ἐφήμερος
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ἐφήμερον, Dor. ἐπάμερος Pi.P.8.95, Fr.182 (ἐφαμ- I.7(6).40, Fr.157): (ἡμέρα):—more common form of ἐφημέριος, especially in Prose,
A ephemeral, living but a day: hence, short-lived, τερπνόν id.I.l.c.; τύχαι E.Heracl.866, Diph.45; ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ' ἐ. E.Ph.[558]; ἐ. σώματα καὶ χρήματα ἡγεῖσθαι Th.2.53; χρῆσις Arist.Pol.1252b16; ἐ. καὶ προπετῆ βίον Men.382; τὸ ἐ. Arist.EN1096b5; ὡς ἐφήμερον μὲν πᾶν τὸ τῶν πολλῶν ἀγαθόν Epicur. Fr.489.
2 of men, ἐφήμεροι creatures of a day, Pi.P.8.95, Semon. 1.3, A.Pr.83; ὦ τάλας ἐφάμερε Pi.Fr.157; ὦφήμερε Ar.Nu.223; ὦ φίλοι καὶ ἀτεχνῶς ἐ. Pl.Lg.923a.
II for the day, daily, πυρετός Hp.Aph.4.55; τροφή D.H.8.41, Ep.Jac.2.15, Vett.Val.62.17. cf. D.S.3.32 (pl.); γυμνασία Ascl.Tact.1.4; πράξεις Luc. Pseudol.17; δαπάνη Plu.Per.16, etc.: neuter plural as adverb, once a day, Orib.Eup.1.9.
III φάρμακον ἐφήμερον poison killing on the same day, Plu.Them.31.
German (Pape)
[Seite 1117] = ἐφημέριος, für den Tag, einen Tag dauernd; πυρετός Hippocr.; καὶ συνηγμένη δαπάνη, nur einen Tag ausreichend, Plut. Pericl. 16; φάρμακον, denselben Tag tödtend, Thom. 31; ἐφημέριοι καὶ σατυρικοὶ τοῖς βίοις, die für den Tag, ohne an die Zukunft zu denken, in den Tag hineinleben, Galb. 18. Bes. heißen die Menschen ἐφήμεροι (s. oben ἐφημέριος, Pind. P. 8, 99 hat die Form ἐπαμέριοι), Aesch. Prom. 83. 947; Ar. Nubb. 223; ὦ φίλοι καὶ ἀτεχνῶς ἐφήμεροι Plat. Legg. XI, 923 a. Übh. kurz dauernd, vergänglich, ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ' ἐφήμερος Eur. Phoen. 561; τυραννίς Plat. ep. VII, 356 a; ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι Thuc. 2, 53; dem πολυχρόνιος entgegengesetzt Arist. Eth. 1, 4; καὶ ἀβέβαιος δόξα Plut. reip. ger. pr. 29; τύχαι, unbeständig, Eur. Heracl. 866. – Tag für Tag, täglich, τροφή D. Hal. 8, 41 u. a. Sp., πράξεις, die täglichen Geschäfte, Luc. Pseudol.; – τερπνὸν ἐφάμερον, das Vergnügen, welches der Tag bietet, Pind. I. 6, 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. d'un jour, càd :
1 qui agit le jour même (poison);
2 qui ne dure qu'un jour, éphémère;
