μεθύω

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθύω Medium diacritics: μεθύω Low diacritics: μεθύω Capitals: ΜΕΘΥΩ
Transliteration A: methýō Transliteration B: methyō Transliteration C: methyo Beta Code: mequ/w

English (LSJ)

[ῠ], (μέθυ), only pres. and impf.: fut. and aor. Act. belong to μεθύσκω (μεθύσας is f.l. in Nonn. D. 28.211; μεθύσαντας is f.l. for -τες in Plu.2.239a), aor. being supplied by Pass. of μεθύσκω:—
A to be drunken with wine, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478,627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl.1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.; μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43; τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr.758.
II metaph.,
1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g. βοείην… μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390; μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277 (Antiphil.).
2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc., ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21; ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a; ἔρωτι Anacr.19; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49; περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1; οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301; μ. τὸ φίλημα AP5.304.
b to be stupefied, stunned, πληγαῖς μεθύων Theoc.22.98; ἐξ ὀδυνάων Opp.H.5.228, cf. Nonn.l.c.

German (Pape)

[Seite 114] nur praes. u. impf., trunken sein, vom Wein berauscht sein, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, Od. 18, 240; Gegensatz von νήφω, Theogn. 478. 627; ὄφρα μεθύω, Pind. frg. 90; τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον, Soph. frg. 697 bei Ath. II, 39 f; μεθύωμεν, Eur. Cycl. 533; Ar. Equ. 104 u. öfter; μεθύοντες stehen den νήφοντες gegenüber Plat. Rep. III, 395 e. Auch übertr., ἐπειδὴ ὥσπερ μεθύομεν ὑπὸ τοῦ λόγου, Lys. 222 c, wie Luc. Nigr. 5; βοείην μεθύουσαν ἀλοιφῇ, Il. 17, 390, stark mit Oel getränkt; vgl. κώπην ἅλμης τὴν μεθύουσαν ἔτι, noch naß, Philp. 23 (VI, 38); auch πληγαῖς μεθύων, taumelnd vor Schlägen, Theocr. 22, 98; δέμας ὕπνοις μ., schlaftrunken, Opp. C. 2, 576. Die anderen tempp. zu dieser Bdtg werden aus dem pass. genommen, μεθυσθείς, Eur. Cycl. 166. S. μεθύσκω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de μεθύσκω;
1 être ivre au propre et au fig.
2 être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé ou imprégné de graisse.
Étymologie: μέθυ.

Russian (Dvoretsky)

μεθύω: (только praes. и impf.)
1 быть пьяным, быть в опьянении (ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. ὑπό τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.);
2 быть смоченным, пропитанным (ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.): πληγαῖς μεθύων Theocr. ошеломленный ударами;
3 перен. упиваться (ἑκ τοῦ αἵματος NT).

Greek (Liddell-Scott)

μεθύω: (μέθυ) εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἀνήκουσιν εἰς τὸ μεθύσκω (πλὴν παρὰ μεταγεν., ὡς Πλούτ. 2. 239Α, Νόνν. Δ. 28. 211), ὁ δὲ ἀόρ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ παθ. μεθύσκω. Εἶμαι μεμεθυσμένος, διατελῶ ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ οἴνου, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικὼς Ὀδ. Σ. 240· ἀντίθ. τῷ νήφω, Θέογν. 478, 627· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. λυτήριος)· μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου, ἐκ τῆς μέθης Ξεν. Συμπ. 2, 26, Διόδ. 16. 19· τὸ μεθύειν, ἡ μέθη, Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Δακτ.» 1. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πεποτισμένος, διάβροχος, πλήρης ὑγροῦ τινος, μετὰ δοτ., π. χ., βοείην... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Ἰλ. Ρ. 390· μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Βάβρ. 114· 1· [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. Ἀνθ. Π. 9. 277. 2) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι μεμεθυσμένος, ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ πάθους τινός, ὡς, ἔρωτος, τρυφῆς, κ. τ. τ., ὡς τὸ Λατ. inebriari, ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης Ξεν. Συμπ. 8, 21· ὑπὸ τρυφῆς Πλάτ. Κριτί. 121Α· τῆς ἐλευθερίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 562D· ἔρωτι Ἀνακρ. 17· τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Δημ. 54. 9· οὐ μ. τὴν φρόνησιν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21· μ. τὸ φίλημα Ἀνθ. Π. 5. 305· - ἀλλά, πληγαῖς μεθύων, κεκαρωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων, Θεόκρ. 22. 98· ἐξ ὀδυνάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 228. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42, κἑξ.

English (Autenrieth)

(μέθυ): be drunken, fig., soaked, Od. 17.390.

English (Slater)

μεθῠω be drunken ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.

English (Strong)

from another form of μέθη; to drink to intoxication, i.e. get drunk: drink well, make (be) drunk(-en).

English (Thayer)

(from μέθυ, see μέθη); from Homer down; the Sept. for רָוָה and שָׁכַר; to be drunken: Buttmann, 62 (54)); ἐκ τοῦ αἵματος (see ἐκ, II:5; Tr marginal reading τῷ αἵματι), of one who has shed blood profusely, Pliny, h. n. 14,28 (22) ebrius jam sanguine civium et tanto magis eum sitiens).

Greek Monolingual

(ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) μέθυ
είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης
μσν.
κάνω κάποιον να μεθύσει
αρχ.
1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.)
2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)
3. είμαι ναρκωμένος από κάτι, βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης
4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μεθύειν
το μεθύσι, η μέθη.

Greek Monotonic

μεθύω: (μέθυ), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο μεθύσκω·
I. μεθώ με κρασί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μεθύω ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.
II. 1. μεταφ., λέγεται για πράγματα, βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε λάδι, λίπος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από πάθος, υπερηφάνεια, κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μέθυ only in pres. and imperf.; the fut. and aor. act. belong to μεθύσκω
I. to be drunken with wine, Od., etc.; μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.
II. metaph. of things, βοείη μεθύουσα ἀλοιφῆι an ox-hide soaked in oil, Il.
2. of persons, to be drunken or intoxicated with passion, pride, etc., Xen., Plat.

Chinese

原文音譯:meqÚw 姆替哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:(成為)醉 相當於: (רָוָה‎) (שִׁכֹּור‎) (שָׂכַר‎ / שָׁכַר‎ / שָׁכֻר‎) (שֵׁכָר‎) (שִׁכָּרֹון‎)
字義溯源:喝醉,喝醉酒,醉酒,酒醉,醉,喝足;源自(μέθη)*=醉酒)。參讀 (μέθη)同源字
出現次數:總共(7);太(1);約(1);徒(1);林前(1);帖前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 喝醉了(3) 徒2:15; 啓17:2; 啓17:6;
2) 醉(1) 帖前5:7;
3) 醉酒(1) 林前11:21;
4) 酒醉的人(1) 太24:49;
5) 他們喝足了(1) 約2:10

Mantoulidis Etymological

(=εἶμαι μεθυσμένος). Ἀπό τό μέθυ -μέθυος, τό (=κρασί) ἀπό ρίζα μεθ.
Παράγωγα: μέθη (=μεθύσι), μέθυσις, μεθύσκω (=μεθῶ), μέθυσμα, μέθυσος, μεθυστής, μεθυστικός.