καταναλίσκω

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανᾱλίσκω Medium diacritics: καταναλίσκω Low diacritics: καταναλίσκω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: katanalískō Transliteration B: katanaliskō Transliteration C: katanalisko Beta Code: katanali/skw

English (LSJ)

impf.
A -ανάλισκον Isoc.1.18: plpf. -ανηλώκει (intr.) Pl.Ti.36b: but aor. -ηνάλωσα Isoc.9.60:—Pass., aor. -αναλωθῆναι Pl.Phd. 72d; subj. -αναλωθῇ Hp.Epid.2.4.1; indic. -ηναλώθησαν ib. 2: pf. -ανήλωμαι Isoc.3.31 codd.; inf. κατηναλῶσθαι Plu.2.112a:—use up, spend, lavish, Χρήματα X.Mem.1.2.22; εἴς τι upon a thing, εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια Isoc.9.60; τὴν σχολὴν εἰς φιληκοΐαν Id.1.18; τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα Pl.Prt. 321c; τέσσαρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ister ap.Ath.8.345d; of space in a treatise, Phld.Herc. 1508.10; also κ. πολλὰ ἡδοναῖς D.S. 17.108; τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐν ὁμιλίᾳ Ael.VH3.13:—Pass., with plpf. Act., to be lavished, Pl.Ti. l.c.; εἴς τι Id.Phd.l.c.; πάσας (τιμὰς) κατηναλῶσθαι ἄλλοις Plu. l.c.
2 consume, τὴν τροφήν Arist.GA763a13, Plu.2.160b; devour fuel, of fire, Arist.Juv.469b29; later, eat, (ἰχθύν) Agatharch.109; [ῥοιᾶς κόκκον] Apollod.1.5.3:—Pass., ἡ τροφὴ κ. εἰς τὴν αὔξησιν, εἰς τὸ σῶμα, Arist.GA771a28,725b31, cf. Hp.VM11; ἐπιστήμη οὐ κ. ὑπὸ πόνων Andronic.Rhod.p.578 M.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. ἀναλίσκω), verwenden, verthun, verbrauchen; τὸ μιχθὲν ἤδη πᾶν κατανηλώκει Plat. Tim. 36 b; τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ πάντα καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι Phaed. 72 d; σχολὴν εἰς φιληκοΐαν κατανάλισκε Isocr. 1, 18; εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια κατηνάλωσε 9, 60; καταναλώσαντες χρήματα Xen. Mem. 1, 2, 22; τέτταρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ath. VIII, 345 d; Plut. Alex. 5; πολλὰ ἡδοναῖς D. Sic. 17, 108. – Vom Verdauen der Speisen, Plut. sept. sap. conv. 16.

French (Bailly abrégé)

