ἔμφυτος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφῠτος Medium diacritics: ἔμφυτος Low diacritics: έμφυτος Capitals: ΕΜΦΥΤΟΣ
Transliteration A: émphytos Transliteration B: emphytos Transliteration C: emfytos Beta Code: e)/mfutos

English (LSJ)

ἔμφυτον,
A inborn, natural, ἔ. μαντικὴν εἶχε Hdt.9.94; πατρὸς αἶμα S.OC1671 (lyr.); τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men. 15.1 D.; ἔρως ἔ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp. 191d; ἡ μὲν (ἰδέα) ἔ. οὖσα, ἐπιθυμία ἡδονῶν Id.Phdr.237d, cf.D.60.1; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1.108; κακία LXX Wi.12.10; ἔ. ἡ ἀρετή, opp. διδακτός, Pl.Erx.398c, cf. Lys.33.7; τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14; ἔ. θερμότης Arist.Mete.355b9; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια.. οὐδ' ἔ. D.18.203; τὰν ἔ. αὐτοῖς ἀθεσίαν IPE1.185 (Chersonesus). Adv. ἐμφύτως = naturally, by nature, Ph.Fr.70H.
II planted, Χωρίον PHamb.23.16 (vi A. D.); ἐλαῖαι BGU241.28 (ii A. D.).
2 implanted, λόγος Ep.Jac.1.21.

Spanish (DGE)

(ἔμφῠτος) -ον
I 1plantado ἐλαῖαι BGU 241.28 (II d.C.) en BL 1.31, χαρακών SB 10891.41 (III/IV d.C.), ἀμπελικὸν χωρίον PHamb.23.16 (VI d.C.)
subst. τὸ ἔμφυτον = planta, IThess.1.73.8 (Fársalo IV a.C.), TAM 5.1547.9 (Filadelfia I d.C.?)
fig. implantado λόγος Ep.Iac.1.21.
2 de abstr. innato, natural πατρὸς ἔ. ἄλαστον αἷμα sangre maldita recibida de nuestro padre S.OC 1671, μαντική Hdt.9.94, ἐπιθυμία ἡδονῶν Pl.Phdr.237d, cf. D.60.1, κακόν Pl.R.610a, cf. LXX Sap.12.10, PSI 1337.10 (III d.C.), αἰσχροκέρδεια καὶ πονηρία Din.1.108, op. διδακτόςque puede enseñarse’ ἡ ἀρετή Pl.Erx.398c
en fórmulas de trat. o cortesía ἡ ἔ. σου εὐμένεια Mitteis Chr.89.10 (II d.C.), ἡ ἔ. σου εὐεργεσία PMich.174.3 (II d.C.), cf. BGU 2065.20 (I d.C.), κατὰ τὴν ἔμφυτον αὐτοῦ πρὸς τοὺς ὑπηκόους φιλανθρωπίαν CPHerm.52.17 (III d.C.), cf. POxy.2131.7 (III d.C.), τὴν πρός σέ μου ἔμφυτον στοργὴν καὶ ἀγάπην τὴν ἀεὶ νέαν POxy.2603.18 (IV d.C.), ἡ ἔ. ὑμῶν ἀγάπη Melit.Fr.Pap.77.31
c. dat. o constr. prep. connatural a, innato a, inherente a c. dat. ἔ. μὲν πᾶσιν ἀνθρώποις κάκη E.Fr.297.1, τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men.Fr.452.1, ὁ ἔρως ἔμφυτος ... τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp.191d, cf. X.Mem.3.7.5, ἡ ἔ. αὐτοῖς ἀθεσία su innata perfidia de los escitas IPE 12.352.16 (II a.C.), οὐκ ἦν ταῦθ' ... τοῖς Ἀθηναίοις ... ἔμφυτα D.18.203, ἔ. ἦεν ἐν αὐτῷ ζωὴ πασιμέλουσα Nonn.Par.Eu.Io.1.4, cf. Eus.E.Th.2.16 (p.120).
3 de la temperatura corporal interno, natural, intrínseco τὸ ἔμφυτον θερμόν Hp.Aph.1.14, cf. Arist.Mete.355b9, Aret.SD 1.7.8, Aët.3.8.
4 habitual, acostumbrado ἡ ἐν Θήνει ἔ. ἀγορὰ ζώων la feria de ganado habitual en Tenis, PMasp.2.2.3 (VI d.C.).
II adv. ἐμφύτως = naturalmente Ph.Fr.p.70H., ἐμφύτως καὶ ἀδιδάκτως Clem.Al.Strom.5.14.133.

