καμμύω

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμμύω Medium diacritics: καμμύω Low diacritics: καμμύω Capitals: ΚΑΜΜΥΩ
Transliteration A: kammýō Transliteration B: kammyō Transliteration C: kammyo Beta Code: kammu/w

English (LSJ)

Ep. for καταμύω, v.l. in Batr.191: also in later Gr., τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκάμμυσαν LXX Is.6.10, al., cf. Ph.1.645, HeroAut.22.1, PMag.Lond.121.855 (iii A.D.), Paul.Aeg.3.22.29: pf. κεκάμμυκα A.D.Synt.323.22: cited from Alex.319 by Phryn., but censured as un-Attic.

German (Pape)

[Seite 1317] ep. = καταμύω, w. m. s.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμμύω later voor καταμύω.

Spanish

cerrar

English (Strong)

from a compound of κατά and the base of μυστήριον; to shut down, i.e. close the eyes: close.

English (Thayer)

a form which passed over from the epic (cf. Homer batrach. 191) and common language (Apoll. Dysc. synt. 323,22; 326,9) into the Alexandrian and decaying Greek; condemned by Phryn. (as below); derived by syncope and assimilation from καταμύω (which the earlier and more elegant Greeks use) (cf. καμμέν, καμμονη, κάμμορος, from κατά μέν, καταμονη, καταμορος, cf. Alexander Buttmann (1873) Gram. § 117,2Anm. 2; Ausf. Gram. ii., p. 373; Fischer, De vitiis lexamples N.T., p. 678f; Sturz, De dial. Maced. etc., p. 173 f; Lob. ad Phryn., p. 339f; Schäfer ad Lamb. Bos, p. 368; (cf. Buttmann, 62 (55); Winer's Grammar, 24,46)): 1st aorist ἐκάμμυσα; to shut the eyes, close the eyes: often with τούς ὀφθαλμούς added; so Sept. הָשַׁע, i. e. to besmear), in both passages the phrase designates the inflexible pertinacity and obstinacy of the Jews in their opposition to the gospel. (καμμύειν τό τῆς ψυχῆς ὄμμα, Philo de somn. i. § 26.)

Greek Monolingual

(AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια
νεοελλ.-μσν.
(αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα
μσν.
1. μισοκοιμάμαι
2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ
3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» — πεθαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-μύω, με αποκοπή της προθέσεως κατά και αφομοίωση (καταμύω > κατμύω < καμμύω)].

Greek Monotonic

καμμύω: Επικ. και ποιητ. αντί καταμύω.

Greek (Liddell-Scott)

καμμύω: Ἐπικ. καὶ Ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταμύω· παρ’ Ἀττ. ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἀλεξιδι ἐν Ἀδήλ. 71· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. συγγραφεῦσι· ἴδε Φρύν. 339.

Chinese

原文音譯:kammÚw 砍-祕哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-閉
字義溯源:關閉,閉目,閉著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μυστήριον)=奧祕)組成;而 (μυστήριον)出自(μυστήριον)X*=封閉)
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 閉著(2) 太13:15; 徒28:27

Léxico de magia

cerrar los ojos καμμύων τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ νεῦμα ἔχων πρὸς τῷ ἡλίῳ κατάρχου λόγων τῶνδε cierra los ojos y con la cabeza hacia el sol comienza esta fórmula P IV 177 P IV 586 abs. λέγε γʹ καμμύων· εὐχαριστῶ σοι, κύριε Βαϊνχωωωχ di tres veces cerrando los ojos: "te doy gracias, señor Baincoooc" P IV 1060 ἅπαξ λέγε καμμύων, ἐγχρίου στίμι κοπτικόν, ἐγχρίου μήλῃ χρυσῇ dilo una vez cerrando los ojos y úngete con antimonio cóptico, úngete con una sonda de oro P IV 1069 καμμύσας ἀπόλυσον τὴν ψῆφον cerrando los ojos suelta el guijarro P IV 1057 ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos P XIII 945 καμμύσας δίωκε τὸν λόγον τοῦτον ζʹ cerrando los ojos recita esta fórmula siete veces P IV 958 c. ac. de obj. externo, a alguien ἐπὰν πάλιν βραδύνῃ, λέγε ἐκφωνῶν οὕτως, πάλι καμμύων τὸν παῖδα si de nuevo se demora, di gritando así, cerrando otra vez los ojos al muchacho P LXII 32

French (New Testament)

fermer les yeux
κατά, μύω