φοῖβος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοῖβος Medium diacritics: φοῖβος Low diacritics: φοίβος Capitals: ΦΟΙΒΟΣ
Transliteration A: phoîbos Transliteration B: phoibos Transliteration C: foivos Beta Code: foi=bos

English (LSJ)

η, ον (accented φοιβάν in B.12.139 Pap.):—
A pure, bright, radiant, ὕδωρ Hes.Fr.274, Lyc.1009; ἡλίου φοίβῃ φλογί A.Pr.22; αἴγλα B. l.c.
II as pr. n., Φοῖβος, ὁ, Phoebus, i.e. the Bright or Pure, an old epithet of Apollo, Φοῖβος Ἀπόλλων Il.1.43, al.; rarely inverted, Ἀπόλλων φοῖβος 20.68, Hes.Fr.194: then alone as pr. n., Il.1.443, Alcm.61, etc.
2 prophet, BCH55.85 (Panamara).

German (Pape)

[Seite 1295] rein, klar, leuchtend, glänzend; ἡλίου φοίβη φλόξ Aesch. Prom. 22; φοῖβον ὕδωρ Hes. frg. 78; Lycophr. 1009. – S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
clair, brillant.
Étymologie: apparenté à φάος.

Russian (Dvoretsky)

φοῖβος:
1 чистый, светлый (ὕδωρ Hes.);
2 сияющий, сверкающий (ἡλίου φλόξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φοῖβος: -η, -ον, (ἴδε ἐν τέλει)· καθαρός, ἁγνός, διαυγής, λαμπρός, ὕδωρ Ἡσ. Ἀποσπ. 78, Λυκόφρ. 1009· ἡλίου φοίβῃ φλογὶ Αἰσχύλ. Πρ. 22· ὄνειρον Ἀλκμὰν 45. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα Φοῖβος, ὁ, ὁ καθαρός, ὁ ἁγνός, ὁ λάμπων, ἀρχαῖον ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅπερ κατέστη κύρ. ὄνομα (πρβλ. Φοίβη)· ὁ Ὅμηρος συνήθ. συνάπτει Φοῖβος Ἀπόλλων, ἀλλ’ ἔχει καὶ μόνον Φοῖβος Ἰλ. Α. 443., Ο. 221, κ. ἀλλ.· σπανίως ἀντιστρέφεται ἡ τάξις Ἀπόλλων Φοῖβος Π. 68, Ἡσ. παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Δ. 232. Ἀλλὰ τὸ Ὁμηρικὸν Φοῖβος δὲν σημαίνει τὸν θεὸν Ἥλιον, διότι τὸν χαρακτῆρα τοῦτον προσέλαβεν ὁ Ἀπόλλων πολλῷ ὕστερον· τὸ ὄνομα Φοῖβος ἀναφέρεται μᾶλλον εἰς τὴν λαμπρότητα τῆς νεότητος, πρβλ. Müller Dor. 2. 6, 7. (Πιθαν. ἐκ τοῦ φάος, φαῦος (ὅ ἐστι φάϝος), ὥστε τὸ β παριστάνει ϝ· ἐντεῦθεν φοιβάω, φοιβάζω, ἅπερ σημαίνουσιν ὁτὲ μὲν τὸ καθαίρω, ὁτὲ δὲ τὸ προφητεύω.)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. Φοίβος.

Greek Monotonic

φοῖβος: -η, -ον (πιθ. από το φάος
I. καθαρός, αγνός, σε Αισχύλ.
II. ως κύριο όνομα, Φοῖβος, , Φοίβος, δηλ. καθαρός ή αγνός· ο Όμηρ. πολλές φορές συνάπτει, Φοῖβος Ἀπόλλων, αλλά έχει επίσης και Φοῖβος μόνο του.

Middle Liddell

φοῖβος, η, ον [prob. from φάος
I. bright, radiant, Aesch.
II. as prop. n., Φοῖβος, Phoebus, i. e. the bright or pure: Hom. commonly joins Φοῖβος Ἀπόλλων, but also has Φοῖβος alone.

