τολυπεύω
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
A wind off carded wool into a clew for spinning, Ar.Lys.587 (anap.).
II metaph., wind off, achieve, accomplish, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, of Penelope's web (with a play on the literal sense), Od.19.137; ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε 1.238, 4.490, al.; Φρῃξὶν πένθος τ. work them grief, E.Rh.744 (anap.); δόμον τ. finish building it, AP9.655; λίθον.. ἐκ θεμέθλων Arch.Anz.31.149 (Nicopolis).
2 endure, ἐς γῆρας τ. ἀργαλέους πολέμους Il.14.86; ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα 24.7. (Poet. word, v.l. in J.AJ17.1.2 for πολιτεύω.)
German (Pape)
[Seite 1126] eigtl. wickeln, bes. gekrempelte, zum Spinnen bereitete Wolle auf ein Knäuel wickeln, Ar. Lys. 587; gew. übertr., a) δόλους τολυπεύειν, wie πλέκειν, Listen anzetteln, anstiften, Od. 19, 137; Θρῃξὶν πένθος τολυπεύσας, Eur. Rhes. 744. – b) πόλεμον τολυπεύειν, einen Krieg gleichsam abwickeln, mit Mühe u. Anstrengung vollenden, Il. 14, 86 Od. 1, 238 u. sonst; ὁπόσα τολύπευσε, wie viel er vollbracht, ausgekämpft hat, Il. 24. 7.
French (Bailly abrégé)
I. enrouler, pelotonner de la laine autour d'une quenouille;
II. p. ext.
1 faire patiemment ou péniblement : πόλεμον IL, OD faire une guerre laborieuse;
2 en mauv. part machiner, tramer, ourdir, acc..
Étymologie: τολύπη.
Russian (Dvoretsky)
τολῠπεύω:
1 разматывать или наматывать (τολυπήν Arph.);
2 замышлять, задумывать, устраивать (δόλους Hom.): πένθος τ. τινί Eur. причинять горе кому-л.;
3 совершать, вести (πολέμους Hom.);
4 выстраивать, сооружать (τὸν δόμον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τολῠπεύω: (τολύπη) κυρίως, ἀποσπῶ μέρος ξανθέντων ἐρίων καὶ τυλίσσω ὁμοῦ εἰς ἕνα ὄγκον ὅπως χρησιμεύσῃ εἰς τὸ νήθειν, παρασκευάζω τολύπην, κάμνω «τουλοῦπαν», Ἀριστοφ. Λυσικρ. 587· ἡ λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρου, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, μηχανῶμαι, κατεργάζομαι, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης (ἔνθα ἐνυπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας), Ὀδ. Τ. 137· ἔδωκε... τολυπεύειν ἀργαλέους πολέμους Ἰλ. Ξ. 86· ἐπεὶ πόλεμον το λύπευσε Ὀδ. Α. 238, Δ. 490. κλπ.· ὁπόσα τολύπευσε Ἰλ. Ω. 7· πένθος τινὶ τ., προξενῶ λύπην εἴς τινα, Εὐρ. Ρῆσ. 744· δόμον τ., Ἀνθ. Π. 9. 655. ― Πρβλ. ἐκτολυπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολυπεύειν· ταλαιπωρεῖν. μοχθεῖν. στρέφειν. μηχανᾶσθαι. ἐργάζεσθαι», καὶ «τολυπεύσας κατεργασάμενος», καὶ «τολύπευσεν· ἐξειργάσατο» ὁ αὐτ.
English (Autenrieth)
fut. -εύσω, aor. τολύπευσα: wind up as a ball (τολύπη), hence contrive, δόλους, Od. 19.137, cf. ὑφαίνω. Also achieve, finish, Od. 24.95, Il. 24.7.
Greek Monolingual
Α τολύπη
1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.)
2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.)
3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. α) μηχανεύομαι, κατεργάζομαι («ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω», Ομ. Οδ.)
β) προξενώ, προκαλώ («φανερὸν Θρῃξὶν πένθος τολυπεύσας», Ευρ.).
Greek Monotonic
τολῠπεύω: μέλ. τολυπεύσω, κυρίως, τυλίγω ελικοειδώς το μαλλί σε κουβάρι για κλώσιμο· μεταφ., μηχανώμαι, κατεργάζομαι, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης (όπου υπάρχει λογοπαίγνιο επί της κυριολεκτικής σημασίας), σε Ομήρ. Οδ.· τολυπεύω πόλεμον, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τολῠπεύω, fut. -σω
properly, to wind off wool into a clew for spinning: metaph. to wind off, achieve, accomplish, ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω, of Penelope's web (where there is a play on the literal sense), Od.; τ. πόλεμον Hom. [from τολῠ́πη]