βώλος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 07:01, 29 September 2017
Greek Monolingual
και σβώλος, ο (AM βῶλος, ο, Α συνήθως βῶλος, η)
1. μικρός όγκος χώματος σε γη οργωμένη με αλέτρι ή σκαλιστήρι
2. σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό
3. τμήμα γης, χωράφι
νεοελλ.
βώλοι, οι
1. μικροί βώλοι από πηλό ή γυαλί
2. το παιχνίδι που παίζεται με βώλους
3. είδος πέτρας με σκόνη στο κέντρο της, η οποία χρησιμοποιείται ως γιατρικό
αρχ.
εξοχικό σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το βάλλω, το βολβός κ.λπ. Ο αρχικός φθόγγος β- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό μάλλον παρά σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. σβώλος προήλθε από το βώλος με ανάπτυξη του προθετ. σ- από τη συνεκφορά ένας βώλος, τους βώλους (πρβλ. σκόνη, σπυρί, σκύβω κ.ά.).
ΠΑΡ. αρχ. βώλαξ, βωλάριον, βωλόναι
νεοελλ.
βωλί, βωλιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βωλοκόπος
αρχ.
βωλοειδής, βωλοποιώ, βωλοτόμος
μσν.
βωλοστροφώ
νεοελλ.
βωλογυρίζω, βωλοδέρνω. (Β' συνθετικό) άβωλος, αδρόβωλος, βραχύβωλος, δύσβωλος, ερίβωλος, ερυθρόβωλος, εύβωλος, καλλίβωλος, μεγαλόβωλος, μελάμβωλος, μικρόβωλος, πολύβωλος, χορτόβωλος, χρυσόβωλος, ωλεσίβωλος].