Frisk Etymology German

φοῖβος: {phoĩbos}
Meaning: Beiw. von ὕδωρ (Hes.Fr. 274, ähnlich Lyk.), von αἴγλα (B.), von φλόξ (A. Pr. 22), als rein, klar, glänzend erklärt.
Derivative: Daneben Φοῖβος Bein. und N. des Apollon (seit Il.). Als Vorderglied u.a. in φοιβόληπτος, ion. -λαμπτος ‘von Φ. er- griffen, begeistert’ (Hdt., Lyk., Plu. u.a.). — Ableitungen: 1. φοιβάς, -άδος f. Phoibospriesterin, Seherin (E., Tim.). 2. Φοίβη f. Tochter des Uranos u. der Gaia (Hes., A.). 3. Φοίβειος, ion. -ήϊος [[zu Φοῖβος gehörig]] (Hdt., E. in lyr.), f. -ηΐς (AP). Denom. Verba: 4. φοιβάζω, auch m. δια-, ἀπο-, ἀνα-, prophezeien, begeistern (S., Plb., Lyk., Str. usw.), auch reinigen (Lyk.) mit φοιβαστής = vaticinator (Gloss.), -άστρια f. Prophetin (Lyk.), -αστικός prophezeiend, begeisternd (Plu., Longin., Ptol.). 5. φοιβάω, Aor. -ῆσαι, dor. -ᾶσαι reinigen (hell. Dicht.), ἀποφοιβάομαι begeistert reden (PMag. Par.), προ- ~ prophezeien (Cat. Cod. Astr.); davon φοίβησις f. Begeisterung (Vett. Val.), -ητής (Man. u.a.), -ητήρ (PMag. Lond.) m. Prophet, -ήτωρ m. ib. (Orph.), -ήτρια· καθάρτρια H., auch Bez. einer Göttin (Isis? Äthiopien), -ητός begeistert, -ητεύειν· χρησμῳδεῖν H. 6. φοιβᾶναι· λαμπρῦναι, μαντεύσασθαι, κοσμῆσαι, καθᾶραι, ἁγνίσαι H., reinigen (Anon. ap. EM), mit ἀφοίβαντος nicht gereinigt, unrein (A.).
Etymology: Unerklärt. Mit dem Adj. φοῖβος rein, klar, glänzend (woraus dann Φοῖβος als Gottesname) werden von Fick BB 28, 109 und neuerdings von Ruipérez Emer. 21, 14 ff. die H.-Glossen ἀφικτόν (leg. ἄφικτον?)· ἀκάθαρτον, μισητόν und ἀφικτρός (leg. ἄφικτρος?)· ἀκάθαρτος, μιαρός verbunden (zum Lautlichen noch Schwyzer 299). Die weitere Heranziehung eines sonst unbekannten apers. Wortes *bigna- in den PN Bagā-bigna- und Ἀριαβίγνης (Justi ZDMG 49, 682), angebl. Glanz, ist selbstverständlich rein hypothetisch. Ebenso unbewiesen und unbeweisbar sind die pelasgischen Erklärungen von Φοῖβος: zur Sippe von ποιμήν (v. Windekens Le Pél. 141 f., Emer. 26, 33ff.), zu lat. pūrus und pius (Carnoy Ant. class. 24, 26). Weniger bedenklich ist der Vorschlag von Schmid Arch. f. Religionswiss. 22, 217ff., Φοῖβος als eine metrisch bedingte Umbildung von Φόβος zu erklären (dazu Kretschmer Glotta 15, 199). Bei den letztgenannten Deutungen wäre das Adj. φοῖβος entweder als ein besonderes Wort zu betrachten oder als eine dichterische Umdeutung des Gottesnamens zu verstehen.
Page 2,1031

Mantoulidis Etymological

(=λαμπρός, ἀκτινοβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνα). Πιθανόν ἀπό τό φάος -φῶς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοιβάζω (=προφητεύω), φοίβασμα (=χρησμός), Φοίβειος, φοιβητός (=προφητικός), φοιβητής (=προφήτης), φοιβάω (=ἐξαγνίζω), Φοίβη, φοιβολάλος (=προφητικός), φοιβητεύω (=προφητεύω), φοιβολόγος (=προφητικός), φοιβονομοῦμαι (εἶμαι καθαρός, ἁγνός), φοιβάς, ἡ (=προφῆτις, ).