II. de chaque jour, quotidien.
Étymologie: ἐπί, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήμερος:
1 действующий в тот же день, т. е. убивающий в течение одного дня (φάρμακον Plut.);
2 длящийся не более дня, однодневный, мимолетный (τύχαι, ὄλβος Eur.; σώματα καὶ χρήματα Thuc.; ἔργον Plut.);
3 ежедневный, повседневный, дневной (πράξεις Luc.; δαπάνη Plut.; τροφή NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήμερος: -ον, Δωρ. ἐφάμερος, Αἰολ. ἐπάμερος, Πινδ. Π. 8. 135: (ἡμέρα): - κοινότερος τύπος τοῦ ἐφημέριος, μάλιστα ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐπὶ μίαν μόνην ἡμέραν διαρκῶν, βραχυχρόνιος, πρόσκαιρος, τερπνὸν Πινδ. Ι. 7 (6). 57· τύχαι Εὐρ. Ἡρακλ. 866· ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ’ ἐφ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 558 (ἔνθα ἴδε Πόρσωνα)· ἐφ. σώματα καὶ χρήματα Θουκ. 2. 53· χρῆσις Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 5· ἐφήμερον... καὶ προπετῆ βίον Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, τὸ ἐφήμερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 4. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐφήμεροι, πρόσκαιροι, ὡς τὸ ἐφημέριοι, Πινδ. Π. 8. 135, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. (Ἀμοργ.) 1. 3, Αἰσχύλ. Πρ. 83· ὦ τάλας ἐφάμερε Πινδ. Ἀποσπ. 128· ὦ ’φήμερε Ἀριστ. Νεφ. 223· ὦ φίλε καὶ ἀτεχνῶς ἐφ. Πλάτ. Νόμ. 923Α. 3) τὸ ἐφήμερον, ἔντομόν τι· ἴσως τὸ ephemera longicauda, ἴδε λεξ. ἐφήμερον. ΙΙ. ἡμερήσιος, καθημερινός, πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251· τροφὴ Διον. Ἁλ. 8. 41· πράξεις Λουκ. Ψευδολ. 17· δαπάνη Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ. ΙΙΙ. φάρμακον ἐφ., ἐπιφέρον θάνατον αὐθημερόν, Λατ. venenum praesentaneum (Πλίν.), Πλουτ. Θεμιστ. 31· πρβλ. ἐφήμερον Ι.
English (Strong)
from ἐπί and ἡμέρα; for a day ("ephemeral"), i.e. diurnal: daily.
English (Thayer)
ἐφημερον (equivalent to ὁ ἐπί ἡμέραν ὤν);
1. lasting for a day (Pindar, Hippocrates, Plutarch, Galen.; others).
2. daily: ἡ τροφή (Diodorus 3,32; Dionysius Halicarnassus 8,41; Aristid. ii., p. 398 Jebb edition; 537, Dindorf edition)), James 2:15.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐφήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος
2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα
τάξη εντόμων που έχει σύντομη ζωή στο ενήλικο στάδιο
μσν.-αρχ.
ημερήσιος, καθημερινός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐφήμερα
μια φορά την ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφήμερον
α) φυτό δηλητηριώδες
β) το δηλητήριο κολχικόν, το κώνειο
3. φρ. «φάρμακον ἐφήμερον» — δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ημερος (< ἡμέρα), πρβλ. μονοήμερος, πενθήμερος].
Greek Monotonic
ἐφήμερος: -ον, Δωρ. ἐφ-άμ-, Αιολ. ἐπ-άμ-, (ἡμέρα),·
I. 1. αυτός που ζει, διαρκεί μόνο μια μέρα, βραχύβιος, πρόσκαιρος, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για ανθρώπους, ἐφήμεροι, πλάσματα εφήμερα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. λέγεται για την ημέρα, ημερήσιος, καθημερινός, σε Πλούτ. κ.λπ.
III. φάρμακον ἐφ., αυτό που επιφέρει θάνατο την ίδια ακριβώς μέρα, αυθημερόν, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐφ-ήμερος, ον ἡμέρα
I. living but a day, short-lived, Pind., Eur., etc.
2. of men, ἐφήμεροι creatures of a day, Pind., Aesch.
II. for the day, daily, Plut., etc.
III. φάρμακον ἐφ. killing on the same day, Plut.
Chinese
原文音譯:™f»meroj 誒弗-誒羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-日
字義溯源:每日的,日用的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 日用(1) 雅2:15
English (Woodhouse)
ephemeral, fleeting, short-lived, living but a day