German (Pape)

[Seite 821] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον αἷμα, die angeborne Blutschuld, Blutschande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; ἀνάγκη, κακόν, ἔρως Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Gegensatz διδακτόν, von der ἀρετή, Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben πάτριος Dem. 18, 203; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
implanté ; inné, naturel.
Étymologie: ἐμφύω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφῠτος:
1 природный, естественный (θερμότης Arst.);
2 прирожденный, врожденный (ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὶ δυσμένεια Plut.): πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. написанное на роду проклятье отцеубийства; ἔ. μαντική Her. дар прорицания.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφυτος: -ον, ὁ ἐντὸς φυτευθείς, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, φυσικός, ἔμφ. μαντικὴν εἶχε Ἡρόδ. 9. 94· πατρὸς αἷμα Σοφ. Ο. Κ. 1671· τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ’ ἔμφ. Εὐρ. Ἀποσπ. 773. 12· ἔρως ἔμφ. τοῖς ἀνθρώποις Πλάτ. Συμπ. 191C· ἡ μὲν ἔμφ. οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 237D, πρβλ. Δημ. 1389· 4· ἐμφ. ἡ ἀρετή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διδακτός, Πλάτ. Ἐρυξ. 398C, πρβλ. Λυσίαν 914. 15· τὸ ἔμφ. θερμὸν Ἱππ. Ἀφορ. 1243· ἔμφ. καὶ πάτριον Δημ. 295. 25, κτλ.

English (Strong)

from ἐν and a derivative of φύω; implanted (figuratively): engrafted.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἔμφυτον (ἐμφύω to implant), in secular authors (from Herodotus down) inborn, implanted by nature; cf. Grimm, Exeget. Hdb. on Sap. (xii. 10), p. 224; implanted by others' instruction: thus τόν ἔμφυτον λόγον, the doctrine implanted by your teachers (others by God; cf. Brückner in DeWette, or Huther at the passage), δέξασθε ἐν πραΰτητι, receive like mellow soil, as it were.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)
εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος
γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας τών τευθρηνιδών
αρχ.
1. αυτός που υπάρχει από τον θεό
2. κατάφυτος.
επίρρ...
εμφύτως
με τρόπο έμφυτο, από τη φύση, φυσικά.

Greek Monotonic

ἔμφῠτος: -ον, εμφυτευμένος, σύμφυτος, φυσικός, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

ἔμ-φῠτος, ον adj
implanted, innate, natural, Hdt., Attic

Chinese

原文音譯:œmfutoj 恩-廢拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-長出
字義溯源:栽種的,接枝的;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(φύω)*=噴出,發芽)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 所栽種(1) 雅1:21

English (Woodhouse)

congenital, ingrained, innate, native, implanted by nature, implanted, inborn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

congenital

Bulgarian: вроден, по рождение; Catalan: congènit; Chinese Mandarin: 先天; Czech: vrozený; Danish: medfødt; Dutch: aangeboren; Esperanto: denaska; Faroese: viðføddur; Finnish: synnynnäinen; French: congénital; Galician: conxénito; German: angeboren; kongenital; Greek: συγγενής; Ancient Greek: αὐτογενής, γενεθλιάς, ἐγγενής, ἐμφυής, ἔμφυτος, ξυγγενής, ξύμφυτος, ξύντροφος, συγγενής, συγγενικός, σύγγονος, συμφυής, σύμφυτος, σύντροφος; Haitian Creole: konjenital; Hebrew: מולד‎; Hungarian: veleszületett; Icelandic: meðfæddur; Ido: kunnaskinta; Italian: congenito; Japanese: 先天的; Kurdish Central Kurdish: زکماک‎; Lithuanian: įgimtas; Manx: dooghyssagh; Norwegian Bokmål: medfødt; Nynorsk: medfødd; Polish: wrodzony; Portuguese: congênito, congénito; Russian: врождённый, конгенитальный; Spanish: congénito; Swedish: medfödd, kongenital; Telugu: పుట్టు; Turkish: konjenital, doğumsal; Ukrainian: вроджений