ῥίπτω: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(36)
(36)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρίχνω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρίχνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[ῥίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος παρλλ τ. του [[ῥίπτω]] [[κατά]] τα συνηρημένα].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίπτω Medium diacritics: ῥίπτω Low diacritics: ρίπτω Capitals: ΡΙΠΤΩ
Transliteration A: rhíptō Transliteration B: rhiptō Transliteration C: ripto Beta Code: r(i/ptw

English (LSJ)

also ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) ῥιπτάζω (qq. v.): —Ion. Iterat.

   A ῥίπτασκον Il.15.23, Od.11.592, -εσκον Nic.Fr.26: fut. ῥίψω Il.8.13, etc.: aor. ἔρριψα 23.842, etc. (ἔριψα Arion 18, Mosch. 3.32, ἀπέριψα Pi.P.6.37), Ep. ῥῖψα Il.3.378; also 3sg. aor. 2 ἔρρῐφε Opp.C.4.350: pf. ἔρριφα Lys.10.9:—Med., aor. ῥίψαντο Man.6.10, ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146:—Pass., fut. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) S.Aj.1019; ῥῐφήσομαι LXX Ez.7.19, Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 fut. ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17: aor. ἐρρίφθην A.Supp.484 (ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg.944d; also ἐρρίφην [ῐ] E.Hec.335, Fr.489, Pl.Lg.944a, Sosith.3, etc.; poet. ἐρίφην AP12.234 (Strat.): pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med.1404 (anap.), Ar.Ec.850, etc.; poet. redupl. ῥερίφθαι Pi.Fr.318, cf. PMag.Par.1.194, 2039 (ἀπο-): plpf. ἔρριπτο Luc.Nec.17. [ῑ by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., (προσ-) Rh.2.94 S.; the Ep. aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: ῐ in fut. 2 and aor. 2 Pass.]:—throw, cast, hurl, σόλον, σφαῖραν Il.23.842, Od.6.115; χερσί Pi.P.3.57; ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591, etc.; ἤ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον 8.13, cf. A.Pr.1051 (anap.); ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch.913; ἐς φλόγα S.Tr.695; ποτὶ νέφεα Od.11.592; χθονὶ ῥ. ἑαυτόν throw on the ground, S.Tr.790, cf. E.IA39 (anap.); ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49: abs., ἐρριμμένος prostrate, ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2; ἔτι τῶν νεκρῶν . . ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28; κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29, cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67; τὰ μελίσσεια ἐν ἀγρῷ ἔριπται have been deposited, PCair.Zen.467.5 (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας . . ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba.1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥ. τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr.780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT1430, cf. A.Pr.748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg.944a (Pass.); ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel.1096.    II like ῥιπτάζω, ῥ. ἑωυτήν toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2; ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118 (Crin.): generally, throw about, πλοκάμους E.IA758, cf. Ba.150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.    III cast out of house or land, S.OT719, Ph.265, etc.; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος Id.Aj.830.    IV throw off or away, of arms, E.El.820; of clothes, Pl.R.474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥ. ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.; βιβλίον PUniv.Giss.20.12 (ii A.D.).    V ῥ. λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr.314, E.Alc.680; τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57 S.; also, throw them away, waste them, A.Ag.1068, cf. E.Med.1404 (anap., Pass.); λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec.335; so οἴχεται . . ταῦτ' ἐρριμμένα set at naught, S. Aj.1271.    VI ῥ. ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R.617e; ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24 ([Phld.]): hence ῥ. κίνδυνον make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.    VII ῥ. ἑαυτόν throw or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself, ἐς πόντον Thgn.176; ἐς ἅλμην E.Cyc.166; τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897 (anap.); ῥ. ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel.1325 (lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf. βάλλω A. 111.    VIII dub. l. in Orph.Fr. 264.

