κέλλω: Difference between revisions
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ἔκελσα: [[beach]] a [[ship]] ([[νῆα]]); [[also]] intr., κελσάσῃσι δὲ [[νηυσί]], the ships ‘having [[run]] on the [[beach]],’ we, etc., Od. 9.149. | |auten=aor. ἔκελσα: [[beach]] a [[ship]] ([[νῆα]]); [[also]] intr., κελσάσῃσι δὲ [[νηυσί]], the ships ‘having [[run]] on the [[beach]],’ we, etc., Od. 9.149. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κέλλω]] και [[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[ξεκινώ]], [[κινώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] να εξαχθεί [[κάτι]] στην [[ξηρά]], [[αποβιβάζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πλοίο]] ή ναύτες) [[έρχομαι]] στην [[ακτή]] ή στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, [[αράζω]]<br /><b>5.</b> [[κινώ]]<br /><b>6.</b> [[τρέχω]] [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κέλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κέλ</i>-<i>j</i>-<i>ω</i>, όπως και το ρ. [[κέλομαι]], [[παρά]] τη [[διαφορά]] σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[κινώ]], [[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kălayati</i> «ωθώ», λατ. <i>celer</i> «γρήγορος» και [[κελεύω]]). Απαντά [[επίσης]] και [[ενεστωτικός]] τ. [[ὀκέλλω]], που εμφανίζει [[πρόθεμα]] -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ο</i>-<i>τρύνω</i>). Ο ποιητ. τ. [[κέκλομαι]] σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἐκέκλετο</i> του ρ. [[κέλομαι]]. Η σημ. του ρ. [[κέλομαι]] «[[καλώ]], [[προσφωνώ]]» οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[καλώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εξοκέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκέλλω</i>, [[εγκέλλω]], [[εισκέλλω]], [[επικέλλω]], [[εποκέλλω]], [[περιοκέλλω]], [[προσκέλλω]], [[προσοκέλλω]], [[συγκέλλω]], [[συνεξοκέλλω]], [[συνεποκέλλω]], [[υποκέλλω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. (exc. D.H.14.1 as etym. of Κελτική), = Prose ὀκέλλω: fut.
A κέλσω A.Supp.331, E.Hec.1057 (lyr.), κελῶ Hsch.: aor. ἔκελσα (v. infr.):—drive on, Hom. only in Od., always in phrase νῆα κέλσαι run a ship to land, put her to shore, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Od.10.511; νῆα . . ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν 9.546; cause to land, ἀνδρῶν ἡρώων στόλον A.R.2.1090: metaph., Ἄργει κ. πόδα E.El.139 (lyr.). II intr., of ships or seamen, put to shore or into harbour, κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Od.9.149; κέλσαντες Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς A. Ag.696 (lyr.), cf. Eu.10; ἐς Ἄργος Id.Supp.331; πρὸς γῆν S.Tr.804: c.acc. loci, κέλσαι . . Ἄργους γαῖαν A.Supp.15 (anap.); Τροίας ἄστυ E. Rh.934: metaph., A.Pr.186 (lyr.); κ. ποτὶ τέρμα E.Hipp.140 (lyr.); πᾷ κέλσω; where shall I find a haven? Id.Hec.1057 (lyr.). (Cf.κέλομαι.)
German (Pape)
[Seite 1415] (vgl. ὀκέλλω, cello), fut. κέλσω, aor. ἔκελσα, treiben, bewegen; Hom. νῆα κέλσαι, navem appellere, das Schiff ans Land treiben, theils mit dem Zusatz ἐν ψαμάθοισιν, Od. 9, 546. 12, 5, theils ohne denselben, 10, 511. 11, 20; κατ' ἴχνος πλάταν ἄφαντον κελσάντων Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς Aesch. Ag. 680. – Auch intrans., sich bewegen, laufen, bes. vom Schiffe, anlanden, in den Hafen einlaufen, κελσάσῃσι νηυσί Od. 9, 149; so Tragg., auch von den Schiffenden, κέλσας ἐπ' ἀκτὰς ναυπόρους Aesch. Eum. 10; κέλσαι δ' Ἄργους γαῖαν Suppl. 15; ἐς Ἄργος κέλσειν 326; absol., übertr., πᾶ ποτε τῶνδε πόνων χρή σε τέρμα κέλσαντ' ἐςιδεῖν; Prom. 184, wie auch wir sagen »den Hafen erreichen«; vgl. Eur. Hec. 1048; πρὸς γῆν τήνδ' ἐκέλσαμεν μόλις Soph. Trach. 801; Εὐρίπου διὰ χευμάτων κέλσασα Eur. I. A. 167; οἵαν ἔκελσας ὁδόν Rhes. 898; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1091.
