖著(1) 徒18:6;
2) 跺下(1) 徒13:51;
3) 跺去(1) 可6:11;
4) 就跺去(1) 太10:14