impf. κατανάλισκον, f. καταναλώσω, ao. κατηνάλωσα, pf. κατηνάλωκα;
Pass. pf. κατηνάλωμαι;
1 dépenser, consumer, perdre;
2 dispenser ; répartir, digérer (de la nourriture).
Étymologie: κατά, ἀναλίσκω.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰνᾱλίσκω: (impf. κατανάλισκον, pf. act. κατανάλωκα, pf. pass. κατηνάλωμαι)
1 расходовать, тратить (τὰ χρήματα Xen.; τάλαντα μύρια εἴς τι Isocr.; πολλὰ ἡδοναῖς Diod.);
2 употреблять, использовать (τὸ μειχθέν Plat.; σχολὴν εἴς τι Isocr.): τὰς ἄλλας ἀρετὰς εἰς ἀνδρείαν καταναλῶσαι Plut. обратить все прочие добродетели в мужество;
3 уничтожать, истреблять: καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι Plat. быть подверженным смерти; πῦρ καταναλίσκον NT истребительный огонь;
4 потреблять, переваривать (τὴν τροφήν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατανᾱλίσκω: παρατ. -ανάλισκον, Ἰσοκρ. 5Ε· πρκμ. -ανάλωκα, (ἀμεταβ.) Πλάτ. Τίμ. 36Β· ἀλλ’ ἀόρ., -ηνάλωσα Ἰσοκρ. 201Β.― Παθ. ἀόρ. -αναλωθῆναι Πλάτ. Φαίδ. 71D· πρκμ. -ηνάλωμαι Ἰσοκρ. 33Α· (ἴδε ἀναλίσκω). μεταχειρίζομαι μέχρις ἐξαντλήσεως, δαπανῶ, σπαταλῶ, χρήματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἴς τι, διά τι πρᾶγμα, εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια Ἰσοκρ. 201Β· τὴν σχολὴν εἰς φιληκοΐαν ὁ αὐτ. 5D· τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα Πλάτ. Πρωτ. 312C· τέσσαρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ἴστρος παρ’ Ἀθην. 345D· ὡσαύτως, κ. πολλὰ ἡδοναῖς Διόδ. 17, 108· διὰ τὸ καταναλῶσθαι πάσας τιμὰς τοῖς ἄλλοις Πλούτ. 2. 112B· εἰς τοὺς ἄλλους, τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐν ὁμιλίᾳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3, 13· ὁ Αἰλ. μεταχειρίζεται συνωνύμως τὸ καταναλίσκειν μετὰ τοῦ καταχρῆσθαι, τὸ μιχθὲν ἤδη πᾶν κατανηλώκει Πλάτ. Τίμ. 36Β· καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι ὁ αὐτ. Φαίδ. 72D. 2) κατατρώγω, ἐσθίω, τὸν ἰχθὺν οἱ θηρεύσαντες οὔτε πωλεῖν ἠξίουν οὔτε καταναλίσκειν Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 460, 1, Ἀπολλόδ. 1. 5, 3·― ὡσαύτως, κ. τὴν τροφήν, καταπέσσω, τὴν τροφήν, χωνεύω, Λατ. concoquere, Ἀριστ. π. Νεώτ. 5, 2, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 28·― Παθ., ἡ τροφὴ κατ. εἰς τὴν αὔξησιν, εἰς τὸ σῶμα, αὐτόθι 4. 4, 20, κ. ἀλλ.― Παθ., κατηναλωμένα, ἐξηντλημένα Ἰσοκρ.

English (Strong)

from κατά and ἀναλίσκω; to consume utterly: consume.

English (Thayer)

(see ἀναλίσκω, and κατά, III:4); to consume: of fire, Xenophon, and Plato down; the Sept. several times for אָכַל.)

Greek Monolingual

και καταναλώνω (AM καταναλίσκω)
1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη»)
2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια κατηνάλωσε», Ισοκρ.)
3. κάνω σπατάλες, καταδαπανώ (α. «κατανάλωσε την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά» β. «καὶ τὰ χρήματα κατανάλωσαντες, ὧν πρόσθεν ἀπείχοντο κερδῶν... τούτων οὐκ ἀπέχονται», Ξεν.)
4. φθείρω κάτι με την πολλή χρήση (α. «κατανάλωσε τη ζωή του στις μελέτες» β. «κατανάλισκε τὴν ἐν τῷ βίῳ σχολὴν εἰς τὴν τῶν λόγων φιληκοΐαν», Ισοκρ.)
μσν.
1. νεκρώνω
2. εξαφανίζω
μσν.-αρχ.
1. καταστρέφω
2. κατατρώγω («μεῖζόν ἐστι τὸ ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τοῦ καταναλῶσαι», Πλούτ.)
3. αφανίζω με καύση, κατακαίω («καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῡρ καταναλίσκον», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναλίσκω / ἀναλώνω «ξοδεύω»].

Greek Monotonic

κατανᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, αόρ. αʹ -ηνάλωσα — Παθ., αόρ. αʹ -ανᾱλωθῆναι· καταναλώνω, εξαντλώ, δαπανώ, σπαταλώ, σε Ξεν., Πλάτ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ., διασπαθίζομαι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -ανᾱλώσω aor1 -ηνάλωσα Pass., aor1 -ανᾱλωθῆναι
to use up, spend, lavish, Xen., Plat.:—Pass., with perf. act., to be lavished, Plat.

Chinese

原文音譯:katanal⋯skw 卡特-安那-利士可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-向上-消耗 相當於: (אָכַל‎)
字義溯源:完全的毀滅,毀滅,耗盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναλίσκω / ἀναλόω)=耗盡)組成;其中 (ἀναλίσκω / ἀναλόω)又由(ἀνά)*=上)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 毀滅的(1) 來12:29