German (Pape)

[Seite 845] aor. pass. ἐῤῥίφην, auch ἐῤῥίφθην, Pors. Eur. Hec. 339; impf. ῥίπτασκον, Hom. u. Hes.; ῥερῖφθαι hat Pind. frg. 281, wie ῥεριμμένοι steht Matth. 9, 37; einen aor. ἔῤῥιφον dat Opp. Cyn. 4, 350; vgl. Lob. Phryn. 318; – werfen, schleudern; Hom., der außer der Iterativform des impf. nur fut. u. aor. act. hat; ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ψω ἐς Τάρταρον, Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον, Aesch. Prom. 750. 1053; auch ἐς τὸ δυστυχές, Ch. 900, vgl. Ag. 1038; ἐς φλόγα, Soph. Tr. 692; εἰς ἄβατον ὄρος, hinwerfen, aussetzen, O. R. 719, wie ἔρημόν τινα Phil. 265; ἐκ χθονὸς ἑαυτόν, sich selbst verbannen, O. R. 1290. 1436; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος, Ai. 817; οἴχεται πάντα ἐῤῥιμμένα, 1250, verschleudert, verworfen; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις, Aesch. Prom. 312; μάτην ῥιφέντες λόγοι, Eur. Hec. 335; u. in Prosa : βέλη, Plat. Legg. VII, 795 c; ἐς τὸ πέλαγος, Ax. 368 c; κλήρους ἐπὶ πάντας, Rep. X, 617 e, das Loos werfen; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες, Legg. XII, 944 a; wegwerfen, wegschleudern, ὅπλα, ib. c; ἱμάτιον, Rep. V, 473 e, wie Lys. 3, 35; ἀσπίδα ἐῤῥιφέναι, 10, 9, u. A.; ἐξορίσαι καὶ ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, Dem. 25, 95; Folgde; auch ῥίψας λόγον οὐδαμῶς ἁρμόζοντα αὐτῷ, Pol. 4, 20, 5; auch = verachten. – Intr., sich hinwerfen, fallen, wobei man ἑαυτόν ergänzt, Theogn. 176; ἐν πένθει, sich stürzen, Eur. Hel. 1325, vgl. Alc. 922.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίπτω: καὶ ῥιπτέω, καὶ (ἐπὶ θαμιστικῆς ἐννοίας) ῥιπτάζω, ὃ ἴδε· -Ἰων. παρατ. ῥίπτασκον (ἢ -εσκον) Ἰλ. Ο. 23, Ὀδ. Λ. 591, Νικ. Ἀποσπ. 26· -μέλλ. ῥίψω: ἀόρ. ἔρριψα (ἀπέριψα Πινδ. Π. 6. 37), Ἐπικ. ῥῖψα Ἰλ. Γ. 378· ὡσαύτως γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ ἔρρῐφε, Ὀππ. Κυν. 4. 350· -πρκμ. ἔρρῑφα Λυσ. 117. 5. - Παθ., μέλλ. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) Σοφ. Αἴ. 1019· ῥῐφήσομαι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3, Ἑβδ., (διάφορ. γραφὴ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· γ΄ μέλλ. ἐρρίψομαι Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17: - ἀόρ. ἐρρίφθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 484, Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀνδρ. 10, Πλάτ.· ὡσαύτως ἐρρίφην [ῐ] Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀποσπ. 486, Πλάτ., κλ.· ποιητ. ἐρίφην Ἀνθ. Π. 12. 234· - πρκμ. ἔρριμμαι παρ’ Ἡροδ. 1. 62, Εὐρ., κλ.· ποιητ. ἀναδιπλ. ῥερίφθαι Πινδ. Ἀποσπ. 281· ὑπερσ. ἔρριπτο Λουκ. Νεκυομαντ. 17· Ἐπικ. ἐρέριπτο Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΡΙΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ ῥῖμμα, ῥῖψις, ῥῑπη, καὶ ἴσως τὸ ἔρείπω· πρβλ Γοτθ. vairp-a (βάλλειν), Ἀρχ. Σκανδ. verp-a, Ἀγγλο-Σαξον. weorp-an (Ἀγγλ. warp), Ἀρχ. Γερμ. werph-an (werfen), κτλ.). [ῑ φύσει, ὥστε ὁ Ἐπικ. ἀόρ. α΄ εἶναι ῥῖψα, οὐχὶ ῥίψα· ῐ ἐν τῷ μέλλ. β΄καὶ τῷ ἀορ. β΄ παθ.]