μάλιστα: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(T22)
(24)
Line 16: Line 16:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[superlative]] of the adverb [[μάλα]]) (from [[Homer]] [[down]]), adverb, [[especially]], [[chiefly]], [[most]] of [[all]], [[above]] [[all]]: [[μάλιστα]] [[γνώστης]], [[especially]] [[expert]], [[thoroughly]] [[well-informed]], Acts 26:3.
|txtha=([[superlative]] of the adverb [[μάλα]]) (from [[Homer]] [[down]]), adverb, [[especially]], [[chiefly]], [[most]] of [[all]], [[above]] [[all]]: [[μάλιστα]] [[γνώστης]], [[especially]] [[expert]], [[thoroughly]] [[well-informed]], Acts 26:3.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μάλιστα]])<br />(βεβαιωτικό [[μόριο]])<br /><b>1.</b> ναι, βέβαια, ως [[απάντηση]] που δηλώνει [[κατάφαση]], [[συμφωνία]], [[επιδοκιμασία]] (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπάντων]], ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «[[είναι]] πολύ [[καλός]] και [[μάλιστα]] πολύ [[επιμελής]]» β. «ἀεὶ μέν, [[μάλιστα]] δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλιστα]]<br />σε υπέρτατο βαθμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τώρα]] [[μάλιστα]]» — [[έκφραση]] αποδοκιμασίας, [[διαπίστωση]] ότι μια [[κατάσταση]] χειροτερεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αριθμητικό) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους [[μάλιστα]] [[τετταράκοντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του συγκριτικοῡ <i>μᾱλλον</i> («[[μάλιστα]] ἢ [[ἐμοί]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[μάλιστα]];» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ [[μάλιστα]]» — ώς επί το πλείστον<br />γ) «ἐν τοῑς [[μάλιστα]]» — [[μεταξύ]] τών πρώτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μάλα]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 90] s. μάλα.

Greek (Liddell-Scott)

μάλιστα: ἐπίρρ., ὑπερθετ. τοῦ μάλα, ἴδε μάλα ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

v. μάλα.

English (Autenrieth)

see μάλα.

English (Strong)

neuter plural of the superlative of an apparently primary adverb mala (very); (adverbially) most (in the greatest degree) or particularly: chiefly, most of all, (e-)specially.

English (Thayer)

(superlative of the adverb μάλα) (from Homer down), adverb, especially, chiefly, most of all, above all: μάλιστα γνώστης, especially expert, thoroughly well-informed, Acts 26:3.

Greek Monolingual

(AM μάλιστα)
(βεβαιωτικό μόριο)
1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», Αριστοφ.)
2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «είναι πολύ καλός και μάλιστα πολύ επιμελής» β. «ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ενάρθρως) τα μάλιστα
σε υπέρτατο βαθμό
νεοελλ.
φρ. «τώρα μάλιστα» — έκφραση αποδοκιμασίας, διαπίστωση ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
αρχ.
1. (με αριθμητικό) περίπου, σχεδόν («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τετταράκοντα», Θουκ.)
2. αντί του συγκριτικοῡ μᾱλλονμάλισταἐμοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. φρ. α) «τί μάλιστα;» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ μάλιστα» — ώς επί το πλείστον
γ) «ἐν τοῑς μάλιστα» — μεταξύ τών πρώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μάλα.