Greek (Liddell-Scott)
κέλλω: (μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατατ. παρὰ πεζογράφοις, καὶ μόνον ἐν τῷ τύπῳ ὀκέλλω): μέλλ. κέλσω Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 330, Εὐρ. Ἑκ. 1052· ἀόρ. ἔκελσα Ὅμ., Ἀττ. ποιητ., ἐν ᾧ τὸ ὀκέλλω ἔχει ἀόρ. ὤκειλα. (Ἐκ √ΚΕΛ- παράγεται καὶ τὸ κέλης, Σανσκρ. kal, kalavâmi (ago, urgeo)· Λατιν. cello (per-cello), celer, celox). Ἐλαύνω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει νῆα κέλσαι, ὁδηγῶ πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, «τὸ εἰς γῆν ἐκτιθέναι τὴν ναῦν» Ἡσύχ., Λατ. appellere, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Ὀδ. Κ. 511· νῆα μὲν ἔνθ’ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν Λ. 20· νῆα… ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν Ι. 546, Μ. 5, ἢ καὶ ἄνευ τοῦ προσδιορισμοῦ, Κ. 511, Λ. 20·-μεταφορ., Ἄργει κ. πόδα Εὐρ. Ἑλ. 139· οἵαν ἔκελσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 898 ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ πλοίων ἢ ναυτῶν, ἔρχομαι εἰς τὴν ἀκτὴν ἢ εἰς τὸν λιμένα, ἐλλιμενίζομαι, κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κέλσαντες Σιμόεντος… ἐπ’ ἀκτὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 696, πρβλ. Εὐμ. 10· ἐς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 330· πρὸς γῆν Σοφ. Τρ. 804· Εὐρίπου διὰ χευμάτων κέλσασα Εὐρ. Ι. Α. 167· ἢ μετ’ αἰτιατ. τόπου, κέλσαι... Ἄργους γαῖαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 16· ἄστυ Εὐρ. Ρῆσ. 934·- μεταφορ., πᾷ ποτε… κέλσαντ’, εἰς τίνα λιμένα καταχθέντες; Αἰσχύλ. Πρ. 184· κ. ποτὶ τέρμα Εὐρ. Ἱππ. 140· καὶ μεταφορ., πᾷ κέλσω; ποῦ νὰ προσορμισθῶ; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1056, ἀνθ’ οὗ αὐτόθι 1070, πᾷ στῶ; πᾷ κάμψω; πᾷ βῶ;
French (Bailly abrégé)
seul. fut. κέλσω et ao. ἔκελσα;
I. tr. pousser à terre, faire aborder : νῆα OD un vaisseau ; ἐν ψαμάθοισιν OD faire aborder un vaisseau sur des sables;
II. intr. 1 en parl. de l’équipage aborder, arriver au port ; fig. aborder au port (après des épreuves) : πᾷ κέλσω ; EUR par où trouver un port de refuge ?;
2 en parl. de navires aborder, arriver au port.
Étymologie: R. Κελ, pousser vivement ; cf. lat. celer.
English (Autenrieth)
aor. ἔκελσα: beach a ship (νῆα); also intr., κελσάσῃσι δὲ νηυσί, the ships ‘having run on the beach,’ we, etc., Od. 9.149.
Greek Monolingual
κέλλω και ὀκέλλω (Α)
1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός
2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά
3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω
4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω
5. κινώ
6. τρέχω γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κέλλω < κέλ-j-ω, όπως και το ρ. κέλομαι, παρά τη διαφορά σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ ρίζα kel- «κινώ, θέτω σε γρήγορη κίνηση» (πρβλ. αρχ. ινδ. kălayati «ωθώ», λατ. celer «γρήγορος» και κελεύω). Απαντά επίσης και ενεστωτικός τ. ὀκέλλω, που εμφανίζει πρόθεμα -ο- (πρβλ. ο-τρύνω). Ο ποιητ. τ. κέκλομαι σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. ἐκέκλετο του ρ. κέλομαι. Η σημ. του ρ. κέλομαι «καλώ, προσφωνώ» οφείλεται σε επίδραση του ρ. καλώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εξοκέλλω
αρχ.
αποκέλλω, εγκέλλω, εισκέλλω, επικέλλω, εποκέλλω, περιοκέλλω, προσκέλλω, προσοκέλλω, συγκέλλω, συνεξοκέλλω, συνεποκέλλω, υποκέλλω].