. Ρίπτω, ἐξακοντίζω, δίσκον, σφαῖραν Ἰλ. Ψ. 842, Ὀδ. Ζ. 115· κεραυνὸν Πινδ. Π. 3. 101· ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Ἰλ. Α. 591, κτλ., ἢ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον Ἰλ. Θ. 13, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1051· ἐς τὸ δυστυχὲς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 913· ἐς φλόγα Σοφ. Τρ. 695· ποτὶ νέφεα Ὀδ. Λ. 591· ῥ. χθονί, ῥίπτειν κατὰ γῆς, Σοφ. Τρ. 790, πρβλ Εὐρ. Ι. Α. 39 ἐς ὕδωρ ψυχρὸν Θουκ. 2. 49· ἀπολ., ἐρριμμένος, ἐρριμμένος κατὰ γῆς, Πολύβ. 5. 48, 2· - ῥίπτω δίκτυον, ἔρριπται ὁ βόλος, ἐρρίφθη τὸ δίκτυον, Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 62· -ῥ. τί τινος, πρός τινα ἐπὶ τινα ἐπί τινα, Εὐρ. Βάκχ. 1097 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), Κύκλ. 51· -ῥ. τινά πρὸς πέτραν Σοφ. Τρ. 780· ἀλλά, κατὰ στύφλου πέτρας, κατὰ κρημνῶν, ἐκ κρημνοῦ κάτω, Εὐρ. Ι. Τ. 1430 (πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 748), Θουκ. 7. 44, Πλάτ. Νόμ. 944Α· ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ’ Εὐρ. Ἑλ. 1096. ΙΙ. ὡς τὸ ῥιπτάζομαι, ῥ. ἑμαυτόν, ῥίπτω ἐμαυτὸν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀνήσύχως κινοῦμαι, οἷον ἐν πυρετῷ, Ἱππ. 590. 9· ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιά Ἀνθ. Π. 5. 119· -ῥίπτω πέριξ, πλοκάμους Εὐρ. Ι. Α. 758, Βάκχ. 150. ΙΙΙ. ῥίπτω ἔξω, ἀποβάλλω ἐκ τῆς οἰκίας ἢ τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 719, Φιλ. 265, κτλ.· μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος Αἴ. 830. IV. ῥίπτω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ῥίπτω μακράν, ἀποβάλλω, ἐπὶ ὅπλων, ἐνδυμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 820, Πλάτ. Πολ. 474Α· τὸ ἱμάτιον Λυσίας 97. 30· οὕτως, ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Πινδ. Ι. 6 (7). 64· μάλιστα, ῥ. ἀσπίδα (πρβλ. ῥίψασπις), Λυσ. 117. 1, κτλ. V. ῥ. λόγους, ῥιπτω λόγους, ἐξακοντίζω, ἐκσφενδονῶ αὐτοὺς, Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐρ. Ἄλκ. 680· - ἀλλ’ ὡσαύτως, ῥίπτω αὐτοὺς ματαίως, εἰς τὸν ἀέρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1404· λόγοι μάτην ῥιφέντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 335· οὕτως, οἴχεται.. ταῦτ’ ἐρριμμένα, εἰς οὐδὲν νομιζόμενα, Σοφ. Αἴ. 1271· πρβλ. ἀπορρίπτω ΙΙΙ. VI. ῥ. κλῆρον ἐπὶ πάντας Πλάτ. Πολ. 617Ε· οὕτω, ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· οὕτω, ῥίπτεις κυβεύων... Ἄρη Εὐρ. Ρῆσ. 466· ἐντεῦθεν, ῥ. κίνδυνον, ῥιψοκινδυνεύω, τολμηρῶς διακινδυνεύω, Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 7· πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. VII. ἀποθνήσκουσιν, οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· - ἀκολούθως ῥίπτειν, ἀπολύτως, ῥίπτειν ἑαυτόν, ἐς πόντον Θέογν. 176· ἐς ἅλμην Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐς τάφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 897· ῥίπτει (δηλ. ἑαυτὴν) δ’ ἐν πένθει πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1325, πρβλ. Ι. Α. 758, Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε βάλλω ΙΙΙ, κρύπτω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἔρριπτον, f. ῥίψω, ao. ἔρριψα, pf. ἔρριφα;
Pass. f.2 ῥιφήσομαι, ao. ἐρρίφθην, ao.2 ἐρρίφην, pf. ἔρριμμαι, pqp. ἐρρίμμην, f.ant. ἐρρίψομαι;
I. tr. 1 jeter, lancer : δίσκον IL le disque ; τινα ἐς Τάρταρον IL jeter qqn dans le Tartare ; abs. ῥίπτειν ἑαυτόν, se précipiter en bas, se donner la mort en se jetant en bas ; fig. ῥίπτειν τινὰ ἐς τὸ δυστυχές ESCHL précipiter qqn dans le malheur ; ῥίπτειν ἑαυτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους PLUT se laisser aller à des espérances sans issue ; ῥίπτειν λόγους τραχεῖς ESCHL lancer, proférer des paroles rudes ; ῥίπτειν νεανίας λόγους ἔς τινα EUR lancer contre qqn des paroles téméraires litt. de jeune homme;
2 laisser tomber : ῥίπτειν κλῆρον PLAT laisser tomber, jeter le sort;
3 p. anal. rejeter : ῥίπτειν τινὰ ἐκ γῆς SOPH rejeter qqn hors du pays, le bannir ; ῥίπτειν ἑαυτὸν ἐκ χθονός SOPH s’exiler;
4 rejeter, abandonner, acc. ; particul. exposer un enfant ; Pass. abs. être abandonné, être gisant;
5 jeter, lancer au loin, se débarrasser de : τὰ ὅπλα XÉN jeter ses armes ; τὴν ἀσπίδα ESCHN jeter son bouclier;
II. intr. se jeter, se précipiter : ἐς πόντον, εἰς τὴν θάλασσαν XÉN dans la mer.
Étymologie: R. Ϝριπ, jeter ; cf. all. werfen.

English (Autenrieth)

(ϝρ.), ipf. iter. ῥίπτασκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρρῖψεν, ῥῖψα: fling, hurl; τὶ μετά τινα, ‘toss into the hands of,’ Il. 3.378.

English (Slater)

ῥίπτω (aor. ἔρριψε(ν); ῥῖψον; ῥίψαις: pass. aor. ῥιφθεῖσαν: pf. ῥερῖφθαι.)
   a cast, hurl ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (P. 1.45) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν (P. 3.57) ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) (I. 7.44) δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (]ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.
   b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.
   c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) (O. 9.36) ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) (P. 4.232)

Spanish

tirar, arrojar

English (Strong)

a primary verb (perhaps rather akin to the base of ῥαπίζω, through the idea of sudden motion); to fling (properly, with a quick toss, thus differing from βάλλω, which denotes a deliberate hurl; and from teino (see in ἐκτείνω), which indicates an extended projection); by qualification, to deposit (as if a load); by extension, to disperse: cast (down, out), scatter abroad, throw.

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. ρίχνω.

Greek Monolingual

-έω, Α
ῥίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ τ. του ῥίπτω κατά τα συνηρημένα].